Στη γεωπολιτική σκακιέρα του 21ου αιώνα, η Ινδία συχνά διαδραµατίζει τον ρόλο ενός χρήσιµου αλλά ευµετάβλητου συµµάχου. Το πρόσφατο επεισόδιο επιβολής δευτερογενών δασµών από τις Ηνωµένες Πολιτείες, εξαιτίας των ενεργειακών σχέσεων της Ινδίας µε τη Ρωσία, αναδεικνύει πληθώρα ζητηµάτων που σχετίζονται µε τη διεθνή πολιτική, τις στρατηγικές ισορροπίες και τη διαπραγµατευτική ισχύ των µεσαίων δυνάµεων σε ένα παγκόσµιο σύστηµα κυριαρχούµενο από υπερδυνάµεις.
Η διπλή στόχευση των ΗΠΑ σε Ρωσία και Κίνα: Η επιβολή δασµών στην Ινδία δεν αποτελεί µεµονωµένο περιστατικό αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο. Πρώτον, στόχευε στη Ρωσία, εκπέµποντας το µήνυµα πως ακόµα και παραδοσιακοί σύµµαχοι µπορούν να «θυσιαστούν» για την άσκηση πίεσης ώστε να τερµατιστεί ο πόλεµος στην Ουκρανία. ∆εύτερον, αποσκοπούσε στο να καθησυχάσει την Κίνα ότι η Ινδία δεν προορίζεται να λειτουργήσει ως εργαλείο στρατιωτικής πίεσης εναντίον της. Η κίνηση αυτή αντανακλά τη «στρατηγική απροβλεψιµότητα» της διακυβέρνησης Τραµπ — µια τακτική που, αν και επικίνδυνη, λειτουργεί αποτρεπτικά. Η Ινδία λειτούργησε περισσότερο ως «σηµείο επίδειξης ισχύος» παρά ως πραγµατικός στόχος.
Η διπλή ταυτότητα της Ινδίας: Η Ινδία συµµετέχει ενεργά στο QUAD — µια στρατηγική συµµαχία µε τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία για την ανάσχεση της κινεζικής επιρροής. Παράλληλα, διατηρεί µακροχρόνιες σχέσεις µε τη Ρωσία, κυρίως στον τοµέα της άµυνας και της ενέργειας. Αυτή η διπλή προσέγγιση την καθιστά ευάλωτη σε πιέσεις από ισχυρότερες δυνάµεις. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και ΗΠΑ-Κίνας θεωρούνται πιο κρίσιµες από εκείνες µε την Ινδία, γεγονός που αποτυπώνει τη σκληρή πραγµατικότητα της διεθνούς πολιτικής: το συµφέρον των ισχυρών επικρατεί.
Η διπλωµατία της ρεαλπολιτικής: Η αµερικανική διπλωµατία, ειδικά υπό τον Τραµπ, ενσωµατώνει τη ρεαλπολιτική σε κάθε της πτυχή. Η απροβλεψιµότητα, η χρήση οικονοµικών µέσων αντί στρατιωτικής επέµβασης, και η αποφυγή σταθερών δεσµεύσεων χαρακτηρίζουν αυτή την προσέγγιση.
Η Ταϊβάν, για παράδειγµα, αύξησε τις αµυντικές της δαπάνες κατά 20% χωρίς σοβαρή κινεζική αντίδραση. Οι δασµοί στην Ινδία, παρά τη φιλική της σχέση µε τις ΗΠΑ, αποτέλεσαν µήνυµα προς την Κίνα ότι δεν αποτελεί στόχο περικύκλωσης — γεγονός που ενδεχοµένως συνέβαλε στη µείωση της έντασης γύρω από την Ταϊβάν. Η Κίνα γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανεχθούν έναν αποκλεισµό της Ταϊβάν, ενώ οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν επιθυµούν έναν ευρύ πόλεµο — ούτε µε την Κίνα, ούτε µε τη Ρωσία.
Η αλληλεξάρτηση οικονοµίας και στρατηγικής: Στη νέα γεωπολιτική πραγµατικότητα, η οικονοµική εξάρτηση διαµορφώνει τη στρατηγική ισχύ. Η Ινδία εξαρτάται από την πρόσβαση στην αµερικανική αγορά και τις επενδύσεις. Η Κίνα βασίστηκε για δεκαετίες σε αµερικανικά κεφάλαια και κατανάλωση. Οι ΗΠΑ έχουν έτσι τη δυνατότητα να ασκήσουν επιρροή χωρίς να εµπλακούν στρατιωτικά. Ενδεικτικά, το δεύτερο τρίµηνο του 2025, οι εισαγωγές από την Κίνα µειώθηκαν κατά 68 δισ. δολάρια (36%) σε σχέση µε το προηγούµενο έτος.
Η επιβολή δασµών προς την Ινδία λειτούργησε ως διπλό µήνυµα: ναι µεν οι ΗΠΑ την υποστηρίζουν στον Ινδικό ∆ρόµο του Μεταξιού (IMEC) και απέναντι σε Πακιστάν και Κίνα — αλλά δεν µπορούν να αγνοήσουν την απότοµη αύξηση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου από 1% σε 42% µετά την έναρξη του πολέµου στην Ουκρανία. Όταν οι ΗΠΑ και η ΕΕ προσπαθούν να στερήσουν από τη Ρωσία τα έσοδα που χρηµατοδοτούν τον πόλεµο, τέτοιες κινήσεις δεν µένουν χωρίς αντίκτυπο.
Το τρίγωνο Ινδίας – Ρωσίας – Κίνας: Η Ινδία εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρούς δεσµούς µε τη Ρωσία, παράλληλα µε µια περίπλοκη και συχνά τεταµένη σχέση µε την Κίνα. Η συµµαχία Πακιστάν–Κίνας, και η χρόνια σύγκρουση µε το Πακιστάν, επιτείνουν την ανασφάλεια της Ινδίας.
Στην πρόσφατη σύνοδο του Οργανισµού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), η Ινδία µπλόκαρε την προσπάθεια του Αζερµπαϊτζάν να γίνει πλήρες µέλος — εξαιτίας των δεσµών του µε το Πακιστάν. Είναι αµφίβολο αν η Ινδία µπορεί να ανταπεξέλθει στον γεωπολιτικό κλοιό χωρίς την υποστήριξη της ∆ύσης. Επίσης ο Ινδός πρωθυπουργός δεν παραβρέθηκε στην στρατιωτική παρέλαση. Αντιθέτως πήραν µέρος αυταρχικοί ηγέτες τονίζοντας την πολιτισµική αντιπαράθεση τους µε τις δηµοκρατίες της ∆ύσης.
Η Ινδία ως τεχνολογικός πυλώνας: Παρά τις γεωπολιτικές προκλήσεις, η Ινδία επενδύει στον τεχνολογικό της εκσυγχρονισµό. Η έναρξη παραγωγής ηµιαγωγών, σε συνεργασία µε κολοσσούς όπως η Micron και η Tata, σηµατοδοτεί ένα κρίσιµο βήµα. Η Ιαπωνία επενδύει δισεκατοµµύρια στον ινδικό τοµέα τεχνολογίας, ενισχύοντας τον ρόλο της Ινδίας ως βασικού τεχνολογικού εταίρου στην Ασία.
Ο ρόλος των µεσαίων δυνάµεων στον 21ο αιώνα: Η περίπτωση της Ινδίας αποδεικνύει πως οι µεσαίες δυνάµεις λειτουργούν διαρκώς υπό πίεση. Παρά τα µεγάλα πληθυσµιακά και στρατηγικά πλεονεκτήµατα, η επιρροή τους εξαρτάται από την ικανότητά τους να ελίσσονται µέσα σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον. Η Ινδία καλείται να αποφασίσει: θα εξελιχθεί σε αυτόνοµο γεωπολιτικό κέντρο ή χρειάζεται να επανεξετάσει την στρατηγική της κυρίως ενόψει και των νέων βαριών κυρώσεων που ετοιµάζονται κατά της Ρωσίας;
Το µήνυµα είναι σαφές: η ανεξαρτησία δεν είναι δεδοµένη· κατακτάται µε στρατηγική διορατικότητα, τεχνολογική αυτάρκεια και εσωτερική συνοχή. Ένα µήνυµα που αφορά και την χώρα µας.
*Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι oικονοµολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστηµονικών ∆εδοµένων