»Keiran Goddard (µτφρ. Νατάσα Σίδερη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια)
Σχετικά πρόσφατα οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια έκαναν ένα εµφατικό άνοιγµα στη µεταφρασµένη λογοτεχνία, µέρος της πρώτης τριάδας βιβλίων που κυκλοφόρησαν ήταν και το Βλέπω τα κτίρια να πέφτουν σαν αστραπές. ∆εν γνώριζα τίποτα για τον Κίραν Γκόνταρντ, που γεννήθηκε το 1984 στην περιοχή του Μπέρµινχαµ, αυτό είναι το δεύτερο µυθιστόρηµά του, είναι επίσης ποιητής ενώ ασχολείται επισταµένα µε θέµατα που σχετίζονται µε την κοινωνική αλλαγή. Πέρα από µια διαίσθηση, άλλο εφόδιο δεν είχα σχετικά µε αυτό το βιβλίο.
«Πάρε, για παράδειγµα, όλους τους ανθρώπους που ξέραµε όταν ήµασταν παιδιά. Τόσοι και τόσοι που άλλοτε ήταν σηµαντικοί για την καθηµερινότητά µας και τώρα δεν θυµόµαστε ούτε τα πρόσωπά τους ή τσακωνόµαστε στην παµπ για το ποιο ήταν το επώνυµό τους. Εγώ, ο Όλι, ο Πάτρικ, ο Κόνορ, η Σιβ, νοµίζαµε πως είµαστε διαφορετικοί από τους γονείς µας, πιο δραστήριοι κάπως, πιο γενναίοι. Αλλά είχαµε άδικο. Κάνουµε ακριβώς τα ίδια λάθη, παραιτούµαστε από τα ίδια πράγµατα, το ένα µετά το άλλο. Αλλά αυτό δεν σηµαίνει πως δεν µπορούµε να πιούµε στην υγειά του µύθου µας, να πούµε µερικές ιστορίες για όλα όσα δεν γίναµε».
Αν και το παραπάνω απόσπασµα εντοπίζεται στις τελευταίες σελίδες του µυθιστορήµατος, θεωρώ πως το συνοψίζει σε µεγάλο βαθµό, τόσο θεµατικά, περί τίνος πρόκειται αυτή η ιστορία, όσο και υφολογικά, η ποιητική –αλλά σε καµία περίπτωση ποιητικίζουσα– πρόζα. Μια παρέα ανθρώπων, που κάποτε υπήρξαν φίλοι, µεγάλωσαν παρέα, έκαναν όνειρα, µεθύσια, έφαγαν τα µούτρα τους, παρεξηγήθηκαν και ύστερα µόνιασαν, ήταν σίγουροι πως δεν θα γίνουν σαν τους γονείς τους, κάποιοι εγκατέλειψαν την πόλη, κάποιοι δεν άλλαξαν ούτε δρόµο, χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν, δεν ήταν πια οι ίδιοι.
Η νεότητα, αρχής γενοµένης από την παιδικότητα, εφορµά από µια διφορούµενη αντίφαση, εµείς θα µείνουµε σταθεροί, τα πράγµατα θα αλλάξουν. Η αποµάγευση της ενηλικίωσης, η κύρια ίσως έκφανσή της, µε τη συνειδητοποίηση αυτή έχει να κάνει, εµείς αλλάξαµε, τα πράγµατα δεν άλλαξαν, όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον, εκεί που λέγαµε για πάντα τώρα λέµε τότε, εκεί που πιστεύαµε πως η λέξη φιλία θα είχε πάντα κεφαλαίο το γράµµα Φ, τώρα είναι µια ανάµνηση, συχνά θολή. Ο κόσµος αποδείχτηκε πολύ µεγαλύτερος από τις δυνάµεις µας, µας εξόντωσε, µας έκανε να νιώσουµε εφιαλτικά µικροί και λίγοι, ο χρόνος που κάποτε έµοιαζε αργοκίνητο καράβι σε ήρεµα ύδατα, τώρα προχωρά χωρίς να µας περιµένει, µε δυσκολία κρατάµε το κεφάλι στην επιφάνεια, όσοι το κρατάµε ακόµα, η κάθε µέρα ακόµα µια µάχη επιβίωσης, πόσο αφελείς υπήρξαµε κάποτε.
Ο Γκόνταρντ αφηγείται µια ιστορία ενηλικίωσης τελευταίων σταδίων, µια ύστερη επικράτεια µιας οδυνηρής διαδικασίας, εκεί όπου η αποµάγευση παραµερίζει µόνο για να επιτρέψει στην πραγµατικότητα να εγκατασταθεί ολοένα και πιο άνετα και επιβλητικά. Ένας από τους αγαπηµένους µου συγγραφείς είναι ο Τζον ΜακΓκρέγκορ, κυρίως για τον τρόπο του να στρέφει το παρατηρητήριο του στο πλέον αδιόρατο, µικρό, ατοµικό, µε έναν τρόπο γλωσσικά και υφολογικά µοναδικό. Εδώ υπάρχει µια ευδιάκριτη επιρροή, αρκούντως χωνεµένη και κατεστηµένη οικεία. Και από µόνο του αυτό είναι αρκετό για να υποστηρίξει το πόσο µου άρεσε το βιβλίο αυτό, που ανήκει σε µια χαµηλών τόνων και βραδείας καύσης λογοτεχνία που πολύ µου αρέσει.
Από το απόσπασµα που επέλεξα, εκτός από τη σύνοψη της ιστορίας και του ύφους, περιλαµβάνει και την άλλη ιδιότητα του Γκόνταρντ, εκείνη του κοινωνικού επιστήµονα, του παρατηρητή των αλλαγών. Αυτό το γίναµε σαν τους γονείς µας, κάτι που ήταν πρωταρχική δήλωση αντιπαραδείγµατος, το µόνο σίγουρο πως δεν θα γίνει αλλά έγινε και όσο και αν αρνηθήκαµε να το δούµε εντέλει το παραδεχτήκαµε έστω και χαµηλώνοντας το βλέµµα µπροστά στον καθρέφτη, εκτός από λογοτεχνική µαγιά, θεωρώ, πως συνοψίζει και το κοµµάτι της κοινωνικής µελέτης. Τα πράγµατα άλλαξαν, κυρίως προς το χειρότερο, ας δούµε µόνο το κοµµάτι εργασία και κόστος/ποιότητα καθηµερινής διαβίωσης, και εµείς γίναµε σαν τους γονείς µας, ούτε καν παρατηρητές της αλλαγής αυτής, γιατί αν την παρατηρούσαµε τότε ίσως και να αντιδρούσαµε, γίναµε σαν τους γονείς µας και τρέχουµε πίσω από την κάθε µέρα, χωµένοι και χαµένοι στην ατοµική µας επικράτεια, κάποιοι µε την αφέλεια πως θα καταφέρουν να πετύχουν, σε ό,τι και αν συνίσταται µια τέτοια επιτυχία.
Η φιλία, που πιστεύαµε πως θα κρατούσε για πάντα, ως απάγκιο, ως κυµατοθραύστης, ως αλεξικέραυνο, ξέφτισε, γνωστοί άγνωστοι που αναλωνόµαστε µε το δικό µας, που το εµείς έχει πια εκλείψει από το λεξιλόγιό µας, και µόνο σαν πικρή ανάµνηση κάποια βράδια αργά µας επισκέπτεται, και εµείς τίποτα δεν µπορούµε να κάνουµε γι’ αυτό, η παρτίδα δεν σώζεται, παραλίγο θα έγραφα πατρίδα, και αυτό κάτι θα σηµαίνει, δεν µπορεί, ίσως εκείνο το σύνθηµα στους τοίχους πως µόνη πατρίδα είναι τα παιδικά µας χρόνια. Επανέρχοµαι στην ποιητικότητα γιατί νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω ξανά πως δεν πρόκειται για ποιητικούρα, για µελό λέξεις και περιγραφές, για µια πλατφόρµα αναχωρητική, αλλά, ίσως αντίθετα, είναι εκεί, απολαυστικά ενταγµένη στην πρόζα, για να επισηµάνει όσα λείπουν, όσα η ζωή στερείται, για να καταστήσει µε τον τρόπο της ακόµα πιο ρεαλιστικό το πλαίσιο, για να αποµακρύνει τόσο όσο τον προβολέα από τα πρόσωπα της πλοκής ώστε ο αναγνώστης να νιώσει οικεία, κάθε αναγνώστης µε τον τρόπο του, κάποιος περισσότερο και κάποιος καθόλου, κάποιος αδιάφορα και κάποιος που δεν θα µπορέσει να µείνει ασυγκίνητος για όλα εκείνα που χάσαµε ενώ διατυµπανίζαµε πως ποτέ κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε σε εµάς.
Γιατί αν υποθέσουµε, µε φόβο και παίζοντας ένα τελευταίο χαρτί, πως ο έρωτας κάπως σώζεται µε τη συντροφικότητα, µε το µοίρασµα της καθηµερινότητας, ένα εµείς που κάπως αντιστέκεται, έστω και όχι έτσι όπως το ονειρευτήκαµε διαβάζοντας ποίηση ή τραγουδώντας µε τα µάτια κλειστά καπνίζοντας και πίνοντας, ίσως θα µπορούσαµε να πούµε πως ο έρωτας, έστω και ως µια κοινωνικοοικονοµική συµµαχία, κάπως σώζεται, η φιλία, δυστυχώς, δυστυχέστατα, γαµώτο, δεν σώζεται, µαζί µε εκείνη και η συλλογικότητα του βίου, µύριες ατοµικότητες που το βράδυ δυσκολεύονται να κοιµηθούν. Και δεν είναι τυχαίο που οι πλέον δηµοφιλείς τηλεοπτικές σειρές τη φιλία είχαν στο επίκεντρο, άνθρωποι που ό,τι και αν συνέβαινε στον µικρό ή µεγάλο κόσµο είχαν κάπου να γυρίσουν, να πιουν µια µπύρα, να γελάσουν και να κλάψουν, εκείνο που µας λείπει περισσότερο λαχταράµε, εκείνο γυρεύουµε, και πια τέτοιες σειρές δεν γυρίζονται ή δεν γίνονται επιτυχία, και αυτό κάτι θα σηµαίνει.
Θα έπρεπε, ίσως, να έχω πει περισσότερα για το ίδιο το βιβλίο, για την αρτιότητα σε επίπεδο τεχνικό, για την απόλαυση σε επίπεδο γλωσσικό, για τον τρόπο µε τον οποίο ο Γκόνταρντ διαχειρίστηκε το υλικό και σµίλεψε την ιστορία, για τα κεφάλαια, κάθε ένα µε το όνοµα ενός, που µας επιτρέπουν να δούµε πιο σφαιρικά τα συµβάντα, να ακούσουµε τη σκέψη πίσω από τη σιωπή, εκείνα που δεν ειπώθηκαν όταν ήταν η στιγµή, και θα µπορούσα µε λίγο σύστηµα, ίσως αν άφηνα και µερικές µέρες να περάσουν ακόµα, να προσθέσω ακόµα περισσότερα σχόλια, πιο αντικειµενικά, όσο αντικειµενική δύναται να είναι µια ανάγνωση, αλλά δεν µπόρεσα να συγκρατηθώ, αυτό το βιβλίο µε πήρε και µε σήκωσε, χωρίς να το αντιληφθώ έγκαιρα, και όταν το αντιλήφθηκα ήταν ευτυχώς αργά, δεν µπορούσα να καταφύγω στη λογική, να πάρω απόσταση από το συναίσθηµα, να επαναλαµβάνω πως αυτό είναι λογοτεχνία, µια ιστορία που κάποιος φαντάστηκε και θέλησε να πει. Και αυτή η εµπλοκή δεν θα συνέβαινε, όχι µε τον ίδιο τρόπο, αν ο Γκόνταρντ δεν άφηνε τις σιωπές να µιλήσουν, το ανείπωτο να γεµίσει τα κενά, αν το κοινωνικό περιβάλλον χωρίς να πρόκειται για δοκίµιο δεν ήταν τόσο αληθοφανές στο κακοφόρµισµά του.
Ας το πω ξανά, παρότι προφανές, το βιβλίο αυτό µου άρεσε πάρα πολύ.