26.4 C
Chania
Κυριακή, 7 Σεπτεμβρίου, 2025

Ο Αυτοκράτορας της Χαράς

» Ocean Vuong (µτφρ. ∆ηµήτρης Μαύρος, εκδόσεις Gutenberg)

«Το πιο δύσκολο πράγµα στον κόσµο είναι να ζήσεις µονάχα µια φορά». Κουβάλησα αυτή τη φράση, την εναρκτήρια, στο µυαλό µου κατά την επιστροφή στο σπίτι, νωρίτερα, ενθουσιασµένος που έπιανα επιτέλους το βιβλίο στα χέρια µου, γύρισα την πρώτη σελίδα, το κριτήριο της πρώτης πρότασης, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία πια. Κουβάλησα αυτή τη φράση µε κάποια δυσθυµία, ανάλογη µε εκείνη που είχα νιώσει όταν αντίκρισα τον τίτλο Στη γη είµαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, ένιωθα έντονη τη γεύση της ποιητικής επιτήδευσης, του κλισέ και του ψευδοφιλοσοφικού στον ουρανίσκο έτσι όπως την επαναλάµβανα ξανά και ξανά. Και αν απέναντι στο πρώτο βιβλίο δεν είχα κάποιου είδους προσδοκίες, µια πρώτη επαφή µε έναν ποιητή που έγραψε αυτοµυθοπλαστική πρόζα, τώρα τα πράγµατα ήταν διαφορετικά, οι προσδοκίες ήταν στο φουλ, στο φουλ επίσης και η υποψία για µια µανιέρα, δεν είχα διαβάσει τίποτα σχετικά µε την υπόθεση, είχα ωστόσο ακούσει καλά λόγια ως επί το πλείστον, η πρώτη αυτή φράση κάπως µε έκανε να µαγκώσω. Ωστόσο, δεν είναι µόνο λάθος, αλλά και ανήθικο, να αποσπά κανείς µια µεµονωµένη φράση από ένα µυθιστόρηµα και να την κρίνει, θετικά ή αρνητικά, εκτός του ευρύτερου πλαισίου.
Μια πόλη φανταστική, κάπου στη Νέα Αγγλία, στο Κονέκτικατ, στο πλευρό ενός ποταµού, η Ανατολική Χαρά, είναι το σκηνικό, ο χρόνος σχεδόν παροντικός, λίγα µόλις χρόνια πριν, επί προεδρίας Οµπάµα, ο Χάι, ένας δεκαεννιάχρονος µε καταγωγή από το Βιετνάµ, φεύγει από το σπίτι λέγοντας ψέµατα στη µητέρα του πως θα πάει στη Βοστώνη να σπουδάσει ιατρική, µια δεύτερη απόπειρα µετά την πρώτη που τον άφησε µε ασήκωτο χρέος, θα γνωρίσει κάτω από ιδιότυπες συνθήκες τη Γκραζίνα, µια ηλικιωµένη µε αρκετά θέµατα υγείας, κυρίως σε σχέση µε τη µνήµη, µετανάστρια εδώ και χρόνια από τη Λιθουανία, τελευταία κάτοικος ενός παραποτάµιου συµπλέγµατος κατοικιών, εγκαταλελειµµένων πια, θα αποφασίσουν να ζήσουν παρέα. Στην ευρύτερη «παρέα» θα προστεθεί ο Σόνι, που πήρε το όνοµά του από την εταιρεία, ξάδερφος του Χάι, µε εµµονή τον αµερικανικό εµφύλιο, η µητέρα του φυλακισµένη για οικονοµική απάτη, ο πατέρας του νεκρός, δουλεύει σε ένα φαστ φουντ, παρέα µε την Μπι Τζέι, τον Ρωσία, τον Γουέην, τη Μορίν και τον Τοµ.
Μια πόλη, φανταστική ως προς τη σύλληψη µονάχα, µια επαρχία εγκαταλελειµµένη, ένα ζοφερό τέλµα. Ο Βουόνγκ σε µια επίδειξη υψηλής τεχνικής καλωσορίζει τον αναγνώστη εκεί µέσα από ένα µακρύ και αργό τράβελινγκ, ένας ποιητής απέναντι στον σκληρό ρεαλισµό, τη σκοτεινή πλευρά του αµερικανικού εφιάλτη, µακριά από τα υπερφωτισµένα, ελάχιστα σε σχέση µε την έκταση της χώρας, τετραγωνικά, ένα πρώτο κεφάλαιο το οποίο θα µπορούσε να διδάσκεται στα πολυάριθµα πλέον εργαστήρια δηµιουργικής γραφής ως υποδειγµατική εκκίνηση, ως ακριβή τοποθέτηση του αναγνώστη στον χώρο και τον χρόνο του δράµατος, και έτσι, όταν ο Χάι εµφανιστεί στη σκηνή, θα είναι ο,τι πιο φυσικό, τίποτα δεν θα χρειάζεται να προστεθεί παρά η εξέλιξη της πλοκής της ιστορίας, όλα τα υπόλοιπα παραφερνάλια θα είναι γνώριµα, οι σκέψεις, τα λόγια, οι σχέσεις, οι αποφάσεις των προσώπων, όλα θα φωτίζονται από το γκρίζο αυτό χρώµα· το περιβάλλον ως ξενιστής της ανθρώπινης πανίδας.
Η συνέχεια δεν στέκει στην ίδια υψηλή λογοτεχνική στάθµη, αναρωτήθηκα το γιατί, αφού µοιάζει µε επιλογή και όχι µε αδυναµία, ίσως, σκέφτοµαι, να είναι ο τρόπος τού Βουόνγκ να πατήσει λογοτεχνικά στη γη, αφού πρώτα αιωρήθηκε πάνω από την πόλη, η ποιητικότητα του πρώτου κεφαλαίου, παρότι αποτυπώνει ένα περιβάλλον δύσκολο, δεν παύει να ρίχνει χρυσόσκονη, και η χρυσόσκονη, όταν πέσει στο έδαφος, γρήγορα ξεθωριάζει και διαλύεται, παρασύρεται από τα νερά της βροχής, ο,τι άλλο αποτελεί ευχή και ψέµα. Ακόµα και η στερεοτυπία αποδεικνύεται χρήσιµη, τίποτα το πρωτότυπο δεν έχει τελικά η ζωή των προσώπων αυτών, τίποτα το διαφορετικό από τη ζωή πολλών άλλων ανώνυµων. Ωστόσο, αυτό δεν σηµαίνει πως ο Βουόνγκ παραµελεί την πλοκή, το αντίθετο, παράλληλα της κεντρικής, που είναι η σχέση του Χάι µε τη Γκραζίνα, διαπλέκει και τις υπόλοιπες υποϊστορίες, µε τρόπο και ένταση που τις καθιστά εξίσου σηµαντικές. ∆εν είναι σύνηθες ο αναγνώστης να αναπτύσσει συναισθήµατα για το σύνολο των προσώπων, συνήθως αυτό αναλώνεται στους πρώτους ρόλους της διανοµής.
Τρεις πόλεµοι, ο Αµερικανικός Εµφύλιος, ο ∆εύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος και ο Πόλεµος του Βιετνάµ, αποτελούν βασικό συστατικό του µυθιστορήµατος που διαδραµατίζεται εν καιρώ ειρήνης στο εσωτερικό της χώρας, ένα ιδιότυπο καταφύγιο για τα πρόσωπα της πλοκής, ένα µέρος στο οποίο ονειρεύτηκαν ένα καλύτερο αύριο, ένας τόπος στον οποίο τα ιδανικά αποτελούσαν αξία. Το ταραγµένο µυαλό της Γκραζίνα την επιστρέφει χρόνια πριν στη Λιθουανία, πεδίο µάχης Σοβιετικών και Ναζί, ζει ξανά την ταραχή εκείνη, την αγωνία να καταφέρει να διαφύγει στην Αµερική, συναντά τον πρώτο της έρωτα, θυµήθηκα Το Τρίτο Ράιχ του Μπολάνιο, το πώς σταδιακά το «παιχνίδι» µετατρέπεται σε πραγµατικότητα. Το ταραγµένο µυαλό του Σόνι, η εµµονή µε τον Αµερικανικό Εµφύλιο, οι λεπτοµέρειες που γνωρίζει, η συνεχής επιστροφή του στις κρίσιµες µάχες και τις ηρωικές αποφάσεις. Ο Χάι που ήταν παιδί όταν εγκατέλειψε το Βιετνάµ, την ανελευθερία και την απειλή των Βιετκόνγκ, όπως του αφηγήθηκαν, βρέθηκε στη γη της επαγγελίας, τι είναι όµως αυτό µέσα στο οποίο έχει βρεθεί να παλεύει καθηµερινά, τι σχέση έχει µε όσα η µητέρα του ήλπισε πως θα βρει, η µητέρα του που δουλεύει όλη µέρα φτιάχνοντας νύχια και εκείνος µε ένα τεράστιο χρέος στην πλάτη.
Και αν ο Χάι, ένα κάποιο άλτερ έγκο του ίδιου του συγγραφέα, µοιάζει να έχει τον πρώτο ρόλο, εκείνη που πραγµατικά τον έχει είναι η Γκραζίνα, στην οποία και αφιερώνεται το βιβλίο αυτό. Απέναντι στη δικτατορία της νεότητας, η οποία κυριαρχεί, ο Βουόνγκ µέσω της ηλικιωµένης Λιθουανής, µας συστήνει τη µοναξιά και την ανηµπόρια στο δείλι της ζωής, την πλήρη εγκατάλειψη και το τσάκισµα της αξιοπρέπειας, την αδυναµία να αποφασίσεις για τον εαυτό σου, το να είσαι έρµαιο συγγενών και κοινωνικών υπηρεσιών. Η Γκραζίνα µέσα µου κερδίζει µια θέση δίπλα σε δύο άλλες τροµερές γιαγιάδες της λογοτεχνίας, τη Μάριαν Λέδερµπι, στο Ακουστικό κέρας της Κάρινγκτον, και τη Γιανίνα Ντουσέικο, στο Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών της Τοκάρτσουκ.
Αν το Στη γη είµαστε πρόσκαιρα υπέροχοι υπήρξε για κάποιους ακόµα ένα φο ρουµπίνι στο στέµµα της ιδιωτικής λογοτεχνίας, µην µπορώντας να δουν την επικράτεια πίσω από την ατοµική ιστορία, Ο Αυτοκράτορας της Χαράς ίσως να τους εκπλήξει. Κατά τη γνώµη µου, παρότι πιο εµφανές εδώ, ο Βουόνγκ δεν κάνει κάτι διαφορετικό από το να παρατηρεί τον περίγυρο. Ένας ποιητής, παιδί µεταναστών, σε µια γλώσσα που δεν είναι η µητρική του, καταφέρνει να συνεχίσει τη σπουδαία αµερικανική λογοτεχνική παράδοση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας, παραδίδοντας ένα σηµαντικό µυθιστόρηµα, σηµαντικό όχι µόνο για τη λογοτεχνία αλλά για την εποχή την οποία ζούµε, υπενθυµίζοντάς µας ευγενικά πως απέναντι στην απανθρωποίηση και τη µισανθρωπία που επικρατούν ή τείνουν να επικρατήσουν, πέρα από τη φούσκα του περίγυρού µας, αναλογικού ή ψηφιακού, υπάρχει ένας άλλος κόσµος, τον οποίο αµελούµε ή κάνουµε πως δεν υπάρχει, θεωρώντας τα προνόµια µας, µικρότερα ή µεγαλύτερα, µια ασφαλή κατάθεση, υπενθυµίζοντάς µας, επίσης, πως η λογοτεχνία είναι ένα µπούνκερ, αλλά όχι πιο ασφαλές από την ανθρώπινη επαφή, ο,τι έχουµε, αν το έχουµε, ο,τι µπορούµε να έχουµε, ας το πω έτσι, είναι το ένα το άλλο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα