29.5 C
Chania
Πέμπτη, 26 Ιουνίου, 2025

Μνήµη Αντώνη Πλυµάκη

» Μια εισήγηση στην τιµητική εκδήλωση του, το 2015 στα Κεραµειά

Τον Σεπτέµβριο του 2015 η Περιφέρεια Κρήτης, ο ∆ήµος Χανίων και άλλοι φορείς αποφάσισαν να γιορτάσουν την Παγκόσµια Ηµέρα Τουρισµού, µε τιµητική αναφορά στον εναλλακτικό τουρισµό.
Σ
την εκδήλωση που οργάνωσαν µεταξύ άλλων στα Κεραµειά τίµησαν τον Αντώνη Πλυµάκη, κυρίως για το βιβλίο του «Κούµοι και µιτάτα στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη» αλλά και για την γενικότερη προσφορά του στην υπόθεση της καταγραφής του κτηνοτροφικού πολιτισµού. Ο αείµνηστος φίλος µού έκανε τότε την τιµή να µου ζητήσει να τον παρουσιάσω, ως φίλος αλλά και ως επιµελητής του βιβλίου που ήµουν, στις δύο εκδόσεις που είχαν πραγµατοποιηθεί µέχρι τότε, πράγµα που έκανα µε το κείµενο που ακολουθεί και παράλληλη προβολή διαφανειών. Σηµειώνω µε την ευκαιρία ότι η τρίτη και οριστική έκδοση του βιβλίου εκκρεµεί, µετά από ενδιαφέρον που είχε δείξει για την επανέκδοσή του η Περιφέρεια Κρήτης. Επ’ αυτού τον λόγο έχει βέβαια ο Αντιπεριφερειάρχης Χανίων, κάνοντας έτσι το ουσιαστικό µνηµόσυνο που θα άρµοζε στον µεταστάντα.
«Σεβόµενος την ταπεινοφροσύνη του Αντώνη Πλυµάκη, που µου ζήτησε να παρουσιάσω το έργο του το σχετικό µε το βουνό και όχι τον ίδιο, θ’ αρκεστώ να αναφέρω εισαγωγικά ότι επέλεξε και ευτύχησε κατά τον ελεύθερο χρόνο του, όταν βρισκόταν στην ενεργό υπηρεσία, και στη συνέχεια στα χρόνια της σύνταξης, να διασχίσει µε τον σιαµαίο συνορειβάτη του Χρίστο Χουλιόπουλο αλλεπάλληλες φορές την ύπαιθρο των Χανίων. Μαζί του ευτύχησε να απολαύσει τον «πάνω» και τον «κάτω» κόσµο, τους κόσµους δηλαδή των θετικών και των αρνητικών υψοµέτρων, να κατακτήσει τις κορυφές της Μαδάρας, να διασχίσει όλα σχεδόν τα φαράγγια του νοµού Χανίων, να χωθεί στα έγκατα της γης, σε κόσµους «πρωτόγνωρους και µυστηριακούς». Κι ακόµα ευτύχησε να έρθει σε επαφή µε τους κατοίκους της χανιώτικης υπαίθρου και να τους αγαπήσει. Κι αυτοί µε τη σειρά τους του ανταπέδωσαν απλόχερα την αγάπη του αυτή.
Τίµησε τον ορεινό κόσµο τόσο µε τον φωτογραφικό φακό του όσο και µε τη γραφίδα του. Την εβδοµάδα που πέρασε είχαµε για ακόµη µία φορά την ευκαιρία να απολαύσουµε µια φωτογραφική του έκθεση µε θέµα το κρητικό τοπίο στην Πύλη Σαµπιονάρα. Μόνο αυτός θα µπορούσε να µας προσφέρει ένα τέτοιο φωτογραφικό αποτέλεσµα. Κι αυτό γιατί στο πρόσωπό του συµπυκνώνονται ο ορειβάτης, ο πεζοπόρος, ο ανήσυχος περιηγητής, ο σπηλαιολόγος, ο ναυτιλόµενος παλιότερα (µ’ ένα σκάφος-καρυδότσουφλο), ο φυσιοδίφης. Κι ακόµη γιατί ή µατιά του είναι αρχιτεκτονική, θρησκευτική, ώριµη, άφοβη, καλλιτεχνική, νοσταλγική και ευαίσθητη για ανθρώπους και ζωντανά του θεού. Μόνο ένας τόσο ευαίσθητος και καλλιεργηµένος άνθρωπος θα µπορούσε να µας προσφέρει την ηρεµία και το χαµόγελο που του χάρισαν απλόχερα οι άνθρωποι της κρητικής υπαίθρου, κοντά στους οποίους βρέθηκε σε όµορφες αλλά και σε άσχηµες στιγµές.
Μόνο ένας δεινός ορειβάτης θα µπορούσε να µας χαρίσει τόσο πολύ και αναπάντεχο χιόνι από µια γεωγραφική περιοχή, όπως η Κρήτη, µε µικρό γεωγραφικό πλάτος, στην οποία δηλαδή δεν περιµένουµε να το συναντήσουµε σ’ αυτή την αφθονία. Μια τέτοια φωτογραφία είναι που κοσµεί και το εξώφυλλο του φωτογραφικό του Λευκώµατος Χανίων. Αυτό δεν είναι το µοναδικό πόνηµα του Αντώνη Πλυµάκη που αναφέρεται στον ορεινό χανιώτικο κόσµο. Γιατί ο ίδιος εκτός από τη φωτογραφικά µατιά, διαθέτει και εξαιρετική γραφίδα, µε την οποία µας έχει προσφέρει µέχρι σήµερα είκοσι αυτοτελή βιβλία, περισσότερα από 400 άρθρα και αµέτρητα- πραγµατικά- σχόλια σε εφηµερίδες και περιοδικά. Από τα βιβλία του, στη φύση και στον πολιτισµό των βουνών αναφέρονται άµεσα τα 18. Τα βιβλία αυτά θα µπορούσαµε να τα χωρίσουµε σε νοηµατικές ενότητες. Έτσι, τα φαράγγια αναφέρονται πέντε, στα σπήλαια αναφέρονται τρία, στη χλωρίδα και στην πανίδα των βουνών αναφέρονται άλλα δύο, στα βουνά και στην ορειβασία αναφέρονται έξι. Στους ανθρώπους και στον πολιτισµό των βουνών αναφέρονται οι «Μνήµες Σαµαριάς», που κυκλοφόρησε το 2010, και βέβαια το «Κούµοι-µιτάτα και βοσκοί στα Λευκά Όρη και στον Ψηλορείτη», που κυκλοφόρησε το 2008. Το βιβλίο αυτό, για το οποίο θα µιλήσω στη συνέχεια, αποτελεί µια µνηµειώδη έκδοση και, κατά τη γνώµη µου, την κορωνίδα της προσφοράς του Αντώνη Πλυµάκη. Κι αυτό όχι ασφαλώς µόνο λόγω µεγέθους: 638 σελίδες και 700 φωτογραφίες, που το ζωντανεύουν και το αισθητοποιούν.
Ας µου επιτραπεί εδώ µια παρέκβαση. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο για τις ανάγκες της αποψινής εκδήλωσης αναρωτιόµουν ποια µπορεί να υπήρξαν τα κίνητρα του συγγραφέα για την ανάληψη ενός τόσο µακρόχρονου έργου, που ξεπερνά τον µισό αιώνα. Σκέφτηκα ότι οπωσδήποτε τέτοιο κίνητρο υπήρξε αναµφισβήτητα η αγάπη και ο σεβασµός του για τις κτηνοτροφικές κοινωνίες, τις οποίες πρόλαβε να ζήσει στις τελευταίες αναλαµπές τους των δεκαετιών του 1950 και 1960. Στις κοινωνίες αυτές ο µελετητής σίγουρα εκτίµησε –κι αυτό είναι φανερό ιδιαίτερα στις φωτογραφίες του- τη λιτότητα, την ολιγάρκειά τους και µια σειρά ακόµη χαρακτηριστικά, µεταξύ των οποίων τη φιλοξενία στους κάθε λογής καταδιωκόµενους, από ανθρώπους και εξουσίες. Πιστεύω όµως ότι η εκτίµηση παρόµοιων χαρακτηριστικών δεν θα αρκούσε ως κίνητρο για το τιτάνιο έργο που επιτέλεσε.
Ένα άλλο κίνητρο υπήρξε οπωσδήποτε ο εντυπωσιασµός του από τον θόλο των µιτάτων, µια µεγαλιθική κατασκευή 150-200 τόνων, στις συνήθεις περιπτώσεις, ένα ακόµα µνηµείο της λαϊκής σοφίας και τεχνογνωσίας. Η εστίασή του στον θόλο, στην ουράνια αυτή κατασκευή, νοµίζω φανερώνει ένα ακόµη σηµαντικό κίνητρο. Η εκτίµησή του στο βιβλίο ότι το σχήµα του θόλου, το εκφορικό, δεν αποτελεί αντικείµενο εισαγωγής από κάποια άλλη περιοχή αλλά ότι αντιγράφηκε από τα αρχαία ήδη χρόνια από την ίδια τη φύση και ιδιαίτερα από τα σπήλαια, µου έλυσε την απορία. Αλήθεια, ποια άλλη ανθρώπινη κατασκευή θα µπορούσε να µοιάζει περισσότερο µε τα σπήλαια, για τα οποία ο έρωτας του Αντώνη Πλυµάκη είναι δηλωµένος και πολυαποδειγµένος;
Αυτός, πιστεύω, ήταν ένας πρόσθετος λόγος, για τον οποίο εστίασε στα µιτάτα αλλά και στα συν αυτά: αφού τα περίγραψε, αφού τα εξέτασε ιστορικά, αρχιτεκτονικά, δοµικά και γλωσσολογικά, τα τοποθέτησε επάνω στους συγκεκριµένους χώρους που λειτούργησαν. Εντόπισε περισσότερα από 350 και τα συνέδεσε όχι µόνο µε τον τόπο αλλά και µε τους ανθρώπους που κατά καιρούς υπήρξαν ιδιοκτήτες ή ένοικοί τους. Κι από εδώ, από τους ανθρώπους, ξεκινούν όλα στο µεγαλειώδες έργο που εξετάζουµε.
Από τον ανθρώπινο πολιτισµό, τον κτηνοτροφικό πολιτισµό, όπως αυτός εκφράστηκε όχι µόνο στα κτίσµατα, αλλά και στο λεξιλόγιο, στα εργαλεία, στην τεχνογνωσία, στην ιστορία, στη θρησκευτικότητα και στις δοξασίες. ∆εν χρειάζεται να σας κουράσω, σήµερα, αλλά µε µια απλή καταµέτρηση διαπιστώνουµε ότι ο κρητικές κτηνοτροφικές κοινωνίες διέθεταν ένα εξειδικευµένο λεξιλόγιο 750 περίπου λέξεων, αναφερόµενο αποκλειστικά στο αντικείµενο εργασίας τους. Πόσα, άραγε όχι εξίσου αλλά κατά το ήµισυ ή το τρίτο πλούσια επαγγελµατικά λεξιλόγια γνωρίζουµε σήµερα;
Από τη δική µας πλευρά, των Κρητικών, πιστεύω ότι µε το βιβλίο αυτό οι κτηνοτροφικές κοινωνίες των Λευκών Ορέων και του Ψηλορείτη βρήκαν τον υµνητή τους, όπως είχε γίνει παλιότερα µε τον Κώστα Κρυστάλλη, σε άλλη γεωγραφική περιοχή και µε άλλο εκεί µέσον, την ποίηση. Αλλά και στην περίπτωση των «Κούµων» του Αντώνη Πλυµάκη, µε ποίηµα έχουµε να κάνουµε, ποίηµα ζωής και ποίηµα για την ποιµενική ζωή και για τα ίδια τα κρητικά βουνά, για τα οποία σοφά, όπως πάντα, ο Ειρηναίος Γαλανάκης, είχε προείπει: «Κάποτε θα σκάβουν στα µιτάτα για να ανακαλύψουν τον πολιτισµό της Κρήτης, όπως σήµερα για τον µινωικό πολιτισµό. Η ζωή στην Κρήτη κρατήθηκε στα βουνά, όχι στους κάµπους».
Τελειώνοντας θα µου επιτρέψετε να προσθέσω κάτι πιο προσωπικό στην αποψινή παρουσίαση. Υπάρχει, πιστεύω, ένα ακόµα κίνητρο για την επίτευξη ενός τέτοιου µνηµειώδους αποτελέσµατος, και αυτό δεν είναι άλλο από αυτό που πανελλήνια ονοµάζεται αυταπάρνηση και στην Κρήτη αποκαλούµε «κουζουλάδα». Γιατί χρειάζεται αρκετή απ’ αυτή για να παραχθεί ένα τέτοιο και τόσο αποτέλεσµα. Το αποτέλεσµα αυτό δεν µπορεί να οφείλεται µόνο στις ικανότητες του συγγραφέα του αλλά και σε κόπους, αφάνταστους κόπους και σε πολλή δουλειά. Αλλά και πολύ όνειρο. Την εποχή που ο Αντώνης Πλυµάκης ξεκίνησε να µαζεύει το υλικό του χρειαζόταν πολλή αυταπάρνηση και θάρρος για να περπατάς στα κρητικά βουνά και να µπαίνεις στα κρητικά σπηλιάρια, όπου µεταξύ άλλων είχαν κατέφευγαν και οι φυγόδικοι. Τότε η ορειβασία δεν αποτελούσε µόδα, όπως σήµερα, αλλά ενέργεια επικίνδυνη και τουλάχιστον ακατανόητη. Θα σας συνιστούσα να διαβάσετε επ’ αυτού το εξαιρετικό του άρθρο που επιγράφεται «Έρχονται οι …κουζουλοί», το οποίο και έχω αναδηµοσιεύσει αρκετές φορές.
Σας ευχαριστώ, τόσο εσάς για την προσοχή σας, όσο και τον Αντώνη Πλυµάκη για το συνολικό έργο που µας έχει προσφέρει και, προκαταβολικά, για εκείνο που θα συνεχίσει να µας προσφέρει για πολλά πολλά ακόµη χρόνια.».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα