Το µοναστήρι ανήκε στην Μονή της Πάτµου όπου την περιοχή είχαν δωρίσει η Κοµνηνοί.
Περί το 1180 οι καλόγεροι της µονής, επειδή οι ντόπιοι δεν συµβιβάζονταν µε την εκχώρηση, κάλεσαν σε βοήθεια την Κωνσταντινούπολη και ο στόλος της Αυτοκρατορίας – ΑΝΑΤΟΛΙΚΌ ΡΩΜΑΪΚΟ ΚΡΆΤΟΣ – αποβιβάστηκε στα «Γυρίσµατα» – παραλία µεταξύ Καλαµίου Αποκορώνου και Καλυβών.
Στην συνέχεια οι επαναστάτες καταδιώκτικαν µέχρι τον οικισµό Μαδαρό των Κάµπων.
Οι καλόγεροι προς κατοχύρωση των όρων της ιδιοκτησίας των ανήγειραν συνεχόµενους ναούς του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου σε Αρµενους, Άπτερα ,Στύλο, Σαµωνά, Κάµπους, Μαδαρό.
Τα όρια της τότε ιδιοκτησίας της Μονής υπάρχουν καταγεγραµµένα σε έγγραφα της εποχής και είναι ευδιάκριτοι φυσικοί σχηµατισµοί οι ονοµασίες των οποίων ισχύουν µέχρι σήµερα όπως «Χώνος», «Καβαλάρης Βόλακας», Κρεµαστός Αρώλιθος», και άλλα.
Περί το 1960 οι κάτοικοι του Στύλου Αποκορώνου αγόρασαν τις περιουσίες της Μονής, τα δε λοιπά ορεινά κτήµατα είχαν ιδιωτικοποιηθεί από τους κατοίκους της περιοχής.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΉ ΚΑΤΟΧΉ 1942
Τα δύσκολα χρόνια της Γερµανικής κατοχής το µοναστήρι είχε τεράστιες περιουσίες άρα και µεγάλα εισοδήµατα. Άλλωστε µέχρι και σήµερα σώζεται ανατολικά της Μονής αλώνι πέντε φορές µεγαλύτερο από τα συνηθισµένα.
Το 1942, την περίοδο της µεγάλης πείνας πρώτος πήγε µε το γάιδαρο του στο µοναστήρι ο µακεδονοµάχος Μανώλης Ματσαµάς.
Είπε στον καλόγερο που ήταν υπεύθυνος ότι είχε ξενοδοχείο κλπ, που τα έχασε, όλα µε τους Γερµανούς ότι είχε πολεµήσει, του έδειξε το σηµάδι από τη σφαίρα στο στήθος και του ζήτησε σιτάρι για αυτόν τον αδελφό του και την νύφη του που έµεναν µαζί στην Ραµνή Αποκορώνου.
Ο καλόγερος του είπε ότι µπορεί να του δώσει µία πολύ µικρή ποσότητα, ήτοι γελοία και ο Καπετάνιος του απάντησε ότι εγώ δεν ήρθα εδώ για το γέµι (ηµερήσιο γεύµα) του γαϊδάρου µου και έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα.
Στην συνέχεια πήγαν περί τα 35 άτοµα από την Ραµνή στο µοναστήρι και αφού παραβίασαν την είσοδο της αποθήκης όπου υπήρχαν τρία πατητήρια γεµάτα σιτάρι πήραν µιά ποσότητα την οποία πήγαν στην Ραµνή και την µοίρασαν σε όλους.
Λίγες µέρες µετά λόγω πείνας προσέτρεξαν στο µοναστήρι κάτοικοι από την γύρω περιοχή και ζητούσαν σιτάρι.
Τότε πλάκωσαν οι Γερµανοί και τους συνέλαβαν. Γέµισαν δύο φορτηγά και τους πήγαν στην Αγυιά κατευθείαν για εκτέλεση.
Την τελευταία στιγµή πρόλαβαν οι Συτζανάκης τότε ιερέας και Κλωνάρης τότε καθηγητής, και ειδοποίησαν τον ∆εσπότη Ξηρουχάκη και τους έσωσε.
Στη συνέχεια τα αφεντικά του µοναστηριού και διάφοροι άλλοι ειδοποίησαν τους κατοίκους της Ραµνής οι οποίοι υποχρεώθηκαν και πήραν πίσω το σιτάρι που είχαν µοιράσει, εκτός από τους πολύ φτωχούς που τους έδωσαν παραπάνω και το επέστρεψαν που;
Σε ένα πεδινό χωριό, σε κάποιους…συνεργάτες της κατάστασης…
*Ο Μιχάλης Κατσανεβάκης είναι αρχιτέκτων µηχανικός, συγγραφέας – ιστορικός ερευνητής.