∆εν πρόλαβαν να µιλήσουν, µα η σιωπή τους φωνάζει. ∆ε γνώρισαν τη ζωή κι όµως ο θάνατός τους, άφησε πληγή. Ήρθαν στον κόσµο για ν’ αγκαλιαστούν, ν’ αγαπηθούν, ν’ ανασαίνουν µέσα στη ζεστασιά και στην τρυφερότητα κι έφυγαν µέσα στο φόβο. ∆εν πρόλαβαν να γελάσουν, να περπατήσουν, να πουν «µαµά». Τους στερήθηκε το δικαίωµα να ζήσουν. Η καρδούλα τους χτύπησε τόσο λίγο…αλλά η απουσία τους θα «χτυπά» για πάντα… Ήταν φως, αλλά πνίγηκαν στο σκοτάδι άλλων. ∆ε φταίνε που γεννήθηκαν. Φταίνε κάποιοι που δεν προστάτευσαν την ύπαρξή τους. Που δεν είδαν, δεν προλάβαν, δεν καταλάβαν. Παιδιά µε µέλλον που τους το πήραν, όχι ο χρόνος, αλλά η σιωπή µιας κοινωνίας που δεν άκουσε εγκαίρως τις κραυγές, πριν γίνουν εγκλήµατα.
Ξύπνησε άραγε η 25χρονη µάνα ένα πρωί, αποφασισµένη να µπει στο ρόλο της τραγωδού; Ή µήπως ήθελε ν’ αντέξει λίγο ακόµη, µια µέρα, µια νύχτα κι ένα ξηµέρωµα, χωρίς φωνές µέσα της; Μήπως δεν ήταν πάντα έτσι; ∆ε θα κοίταξε άραγε κάποια στιγµή τα παιδιά της και την αδερφή της, µε µάτια που έσταζαν αγάπη; ∆ε θα ένιωσε τρυφερά για τα µωρά που πρόσεχε; Πότε άλλαξε αυτό; Ξαφνικά; Αθόρυβα; Ή µε θόρυβο; Πότε ήρθε το βάρος, η ψυχική κούραση, η ενοχή και η µοναξιά που δεν είχε πρόσωπο παρά µόνο παγωνιά; Το µοιράστηκε και δεν την καταλάβανε, ή δεν το µοιράστηκε γιατί δεν της µάθανε να ζητά βοήθεια; Και τι έφταιξε; Οι συγγενείς που σιώπησαν; Το κράτος που ήταν αόρατο; Οι γνωστοί γύρω της που ήταν αµέτοχοι; Και πότε αυτή η µάνα ένιωσε να γίνεται ο κόσµος της ένας κλειστός κόσµος χωρίς έξοδο κινδύνου; Το σίγουρο είναι ότι σταδιακά πνίγηκε, όχι σε νερά. Πνίγηκε στο µέσα της. Και τότε, σε µια στιγµή, που κανείς δεν µπορεί να εξηγήσει –ούτε η ίδια ίσως- το ασύλληπτο έγινε πράξη. Πέρασε τη γραµµή. Έπνιξε ό,τι αγαπούσε. Πήρε πίσω, τη ζωή που έδωσε και αυτή, αλλά και κάποιες άλλες µάνες. ∆εν τη δικαιολογεί τίποτα. ∆εν υπάρχει καµία συνθήκη που να εξαγνίζει την πράξη. Η ανθρώπινη ψυχή φρίττει. Μα µήπως…όσο κοιτάζει κανείς τη φρίκη κατάµατα, τόσο βλέπει µέσα της κάτι άλλο; Την αβοήθητη πτώση; Είναι τέρας; Ή µήπως θύµα ενός κόσµου που σιωπηλά καταρρέει; Ενός κόσµου που δεν προσέχει γύρω του; Που δεν ακούει; Που αποθεώνει τη µητρότητα αλλά ποτέ δεν τη στηρίζει; Που θεωρεί την κατάρρευση αδυναµία και την κραυγή για βοήθεια, γκρίνια; Κανείς δε γεννιέται για να γίνει φονιάς. Μα κάποιοι στέκονται πολύ καιρό στην άκρη του γκρεµού χωρίς να τους βλέπει κανείς. Κι όταν πέφτουν όλοι σοκάρονται, απορούν και αποστρέφονται. «Πώς είναι δυνατόν», ρωτούν. Μα η σωστή ερώτηση µήπως είναι άλλη; «Πού ήµασταν όταν ακόµη κάτι προλάβαινε να σωθεί;»
Εκείνη, µέσα στη διαταραχή της, µπορεί να ένιωσε ότι τα γλύτωσε τα µωρά. Ότι τα πήρε από έναν κόσµο που δεν τους άξιζε. Όµως, δεν ήταν θεός. Ήταν απλώς µια γυναίκα που δεν άντεξε και έσπασε. Και µέσα στο σπάσιµο ήρθε η καταστροφή. Η κοινωνία δε συγχωρεί. Ίσως ούτε η ίδια τον εαυτό της. Αλλά άραγε, η κοινωνία καταλαβαίνει, ή έχει µάθει απλώς να κρίνει γρήγορα, να θυµώνει, να καταδικάζει κι ύστερα να ξεχνά; Κι ωστόσο εκείνη, θα µείνει εκεί…στο σκοτεινό της δωµάτιο, µε τις σκιές της, µε την όποια διαταραχή της, µε το βάρος της τραγικής πράξης της(;) και µε την αιώνια απώλεια.
Όπως και να ‘χει, δε γράφτηκαν αυτά, για να λυπηθούµε τις µάνες που παίρνουν τη ζωή που έδωσαν. Ούτε για να βρούµε εξηγήσεις στη φρίκη. Γράφτηκαν, για να θυµόµαστε ότι πολλές φορές οι άνθρωποι δε σπάνε µε πάταγο, αλλά µε σιωπή. Γράφτηκαν, για να ραγίσει λίγο η βεβαιότητά µας. Να αφυπνιστούµε. Να σκύψουµε στον άλλο. Να µην προσπερνάµε όποιον δε δείχνει καλά και να είµαστε υποψιασµένοι πως, και όποιος δείχνει καλά, συχνά µπορεί να µην είναι. Και… εν τέλει, όλοι εµείς, µήπως να κάνουµε ένα βήµα πίσω; Όχι βέβαια για να δικαιολογήσουµε. Όχι! Αλλά, για να καταλάβουµε. Πώς φτάνει κανείς ως εκεί; Και για να σκεφτούµε. Πώς µπορούµε, έστω και σε ένα συνάνθρωπό µας, να φωνάξουµε λίγο πριν πνιγεί: «Σε βλέπω! Είµαι εδώ! Μην περάσεις τη γραµµή! Πάµε µαζί να ζητήσεις βοήθεια!» ΠΩΣ;
Κι ωστόσο, πέρα από τις οργισµένες ή ουδέτερες κουβέντες και τις κάθε είδους αναλύσεις, αλλά και τις πολλές αναρωτήσεις γύρω από αυτό το επίκαιρο θέµα, πέντε ζωές, δεν πρόλαβαν ν’ αρχίσουν… Έσβησαν άδικα και νωρίς… Κι αυτό δεν αλλάζει…
*Η Μαρία Σαρρή – Σαββάκη είναι δασκάλα
Ειδικής Αγωγής – συγγραφέας