Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, καθώς και εκείνα που τα ακολούθησαν και που καθιερώθηκαν ως «Ιουλιανά», ήταν από τα πιο σηµαντικά της περιόδου µετά το 1950 και µέχρι τις παραµονές της δικτατορίας του 1967-1974.
Η σηµασία τους καθορίζεται από τη µεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασµό µε την άµεση εµπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασµούς του στην περιοχή (Κυπριακό) που έστρωσαν το δρόµο για την επιβολή της δικτατορίας.
Ταυτόχρονα, τα «Ιουλιανά» προσφέρουν επίκαιρα διδάγµατα ως προς το ρόλο του λαϊκού παράγοντα εκείνης της περιόδου, από την άποψη του βαθµού συνειδητοποίησης.
Τα «Ιουλιανά» δεν ήταν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Ηταν κρίκος µιας αλυσίδας, που η µια άκρη της θα µπορούσε να τοποθετηθεί τουλάχιστον στην αρχή της 10ετίας του ‘50 (αν όχι και νωρίτερα), ενώ η άλλη φθάνει µέχρι την εκδίωξη του βασιλιά από τη «χούντα» το ∆εκέµβρη του 1967 και, από µια συνολικότερη οπτική, µέχρι το 1974, όταν η χούντα κατέρρευσε.
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Το βράδυ της Πέµπτης 15 του Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου πήγε στα Ανάκτορα και υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Η παραίτηση ήταν το αποτέλεσµα της ρήξης ανάµεσα στην κυβέρνηση της «Ένωσης Κέντρου» και στο Παλάτι, εξαιτίας της άρνησης του βασιλιά να υπογράψει το Βασιλικό ∆ιάταγµα ανάληψης του υπουργείου Εθνικής Άµυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Είχε προηγηθεί η γνωστή προβοκάτσια στον Έβρο µε πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το µετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιµώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχθεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαµποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Π. Μπέκιος και Κ. Ματάτης, οι οποίοι είχαν «οµολογήσει», µετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούντο από το ΚΚΕ! Ο Παπανδρέου έδωσε εντολή να µπει η υπόθεση στο Αρχείο!.. Μετά την προβοκάτσια του Παπαδόπουλου, ο Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Άµυνας Πέτρο Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε! «Καλούσε βουλευτές της Ένωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο το γραφείο του στο υπουργείο». Ο Κωνσταντίνος επέµενε να παραµείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όµως ο πρωθυπουργός. Το επιχείρηµα που προβλήθηκε από το Παλάτι, ως αιτιολόγηση της άρνησης, ήταν πως ο πρωθυπουργός κινδύνευε να εκτεθεί από ηθική άποψη, επειδή θα αναλάµβανε προϊστάµενος ενός υπουργείου, στη δικαιοδοσία του οποίου βρισκόταν η επόπτευση των ανακρίσεων για την υπόθεση «ΑΣΠΙ∆Α». Και όπως είναι γνωστό, στην υπόθεση «ΑΣΠΙ∆Α» είχε εµπλακεί το όνοµα του Ανδρέα Παπανδρέου, γιου του πρωθυπουργού και αναπληρωτή υπουργού Συντονισµού, και µάλιστα ως επικεφαλής αυτής της κίνησης στο Στρατό. Στην ουσία, ο Κωνσταντίνος υπαινισσόταν ότι ο πατέρας Παπανδρέου θα κουκούλωνε την υπόθεση. Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισµένος πρωθυπουργός», όπως είπε. Έτσι ο λαός είδε να παραιτείται ο πρωθυπουργός – µαζί και η κυβέρνησή του – επειδή ο Κωνσταντίνος δε δεχόταν να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Άµυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!.. Την ίδια ώρα, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδηµαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηµατίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Νόβα ψήφισαν 131 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, 24 «αποστάτες» του «Κέντρου», ο Γαρουφαλιάς που είχε διαγραφτεί από το «Κέντρο» και 8 του «Κόµµατος των Προοδευτικών»). Κατά της κυβέρνησης ψήφισαν 167 (145 του «Κέντρου» και οι 22 της Ε∆Α). Είχαν προηγηθεί µεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις. Σε εκείνη της 21ης του Ιούλη δολοφονήθηκε από την Αστυνοµία ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ Σωτήρης Πέτρουλας, ενώ υπήρχαν και πολλοί τραυµατίες. Το µεσηµέρι της 18ης Αυγούστου 1965 ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριµώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». ∆ύο 24ωρα µετά, η κυβέρνηση Τσιριµώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή. Υπέρ της κυβέρνησης Τσιριµώκου ψήφισαν 135 βουλευτές (98 της ΕΡΕ, ο Γαρουφαλιάς και 36 «αποστάτες» του «Κέντρου»). Κατά ψήφισαν 159 (134 του «Κέντρου», οι 22 της Ε∆Α και 3 του «Κόµµατος Προοδευτικών»). Στις 17 του Σεπτέµβρη πήρε εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ένωσης Κέντρου». Και στις 25 του µήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή µε ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόµµατος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά, ψήφισαν οι 126 εναποµείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της Ε∆Α. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» µέχρι τις 20 του ∆εκέµβρη 1966. Την αντικατέστησε, στις 22 του µήνα, η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία µετά από συµφωνία (υπογράφτηκε µνηµόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου – Παναγιώτη Κανελλόπουλου – Ανακτόρων, µε την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαµπράκη2 και Ελένης Βλάχου3. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967. Την ψήφισε και η «οµάδα του Ανδρέα Παπανδρέου», παρότι διαφωνούσε µε τις συγκεκριµένες επαφές και αποφάσεις του πατέρα του. Στις 30 του Μάρτη η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχηµάτισε αµιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 28 του Μάη 1967. ∆εν έγιναν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγµατοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπηµα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 -1974).
ΑΙΤΙΕΣ
Έχουν υποστηριχτεί διάφορες απόψεις για τις αιτίες που οδήγησαν στα «Ιουλιανά», ενώ ορισµένοι µελετητές δικαίως υπογραµµίζουν πως το θέµα δεν έχει ερευνηθεί ακόµη ολοκληρωµένα και ότι είναι πιθανό νέα άγνωστα στοιχεία να προσθέσουν στο µέλλον και άλλες πλευρές. Ωστόσο, µε τα δεδοµένα που υπάρχουν µπορούµε να οδηγηθούµε σε µια σειρά βασικά συµπεράσµατα. Το διεθνές πολιτικό κλίµα σφραγιζόταν από τη συνολική αντιπαράθεση σοσιαλισµού – καπιταλισµού, µε αιχµές το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, καθώς και το Βιετνάµ. Τα ενδιαφέροντα και των δύο πλευρών στην περιοχή µας εστιάζονταν ιδιαίτερα στην Κύπρο και στις σχέσεις Αραβικών κρατών – Ισραήλ, που είχαν ενταθεί εξαιρετικά και δύο χρόνια αργότερα οδήγησαν στον πόλεµο των 6 ηµερών µεταξύ Αιγύπτου – Ισραήλ. Στο εσωτερικό συνεχίζονταν έντονα οι πιο ακραίες αντικοµµουνιστικές φωνές, που κυρίως εκπορεύονταν από το Παλάτι, την ΕΡΕ και το φιλικό της Τύπο, από την Πρεσβεία των ΗΠΑ και τις υπηρεσίες τους, βεβαίως και από το χώρο του Στρατού. Η υπερβολή και οι φανερές προβοκάτσιες οργίαζαν. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηριζόταν ως «ο νέος Κερένσκι»! Στους «Λαµπράκηδες» και γενικά στην Ε∆Α αποδίδονταν σχέδια ένοπλης κατάληψης της εξουσίας! Ο «από Βορράν κίνδυνος» βρισκόταν στην ηµερήσια διάταξη. Οµάδες «αντιφρονούντων πολιτών» έκαναν τακτική την παρουσία τους. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι οι ΗΠΑ εκείνο το διάστηµα είχαν ειδικούς λόγους αυτό το κλίµα να διατηρείται και να φουντώνει. Από τα κύρια προβλήµατα (αν όχι το κύριο) που τις απασχολούσε να λυθούν ήταν το Κυπριακό. Η κυβέρνηση της «Ένωσης Κέντρου» είχε έρθει σε αντίθεση µε τις ΗΠΑ για το Κυπριακό. ∆εν ήταν η πρώτη φορά που ελληνική κυβέρνηση ερχόταν σε προστριβή µε τις ΗΠΑ για το ανοιχτό αυτό θέµα. Από ένα σηµείο και έπειτα οι ΗΠΑ είχαν αλλάξει τα σχέδιά τους για την Κύπρο. ∆εν υιοθετούσαν πια το αίτηµα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων για «ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα». Ήθελαν λύση ΝΑΤΟική. Κατά τη συνάντηση µε τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στην Ουάσιγκτον, που απειλούσε και µε ελληνοτουρκικό πόλεµο, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να δεχθεί συνοµιλίες µε την Τουρκία στη βάση του αµερικανικού «σχεδίου Ατσεσον», που πρόβλεπε µορφή διχοτόµησης της Κύπρου. Το «σχέδιο Ατσεσον» ο Γ. Παπανδρέου αρχικά το είχε αποδεχθεί, όπως είχε αποδεχθεί και τις Συµφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αλλά προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του Μακάριου. Η στάση, που τότε κρατούσε ο Μακάριος, σε συνδυασµό µε τη στενή συνεργασία του µε τη σοβιετική κυβέρνηση, που τον υποστήριζε, αποτελούσε έκφραση των επιδιώξεων της αστικής τάξης της Κύπρου να ασκήσει αυτόνοµη πολιτική στην περιοχή µέσω της ισχυροποίησης και ανεξαρτητοποίησης του κυπριακού έθνους. Αυτό ακριβώς οδηγούσε και στην απόρριψη και της ΝΑΤΟικής λύσης της κυπριακής «ανεξαρτησίας» και στη λύση της διπλής ένωσης. Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, ο Γ. Παπανδρέου ότι η αποδοχή του «σχεδίου» θα σήµαινε πολιτική αυτοκτονία, άλλαξε θέση. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Παπανδρέου έστειλε στην Κύπρο µια µεραρχία στρατού, γεγονός που όξυνε περισσότερο τις σχέσεις της Ελλάδας µε τις ΗΠΑ – Τουρκία. Από την άλλη, δεν ήταν αρεστές και ορισµένες θέσεις που εξέφραζε ο Α. Παπανδρέου, οι οποίες θεωρήθηκαν πολύ προχωρηµένες για τα τότε δεδοµένα, κυρίως τα διεθνή («η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» κ.ά.). (∆εν είχε φτάσει η στιγµή που η αστική τάξη θα επέβαλε την αναβάθµισή της στο ιµπεριαλιστικό σύστηµα, «απολακτίζοντάς» την από τον εµφύλιο αναγκαστική «κηδεµονία» των ΗΠΑ στην από κοινού χάραξη της αστικής πολιτικής. Αυτός ακριβώς ο στόχος, µέσα από διαπάλη, ήταν το περιεχόµενο του «αντιαµερικανισµού» του Α. Παπανδρέου, που αργότερα υλοποιήθηκε πρωταρχικά από τον Κ. Καραµανλή και στη συνέχεια από το ΠΑΣΟΚ. Και ναι µεν η θέση της Ελλάδας στο ιµπεριαλιστικό σύστηµα παρέµενε κατά πολύ υποδεέστερη σε σύγκριση µε τις ΗΠΑ, µε όσες συνέπειες είχε και έχει αυτό, ωστόσο η εγχώρια αστική τάξη σαφώς αυτονοµήθηκε και στις σχέσεις της µε τις ΗΠΑ). Κατά συνέπεια οι εξελίξεις υποχρέωναν και την κυβέρνηση των ΗΠΑ να εγκαταλείψει την τακτική υποστήριξης του «Κέντρου», επιστρέφοντας στην τακτική της υπονόµευσής του και της υποστήριξης της «∆εξιάς». Αλλά τώρα έβγαινε στην επιφάνεια και µια ακόµη εφεδρεία, για την περίπτωση που τα πράγµατα δε θα έπαιρναν τον καλύτερο δρόµο για τα αστικά συµφέροντα: Ο Στρατός. Ο Γ. Παπανδρέου ήρθε σε σύγκρουση µε το Παλάτι, αν και κάτι τέτοιο δεν ήταν στις συνήθειες του. Και, εξάλλου, ο ίδιος είχε διορίσει υπουργό Άµυνας τον Γαρουφαλιά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή ήταν η επιθυµία των Ανακτόρων.
Βεβαίως, ας µη θεωρηθεί ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε αποφασίσει να τα «σπάσει» µε το Παλάτι. Και µόνο το γεγονός ότι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και δεν έδειξε αποφασιστικότητα απέναντι στη βασιλική πρόκληση, έδειχνε τις προθέσεις και το βαθµό της αντίθεσής του. Επίσης, και τα γεγονότα που ακολούθησαν καταρρίπτουν την εκδοχή της σύγκρουσης µέχρι το τέλος. Γιατί λίγο καιρό αργότερα ο Γ. Παπανδρέου τα βρήκε και µε τον Κωνσταντίνο και µε τον Κανελλόπουλο, όπως προαναφέρθηκε.
Από την άλλη, προχωρώντας στη ρήξη, ασφαλώς και γνώριζε ότι τα Ανάκτορα θα έδιναν τη µάχη από θέση ισχύος. Τα Ανάκτορα αντλούσαν ένα µεγάλο µέρος της δύναµής τους από το γεγονός ότι κανένα κόµµα στην περίοδο των συγκρούσεων δεν έθετε πολιτειακό ζήτηµα, ενώ ήταν γνωστό ότι η «Ένωση Κέντρου» κάθε άλλο παρά είχε οµοιογένεια. Ένας αριθµός στελεχών της έβλεπε θετικά το βασιλικό θεσµό και αρκετούς χαρακτήριζαν οι δεσµοί µαζί του, ενώ δεν έλειπαν και οι καιροσκόποι.
Γνώριζε ακόµη ο Γ. Παπανδρέου πως και ο Καραµανλής ακόµη δεν είχε κατορθώσει να υπερισχύσει. Η σύγκρουση του Καραµανλή µε τα Ανάκτορα για τις βασιλικές σπατάλες ήταν η πρόφαση. Το ουσιώδες ήταν εκείνο που εκφράστηκε µε τη φράση «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτό τον τόπο»; (αν ειπώθηκε κατά λέξη ή όχι, δεν έχει σηµασία, ισχύει το πνεύµα της φράσης).
Πρόφαση ήταν, επίσης, και η άρνηση του Καραµανλή να ταξιδέψει η Φρειδερίκη στο Λονδίνο, για να παρευρεθεί στο γάµο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας του Κεντ. Πρόβαλε ως λόγο το να αποφύγει εκδηλώσεις εναντίον της, όπως το προηγούµενο περιστατικό µε την Μπέττυ Αµπατιέλου. (Πρόκειται για διαδήλωση στο Λονδίνο, όπου οι διαδηλωτές περίµεναν τη Φρειδερίκη και την αιφνιδίασαν έξω από το ξενοδοχείο «Κλάριτζ», για να της δώσουν υπόµνηµα για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουµένων στην Ελλάδα).
Όπως και να είναι, οι εξελίξεις έκαναν καθαρό πως η κυβέρνηση της «Ένωσης Κέντρου» δεν µπορούσε πια να πορευθεί έχοντας επικεφαλής του τόσο νευραλγικού υπουργείου έναν άνθρωπο που υπονόµευε την κυβερνητική πολιτική.
Το καίριο ζήτηµα εποµένως ήταν και πάλι ο Στρατός. Ποιος θα τον ελέγχει. Στις επιστολές που απέστειλαν (3 ο Κωνσταντίνος προς Γ. Παπανδρέου και 2 ο δεύτερος προς τον πρώτο), το θέµα «Στρατός» τίθεται καθαρά. Έγραψε ο Γ. Παπανδρέου στην πρώτη απαντητική επιστολή του προς τον Γκλύξµπουργκ: «Καθώς εκ των ανωτέρω συνάγεται, υφίσταται πράγµατι θέµα λειτουργίας του δηµοκρατικού µας Πολιτεύµατος. Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τοµείς του Κράτους. ∆εν αποτελεί το Υπουργείον Εθνικής Αµύνης στεγανόν διαµέρισµα, εξαιρούµενον της εξουσίας της Κυβερνήσεως».
Οι εξελίξεις έθεταν ζήτηµα αποφασιστικής αντιπαράθεσης µε τα Ανάκτορα. Από την άλλη, ο Γ. Παπανδρέου και συνολικά η ηγεσία της «Ένωσης Κέντρου» ούτε που διανοούνταν τέτοιο πράγµα. Ήρθαν σε σύγκρουση µε το Παλάτι, αλλά πάντα µέσα στα όρια του πολιτεύµατος. Όντας µέσα σε αυτή την αντίφαση, έκαναν ένα βήµα µπροστά και ένα πίσω.
Στα «Ιουλιανά» ο Γ. Παπανδρέου εξέφραζε επιγραµµατικά τον πυρήνα της σύγκρουσης: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπον; Ο βασιλεύς ή ο λαός; Στο πολίτευµα της βασιλευοµένης δηµοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά µέσω των νοµίµως εκλεγοµένων εκπροσώπων του». Και στη συνέχεια επικαλούνταν το Σύνταγµα, που όριζε «το ανεύθυνον του Ανωτάτου Αρχοντος».
Οι «αποστάτες» από την πλευρά τους ισχυρίστηκαν ότι συγκρούστηκαν µε τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώµαλες εξελίξεις. Όπως έλεγαν, εκεί οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου µε το Παλάτι.
∆εν υπάρχει δεύτερη γνώµη ότι για την «αποστασία» χρησιµοποιήθηκαν και άφθονο χρήµα και προσφορά αξιωµάτων. Όπως και δεν χωρεί αµφιβολία ότι η πράξη τους ερµηνεύθηκε ως πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόµµα τους και στους ψηφοφόρους του.
Οι «αποστάτες» ενεργήσανε µε συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συµφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγµή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν µε το συγκεκριµένο τρόπο. Γι’ αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισµός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγµατικότητα.
Και όχι µόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηµατικά από το «Κέντρο» και το ΠΑΣΟΚ και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης των «αποστατών», για να κρυφτεί ο εξίσου βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου» και η πολιτική της, όπως και του ΠΑΣΟΚ αργότερα.
Τόσο το «Κέντρο» όσο και το ΠΑΣΟΚ αποσιώπησαν ότι το φαινόµενο της λεγόµενης «αποστασίας» κάθε άλλο παρά πρωτοφανές ήταν. Και µάλιστα, ότι από τους πρώτους διδάξαντες µετά τον πόλεµο ήταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε µε τον «Ελληνικό Συναγερµό» του Παπάγου, παίρνοντας µαζί του και άλλους φίλους του βουλευτές.
Η µεταπήδησή τους δεν ήταν η µόνη. Τότε ακριβώς 35 πρώην υπουργοί και βουλευτές του «φιλελεύθερου» χώρου τάχθηκαν µε τον Παπάγο. Βασικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το Συγκρότηµα Λαµπράκη, που ταυτόχρονα επιτίθονταν στο «Κέντρο», επειδή δεχόταν στους συνδυασµούς του παράγοντες της «∆εξιάς»… Ενώ το 1958 οι Γ. Ράλλης και Παν. Παπαληγούρας, µαζί µε άλλους 13 βουλευτές της ΕΡΕ «έριξαν» την κυβέρνηση Καραµανλή, που προχώρησε σε πρόωρες εκλογές.
Ωστόσο, τα τότε γεγονότα φρόντισαν όλοι οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ και του «Κέντρου» να ξεχαστούν…
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ 70 ΗΜΕΡΩΝ – Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ Ε∆Α
Οι µαζικές λαϊκές αντιδράσεις στο βασιλικό πραξικόπηµα µε την πάροδο των ηµερών έφθιναν και σε κάποια στιγµή σταµάτησαν, όταν η κυβέρνηση σταθεροποιήθηκε. Το κίνηµα των 70 ηµερών (16/7 – 25/9) ήταν µια λαϊκή έξαρση, που, αν και χρωµατίστηκε από την ηρωική και επίµονη δράση πλατιών µαζών, δεν έβγαινε από τα Συνταγµατικώς οριζόµενα. Το ζήτηµα πρέπει να εξετασθεί αντικειµενικά, παραµερίζοντας από το οπτικό πεδίο της έρευνας τη συναισθηµατική αχλύ που δηµιούργησε το χυµένο αίµα και η αυταπάρνηση, και που περιβάλλει εξ αντικειµένου γεγονότα τα οποία σηµάδεψαν µια ιστορική στιγµή. Το πολιτικό στίγµα της σύγκρουσης δεν µπορεί να αναζητηθεί έξω από τα συνθήµατα που κυριάρχησαν στις συνεχείς µεγάλες και µικρές διαδηλώσεις της εποχής, καθώς και έξω από τις επιδιώξεις των πολιτικών κοµµάτων που οργάνωσαν τις κινητοποιήσεις και συµµετείχαν σε αυτές (Ε∆Α, «Ένωση Κέντρου»). Τη σφραγίδα σε εκείνα τα γεγονότα την έβαλαν τα κυρίαρχα συνθήµατα: «114», «Κάτω οι αυλόδουλοι», «∆ηµοκρατία», «Παπανδρέου», «Προδότες», «αποσταCIA», «κάτω η Χούντα» κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η σάτιρα, που έβγαλε πολύ γέλιο, στη σκιτσογραφία και στις επιθεωρήσεις. Σε αυτή τη βάση ο Γ. Παπανδρέου χρησιµοποίησε το λαϊκό κίνηµα: «Ο Ανσουτζ ρώτησε τον Παπανδρέου αν θα συνέχιζε να ασκεί πίεση εναντίον της κυβέρνησης Στεφανόπουλου και να επιδιώκει την ανατροπή της. Ο Γ. Παπανδρέου τον διέκοψε, λέγοντας πως δεν ασκεί πίεση, απλώς καλεί τον κόσµο να διαδηλώσει»!… Υπήρχαν, βεβαίως, και συνθήµατα, όπως «έξω οι Αµερικανοί», «Κάτω η µοναρχία», «παρ’ τη µάνα σου και µπρος», σαφώς πιο προωθηµένα από τα προηγούµενα, που φωνάζοντας κυρίως από δυνάµεις της «νεολαίας Λαµπράκη». Η ηγεσία της Ε∆Α δεν έβλεπε άλλη διέξοδο για το λαό από την αναφανδόν υποστήριξη της «Ένωσης Κέντρου». Συµπαρατάχθηκε µαζί της σε όλα τα επίπεδα. Οπως γράφτηκε: «Όσο για την Ε∆Α, κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει τις είκοσι δύο βουλευτικές ψήφους της από την ίδια µεριά της πλάστιγγας µε τους βουλευτές που έµεναν πιστοί στον Γ. Παπανδρέου». Την 16η του Φλεβάρη 1964 η ηγεσία της Ε∆Α τη θεωρούσε µια µεγάλη χρονολογία στη ζωή του τόπου, που «µπορούσε να ανοίξει το δρόµο προς την αλλαγή, προς την πρόοδο και το µεγαλείο της πατρίδος και του λαού».
Στρατηγική γραµµή της Ε∆Α ήταν η πολιτική της συνεργασίας των δηµοκρατικών δυνάµεων, για το προχώρηµα της οποίας απωθούνταν σε δεύτερη µοίρα ακόµη και η κριτική προς το «Κέντρο» για τη µη τήρηση των προεκλογικών του δεσµεύσεων. Επιπλέον, για να µη… δυσκολεύει τα πράγµατα, η ηγεσία της Ε∆Α έθετε τελείως απαλά το θέµα της νοµιµοποίησης του ΚΚΕ, δεν το πάλευε, ενώ θεωρούσε «µαξιµαλιστική» και «αριστερίστικη» την πάλη για την ντε φάκτο επιβολή της νοµιµοποίησης του ΚΚΕ. Ετσι, η µόνη «προοπτική» που απέµενε στο λαό, ήταν εκείνη που επαφιόταν στους χειρισµούς της ηγεσίας του «Κέντρου». Στο ίδιο θέµα τοποθετήθηκε αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εγραψε: «Το πολιτικό πρόγραµµα της Ε∆Α, µετά από λεπτοµερειακή επεξεργασία, ήταν στην ουσία του σχεδόν απαράλλαχτο µε το δικό µας. Η µόνη σηµαντική διαφορά ανάµεσα στα προγράµµατά µας αναφερόταν στη συµµετοχή µας στο NATO. Αλλά και σ’ αυτό το θέµα η Ε∆Α υιοθέτησε µαλακή, προσεκτικά διατυπωµένη γραµµή. …Η απροθυµία µας να αποτελέσοµε µαζί της λαϊκό µέτωπο ήταν (κυρίως) πως δεν είχαµε ανάγκη να συνεργασθούµε µε την Ε∆Α, ούτε µε κανένα άλλο κόµµα για να πετύχουµε απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές».
Πολιτικός στόχος της Ε∆Α ήταν η «εθνική δηµοκρατική αλλαγή», που θα πραγµατοποιούνταν «µόνο µε µια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας». Στις δυνάµεις της πατριωτικής συνεργασίας περιλάµβανε και την «εθνική αστική τάξη», ενώ ως περιεχόµενο «της αλλαγής» προσδιόριζε «µέτρα στο οικονοµικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξασφαλίζουν την κίνησή του προς τα εµπρός σύµφωνα µε τη θέληση της πλειοψηφίας του Λαού». Η απόφαση του Συνεδρίου συνέχιζε: «Αυτή η σαφής προοπτική της Ε∆Α επιβεβαιώνει την πίστη της στις δηµοκρατικές µεθόδους. Υπογραµµίζει – όπως εξάλλου όλη η ιστορία της – το σεβασµό και την εµµονή της στους κοινοβουλευτικούς θεσµούς, εναντίον των οποίων από ποικίλες πλευρές εκδηλώνονται επιβουλές». Βεβαίως, αυτή η γραµµή δεν ήταν µόνο της Ε∆Α. Ηταν πρωταρχικά του ΚΚΕ. Παράλληλα το ΚΚΕ είχε παραιτηθεί από το καθήκον της δηµιουργίας κοµµατικών οργανώσεων, αφού προηγουµένως είχε διαλύσει όσες υπήρχαν και τα µέλη τους είχαν ενταχθεί στην Ε∆Α (Απόφαση 8ης ολοµέλειας της ΚΕ – 1958). Παράλληλα η Ε∆Α έπαψε να αποτελεί συνασπισµό κοµµάτων και µετατράπηκε σε ενιαίο κόµµα, στην πράξη από το 1956. Συγκεκριµένα η 8η Ολοµέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υπογράµµιζε: «Οι κοµµουνιστές και οι συµπαθούντες πρέπει να µπουν στην Ε∆Α για να δουλέψουν µέσα στις γραµµές της, για να τη µετατρέψουν σε µαζικό κόµµα, ικανό να οργανώσει τις δυνάµεις και να καθοδηγήσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, και των άλλων εργαζοµένων στρωµάτων. ∆εν πρέπει να επιδιώξουµε να οργανωθούνε οι κοµµουνιστές ιδιαίτερα µέσα στην Ε∆Α, γιατί αυτό θα µπορούσε να διευκολύνει τα χτυπήµατα της Ασφάλειας ενάντια στους κοµµουνιστές και θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια τη νόµιµη ύπαρξη της Ε∆Α (…). Η Ε∆Α είναι ενιαίο κόµµα, µε πλατύ όµως χαρακτήρα».
Μπορούµε να υποστηρίξουµε, ότι και τα πιο προχωρηµένα συνθήµατα και διαθέσεις της περιόδου των «Ιουλιανών» εξέφραζαν ως προοπτική το πολίτευµα που εγκαθιδρύθηκε αργότερα µε τη συµβολή της Ν∆ και των «Κέντρου» – ΠΑΣΟΚ. Και πρέπει να επισηµάνουµε, ότι η ίδρυση και η ανάπτυξη του ΠΑΣΟΚ πήγασε από τα χρόνια εκείνα, τότε δηλαδή που: Οι Παπανδρέου λατρεύτηκαν και πλατιές λαϊκές µάζες, σε αυτές και ένα τµήµα της Αριστεράς, είδαν τα όνειρά τους να παίρνουν σάρκα και οστά στον αστικό εκσυγχρονισµό που εξέφραζε το «Κέντρο» και κυρίως η «αριστερή» του πτέρυγα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965-1966 είχαν στρώσει το δρόµο στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι 4 διαλέξεις του διακεκριµένου, θεωρητικού της Σάββα Κωνσταντόπουλου στο «Χίλτον», το Μάρτη του 1966, την είχαν προαναγγείλει. Ηταν σαφέστατες ως προς αυτό που ετοιµαζόταν και επρόκειτο να ακολουθήσει.
Και βεβαίως τα πράγµατα εξελίχθηκαν, όπως «προφήτεψε» ο θεωρητικός της, ο οποίος, κλείνοντας την 4η διάλεξη έλεγε: «Είναι η στιγµή να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του. Αν πέση η ∆ηµοκρατία, δεν θα υπάρξουν νικητές και ηττηµένοι. Θα είµαστε όλοι ηττηµένοι. Θα έχουµε αποδείξει, λαός και πολιτικοί ηγέτες, ότι δεν είµαστε άξιοι και ώριµοι για ∆ηµοκρατία»Σαφής… Το τµήµα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναµη στον πιο ισχυρό µηχανισµό του κράτους, στο Στρατό, σε συνεργασία µε τις υπηρεσίες των ΗΠΑ, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσµού) µέσω της δικτατορίας, καταργώντας για περισσότερα από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Όταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε στην κυριαρχία της µια άλλη, που συνεχίζεται.
*Ο Σπύρος ∆αράκης
Είναι πρώην πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
πρώην ∆ήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του
∆.Σ του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και
χωριών