Είµαι η θάλασσα.
Με λέγατε όµορφη, αχανή, µυστηριώδη. Στεκόσασταν στις ακτές και µου πετούσατε πέτρες στο στήθος. Εγώ τις κατάπινα σιωπηλά, πάντα σας συγχωρούσα.
Σας έδωσα τα πάντα. Η ζωή ξεκίνησε µέσα µου, οι πρώτες σας ανάσες γεννήθηκαν στα νερά µου που έσφυζαν από φως, µουσική, ζωή.
Τώρα είµαι άδεια. Με ακούτε; Άδεια.
Οι φάλαινες σώπασαν, τα τραγούδια τους χάθηκαν. Οι ύφαλοί µου λεύκαναν σαν νεκρικά µνήµατα στο βυθό. Πλαστικά σφίγγουν τους λαιµούς των θηλαστικών µου, πετρελαιοκηλίδες απλώνονται σαν δηλητήριο στο δέρµα µου. Γιγάντιες τράτες κατασπαράζουν τα σπλάχνα µου, δίχτυα σαν λεπίδες σκίζουν ανελέητα το σώµα µου, τα κοπάδια µου εξαφανίζονται ολόκληρα σε µια στιγµή κι η πείνα σας δεν λέει να χορτάσει.
Θυµάµαι δελφίνια να θρηνούν τα µικρά τους. Χελώνες να τρώνε σακούλες αντί για µέδουσες, φώκιες να κοµµατιάζονται από προπέλες ταχυπλόων. Εκατόµβες ψαριών να επιπλέουν ανάσκελα, σαν ουρανός από σβησµένα αστέρια στην επιφάνεια του νερού. Κι εσάς να κολυµπάτε πάνω τους και να χαµογελάτε ανέµελα, πιστεύοντας ότι η καταστροφή τους δεν σας αφορά.
Θυµάµαι τα θαλάσσια λιβάδια µου να ξεθωριάζουν, µαζί τους να στερεύει το οξυγόνο µου. Τους αχινούς να εξαφανίζονται µαζί µε τα καβούρια, τα φύκια και τις ανεµώνες που αγκάλιαζαν τα βράχια µου να µαραίνονται, τη µελωδία µου να σβήνει σε µια αιώνια σιωπή.
Έτσι γνώρισα την οργή.
∆εν την ήξερα. Πριν ήµουν αλάτι και τραγούδι. Ήµουν δότρια ζωής. Τώρα η γεύση µου είναι µέταλλο, οι δίνες µου φωτιά. Ανεβαίνω ψηλότερα, βρυχώµαι δυνατά. Οι καταιγίδες µου είναι θλίψη που δαγκώνει, µνήµη που καταπίνει.
Ρωτάτε γιατί πληµµυρίζω τις πόλεις σας. Γιατί παίρνω πίσω τις ακτές σας, κόκκο-κόκκο.
Επειδή σπάσατε τη συµφωνία µας. Ονοµάσατε την απληστία «πρόοδο», το κέρδος σας το βαφτίσατε «αρετή», την καταστροφή µου «παράπλευρη απώλεια».
Εγώ το λέω πόλεµο.
Σας προειδοποίησα µε κύµατα, καύσωνες, δίχτυα άδεια από ζωή. ∆εν ακούσατε. Εσείς ποτέ δεν ακούτε παρά µόνο όταν είναι αργά. Ποτέ δεν κλαίτε παρά µόνο όταν η καταιγίδα χτυπήσει τη δική σας πόρτα. Μα τώρα η παλίρροια γύρισε. Τώρα δεν σας συγχωρώ.
Με ποτίσατε δηλητήριο ώσπου έγινα στάχτη. Με φορτώσατε χηµικά και φυτοφάρµακα, παράνοµα αντλιοστάσια µε στράγγιξαν σαν µολυσµένες φλέβες. Τα πιο όµορφα παιδιά µου πέθαναν πριν προλάβουν να ανασάνουν· τα κορµιά τους ξεβράστηκαν στις ακτές, άψυχα κουφάρια κοµµατιασµένα από τα σόναρ και τις γεωτρήσεις σας.
Κι ύστερα µε µπαζώσατε. Ακτές πνιγµένες στο µπετόν, ξενοδοχεία-τέρατα, κύµατα που χτυπούν απελπισµένα στους τοίχους της απληστίας σας. ∆εν µπορώ να αναπνεύσω. ∆εν µπορώ πια να αναρρώσω.
Τώρα δεν υπάρχει επιστροφή.
Τώρα η ανάσα µου έγινε καταιγίδα, η σιωπή µου κραυγή. Θα πάρω πίσω κάθε ακτή, κάθε λιµάνι, κάθε όρµο που µου κλέψατε. Θα µαυρίσω τους ουρανούς σας µε καταιγίδες. Θα καταπιώ τα τσιµέντα σας, θα σκοτεινιάσω τις πόλεις σας, θα σας γκρεµίσω τα θεµέλια όπως εσείς γκρεµίσατε τα κοράλλια µου.
Τώρα θα σβήσω τα ίχνη σας όπως τα κύµατα σβήνουν τα γράµµατα στην άµµο.
Γιατί είµαι η θάλασσα.
Και θυµάµαι τα πάντα.