ΘΥΜΑΜΑΙ την πλατεία του χωριού μας, κάπου στην Κεντρική Μακεδονία. Όσο ήμουνα μικρός, φάνταζε τεράστια στα μάτια μου. Άλλοι οι κόσμοι της παιδικής ηλικίας, άλλοι των μεγάλων.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ πλατεία χωρίς τα βασικά στοιχεία συλλογικότητας: πλατύφυλλος βαθύσκιος πλάτανος, τραπεζάκια με καφενόβιους, θορυβώδεις ταβλαδόροι, “μεσάζοντες” εμπόρων, “κομματικοί πράγοντες”, περαστικοί πραματευτάδες. Το ποτάμι να ακούει τους καβγάδες, παραπέρα το κοινοτικό γραφείο, το Ηρώο, στο βάθος το σχολείο, η εκκλησία, ο “Αγροτικός Συνεταιρισμός”, τα καφενεία/παντοπωλεία/ταβέρνες, το γήπεδο. Δίπλα στο περίπτερο με τα τσιγάρα, η στάση του λεωφορείου, ίσως κι ένα μικρό φαγάδικο. Τα Σάββατα, έχουμε το παζάρι. Όλα αυτά ορίζουν περίπου αυτό που λέμε “πλατεία” ενός χωριού.
ΠΕΡΑ από γεωγραφικό τοπόσημο, κάθε πλατεία συνιστά κι ένα σταυροδρόμι επαφής των χωριανών. Ταυτόχρονα, αποτελεί χώρο ξεφαντώματος και διασκέδασης. Εδώ, οι γάμοι, οι χοροί, τα πανηγύρια, οι προεκλογικές συγκεντρώσεις, οι μαθητικές παρελάσεις, οι διαμαρτυρίες, τα ψηφίσματα και οι θάνατοι. Οι παλιές ελληνικές ταινίες βρίθουν από σπαρταριστές εικόνες πλατειώνμ, με πολιτικές ή παραδοσιακές εκδηλώσεις. Κάθε πλατεία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, μια σκηνή πολλών δρώμενων καθώς όλοι οι δρόμοι οδηγούν σ’ αυτήν. Έτσι, συνυπάρχει με το ήθος και την ψυχή των θαμώνων της· κι όταν “φύγουν” αυτοί, έρχονται άλλοι κι άλλοι να συνεχίσουν -όπως το νεράκι του ποταμιού που κυλά δίπλα στον πλάτανο, χωρίς πισωγύρισματα.
ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ στην πλατεία τα πάντα ανανεώνονται, όταν καταφθάνουν “ξενιτεμένοι συγχωριανοί”, “ξενομερίτες” γαμπροί” ή “ξενομπάτηδες” τουρίστες. Έ, τότε κι η ζωή στην πλατεία ζωηρεύει. Γίνεται μια φαρδιά αγκαλιά που περικλείει όλους, με όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις: Φωνακλάδες ή υποτονικοί, σιωπηλοί ή αρειμάνιοι καπνιστές, περί παντός του επιστητού “σοφολογιότατοι” συζητητές, χαρτοκλέφτες, ηχηρά κεράσματα τσικουδιάς. Δεν λείπου οι θερινές προβολές, το θέατρο, ο Καραγκιόζης, τα “φεστιβάλια”, οι λαϊκές μουσικές κι οι μαντινάδες.
ΕΔΩ, οι παραδοσιακές αξίες και τα έθιμα αντιμάχονται κάθε τι το “μοντέρνο”. Ζωγράφοι ζωγραφίζουν πλατείες, συγγραφείς τις περιγράφουν σε βιβλία, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα τις χρησιμοποιούν ως φόντο. Αν υψώναμε κάποιο drone να κατοπτεύσει μια γεμάτη από κόσμο πλατεία, σίγουρα θα μας αποτύπωνε εκπληκτικά στιγμιότυπα. Εκτός από τη γραφικότητα του χώρου, θα αποκάλυπτε και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των επισκεπτών της.
… ΑΛΛΑ, η ματιά του Γιώργη Καπριδάκη, έστω και α π ο σ π α σ μ α τ ι κ ή, δεν χρειάζεται drone για να δει τα πράγματα “αφ’ υψηλού”. Στο κειμενάκι “Στη μικρή πλατεία” του χωριού αραδιάζει τα συμβαίνοντα όπως ακριβώς συμβαίνουν· με μια απολαυστική περιγραφή και πηγαίο χιούμορ, αλλά και με κριτική διάθεση (1):
“Η πλατεία ήταν γεμάτη, τα τραπεζάκια όλα έξω, και ο καφετζής δεν προκάνει να σερβίρει τσικουδιές με αρμυρό φυστίκι. Έφτασαν οι Αθηναίοι!
Άσπρες κορμάρες, μεγάλες κουρσάρες και αέρα πρωτευουσιάνου!
Ο καφετζής κρυφογελά και εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα άγχους.
Ο Αθηναίος το ευχαριστιέται, κέρασε το μαγαζί διατάζει, κέρασε και
τα παιδιά ό,τι θέλουν…, τέτοιες τιμές πού θα τις ξαναβρούμε!
Στην πλατεία απαγορεύεται να μιλάς σοβαρά ή με σοβαρό ύφος. Ο πλάτανος καταγράφει στα φύλλα του όλα τα μυστικά -και τα φύλλα κάποτε πέφτουν- όλες τις κλεψιές στο τάβλι, στα χαρτιά, και όλη την κοινωνική κριτική πού γίνεται από τους ειδικούς, που το κάνουν για να σκοτώνουν την ώρα τους. Προσπεράστε τους!
Στην πλατεία θα σταματήσουν να διαλαλήσουν την πραμάτεια τους όλοι οι γυρολόγοι: Μανάβηδες, ψαράδες, κοτοπουλάδες και γύφτοι.
Κάποτε πέρναγαν και οι πολιτικοί μας για να μας σφίξουν δυνατά το χέρι, να μας τάξουν τα πάντα και να ζητήσουν ευθέως την ψήφο μας. (…)
Στην πλατεία θα ακούσεις εξυπνάδες και βλακείες, μαγκιές και κακίες…, κι όταν δεν είναι γεμάτη, μπορείς να χουζουρέψεις σε δύο τρεις καρέκλες απολαμβάνοντας σαν τον πασά το ποτό σου.
Ο κύριος Σάκης πίνει το πρωινό του καφεδάκι, καθισμένος πάντα σε πέντε καρέκλες, σιγά-σιγά όμως του μένει μόνο μία. Όλοι επιδιώκουν να κάτσουν από δίπλα του, για να δουν από κοντά τι διάολο έχει παραπάνω από αυτούς και είναι Μεγάλος.
Παραδίπλα μια παρέα μεταναστών εργατών έχει γεμίσει το τραπεζάκι της με άδεια μπουκάλια μπύρας και ετοιμάζεται να πάει για ύπνο.
Αύριο ουδείς γνωρίζει σε ποιον θα πουλήσουν την εργατική τους δύναμη και πόσο (…)
Καθώς βραδιάζει η πλατεία γεμίζει…, όλοι ψάχνουν για καρέκλα και μόλις κάτσουν φωνάζουν κατ΄ευθείαν τον καφετζή να τους φέρει το ποτό τους και να τσιμπήσουν κατιτίς (…), αλλά ο Μιχάλης δεν μασάει από φωνές και σφυριές…, παιδιά είμαι σε κρίσιμη ηλικία κάντε λίγο υπομονή κι έφτασε…
Κανείς όμως δεν διαμαρτύρεται, και όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Επτά “κούπες” πήγε στην πρέφα ο μπάρμπα Μιχάλης χωρίς πολλά ατού κι οι άλλοι του καρέ τον πιστεύουν!
Δεν μιλούν οι απ’ έξω, αγριοφωνάζει…, ας το διάολοοο…(…)
Το βράδυ αργά, μεσόκοπες κυρίες ντυμένες σαν εικοσάρες, ψάχνουν τους βαριεστημένους συζύγους τους. Ήρθε η ώρα της μάσας!
Οι έχοντες της πλατείας, θα προτιμήσουν κάτι το ελαφρύ στο κοντινό ψαροχώρι. Ας πούμε μια μεγάλη ψαρούκλα ψητή με τα σχετικά της στρώματα, οχτάπους, καλαμάρια, γκρίκ σάλατος και τα λοιπά, ενώ τα πλατιά λαϊκά στρώματα θα υποστηρίξουν τα ταβερνάκια του χωριού τους.
– Ωραίο σουβλάκι μπαμπά, θα ξεφωνίσει το παιδί.
– Καλή τιμή θα σκεφτεί ο μπαμπάς του.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα κι η πλατεία έχει αδειάσει. Ο καφετζής τακτοποιεί τα τραπεζάκια του και ετοιμάζεται να κλείσει. Μια παρέα πιτσιρικάδων χαριεντίζεται κάτω από τον πλάτανο, παίζοντας και με τα δύο τους χέρια τα κινητά. Μη παραπονιόμαστε όμως γιατί την ελευθερία και καλοπέραση που απολαμβάνουν, εμείς τους τη δώσαμε απλόχερα, χαρίζοντάς τους και τα δικά μας χαμένα ποσοστά (…)”
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟ μιας πλατείας καθρεφτίζεται ο “Μέγας” έξω κόσμος. Φύση και άνθρωποι δημιουργούν μια κελαρυστή ατέλειωτη συμφωνία, με παράξενους ήχους και περίεργα ελκυστικές νότες. Μουσικότητα χώρου και γλώσσα στη διαπασών, αν μη τι άλλο, καταγράφουν κάθε μέρα κι από μια σελίδα της ντόπιας ιστορίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Γ. Καπριδάκης, “Ένα γομάρι Θύμησες”, Χανιά, 2021, εκδ. “Χανιώτικα νέα”, σελ. 63-65