Κυριακή, 26 Μαΐου, 2024

Έλα να παίξουμε

» ∆ηµήτρης Χριστόδουλος (εκδόσεις Το Ροδακιό)

 

Πριν από τρία χρόνια είχα διαβάσει το Τζίντιλι και το είχα βρει εξαιρετικό ως προς τη σύλληψη, τη σύνθεση και την εκτέλεση, πετυχηµένο παρότι η συγγραφική φιλοδοξία του Χριστόπουλου έθεσε τον πήχη αρκετά ψηλά, ένα µυθιστόρηµα που ανήκει στο υποείδος της οικολογοτεχνίας και διαδραµατίζεται στα φανταστικά Σόθιψα, χωριό της Εορδαίας, µε το υπέδαφός του,  γεµάτο από λιγνίτη, να υποχωρεί. Περίµενα, λοιπόν, µε ενδιαφέρον το επόµενο βιβλίο του, που τελικώς κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς, πάντοτε µε τη φροντίδα και την καλαισθησία των εκδόσεων Το Ροδακιό. Έλα να παίξουµε.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια, κι όµως δεν πρόκειται να τα ξεχάσω. Σκόπευα να τα κρατήσω για πάντα στο συρτάρι µου. Τελικά, αποδεχόµενος την πρόταση ενός εκδότη, είπα να τα τυλίξω σε ένα βιβλίο, τώρα που ο χρόνος άµβλυνε τη δραµατικότητά τους και µπορώ να τα δω πιο ψύχραιµα· να επικεντρωθώ στην απόσταση που πήρα, να γίνω ορατός και να δώσω τέλος στην προηγούµενη ζωή µου, αν και ακόµα µουδιασµένος από το τραύµα. Μην ανησυχείτε, δε σκόπευα να αυτοκτονήσω και να τους κάνω τη χάρη. Τις νύχτες αφήνοµαι στη σιωπή µου, δεν τη φοβάµαι πια, την εξηµέρωσα Να µιλήσω ήθελα για το γλυκόπικρο φίλεµα που µας επιφυλάσσει η ίδια η ζωή όταν απεγνωσµένα διεκδικούµε την αλήθεια που απελευθερώνει, κι ας είναι επώδυνη η ρουφιάνα. Να πω αυτή την ιστορία, που δεν είναι µόνο δική µου και χρόνια τώρα επαναλαµβάνεται.

Ο αφηγητής χρησιµοποιεί ένα σύντοµο εισαγωγικό σηµείωµα στο κατώφλι της αφήγησής του, νιώθοντας την ανάγκη να εξηγήσει στον υποψήφιο αναγνώστη το γιατί και το πρέπει της αφήγησης αυτής. Ο θάνατος του πατέρα του, κατά κάποιο τρόπο τον απελευθέρωσε, επιτρέποντας στο φάντασµά του να τριγυρίζει στις σελίδες αυτές, χωρίς να έχει τη δύναµη της δράσης πια. Ένας παράδοξος επικήδειος που δεν εκφωνήθηκε πάνω από το µνήµα. Εγκαταλείποντας το πρώτο πρόσωπο, το γεµάτο συναίσθηµα και ανάγκη για εξηγήσεις και επισηµάνσεις, θα βρει καταφύγιο στο τρίτο πρόσωπο ενός παντογνώστη αφηγητή που απολαµβάνει την αποστασιοποίηση από τα δυσβάσταχτα για τον επίδοξο συγγραφέα γεγονότα που καθόρισαν µεγάλο µέρος της ζωής και του χαρακτήρα του.

Ο τίτλος, αντιστικτικός του περιεχοµένου, αναπόφευκτα αναλαµβάνει και φέρει κάτι από το παρελθόν, από τα παιδικά χρόνια, όταν όλα ετούτα ξεκίνησαν να έχουν ως πρόσωπο της πλοκής τον Στέργιο Σιδέρη, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικός και εύστοχος, εκτός από απλά εµπνευσµένος. Η αφήγηση ξεκινάει µια γκρίζα αυγή του Φλεβάρη του ‘92 στην πύλη Ε9 του λιµανιού τον Πειραιά, απ’ όπου το καράβι της γραµµής ετοιµάζεται να αναχωρήσει µε προορισµό, µεταξύ άλλων, τη Σίφνο, τόπο καταγωγής της µητέρας του, εκεί που ο Σιδέρης πρόκειται να αναλάβει αγροτικός γιατρός. Μια διπλή αφήγηση ξεκινάει, µια στο αφηγηµατικό παρόν, η καθηµερινότητα ενός αγροτικού γιατρού στο νησί, µια στάλα γης καταµεσής του Αιγαίου, και µια από το παρελθόν, γεµάτο από σιωπές και µυστικά, που αναπόφευκτα, κάποια στιγµή ξαφνικά και αναπάντεχα, θα χτυπήσουν µε επιµονή την πόρτα, απαιτώντας να περάσουν στο εσωτερικό και να θρονιαστούν γυρεύοντας την αµοιβή τους.

Αυτό το πάντρεµα, η αλληλουχία των δύο αφηγήσεων, είναι το πρώτο στοίχηµα που αργά και σταθερά οικειοποιείται ο Χριστόπουλος, καθιστώντας το λειτουργικό, έχοντας τον ρόλο της σκαλωσιάς επί της οποίας θα τοποθετηθούν κοµµάτι το κοµµάτι τα µέρη, µικρά, µεγάλα, σηµαντικά και ασήµαντα, της ιστορίας. Ο αναγνώστης σταδιακά εξοικειώνεται, µέχρι που κάποια στιγµή οι δύο αφηγήσεις διασταυρώνονται πυκνά και γίνονται µία, χωρίς αυτό να συσκοτίζει και να µπερδεύει. Και η ιστορία που έχει να αφηγηθεί ο συγγραφέας, η ιστορία του Σιδέρη, είναι µια δυνατή ιστορία, που δεν είναι µόνο δική του αλλά επαναλαµβάνεται. Κρατήστε το αυτό το τελευταίο. Για την πρόοδο και την ολοκλήρωση της κατασκευής αυτής, ο Χριστόπουλος χρησιµοποιεί δύο βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του, όπως αυτά φανερώθηκαν σε πλήρη έκταση ήδη από το Τζίντιλι, την αφηγηµατική άνεση και τη γλωσσική φροντίδα, απαραίτητα και καθοριστικά συστατικά για την παραγωγή καλής λογοτεχνίας.

Και αν η αφηγηµατική άνεση είναι a priori ένα λογοτεχνικό στοιχείο που επιζητώ, η γλωσσική φροντίδα, ως ενδεχόµενο, µε γεµίζει µε αµφιβολίες και ενστάσεις, πριν διαβώ το κείµενο και εξακριβώσω ιδίοις όµµασι το εύρος της, γνωρίζοντας πως η υπερβολή στην ποιητικότητα είναι κάτι που συχνά µου προκαλεί δυσανεξία, εξοβελίζοντάς µε από την αναγνωστική συνθήκη. Ο Χριστόπουλος κινήθηκε στο λεπτό αυτό όριο χωρίς να χάσει την ισορροπία του, παρότι κάποιες στιγµές κάτι τέτοιο έδειχνε επικίνδυνα επίφοβο να συµβεί. Αυτή η τελική ισορροπία αποτελεί για µένα το πλέον κερδισµένο κοµµάτι της συγγραφικής φιλοδοξίας, αφού πετυχαίνει να περιποιηθεί γλωσσικά την αφήγησή του χωρίς να τη βαρυφορτώσει µε αχρείαστα και περιττά στολίδια, εν είδει επίδειξης µιας ικανότητας που η –φιλολογική του– σκευή αναµφίβολα διαθέτει. Το ίδιο συµβαίνει και µε το συναίσθηµα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει την αβίαστη αναπνοή του κειµένου, αποφεύγοντας τους σκοπέλους του εκβιασµού και του εξαναγκασµού του αναγνώστη, αποµακρύνοντάς τον από τον πυρήνα της ιστορίας, κουράζοντάς τον και προδίδοντας την ίδια την εισαγωγική εξοµολόγηση/δέσµευση του ίδιου του Σιδέρη.

Το τραύµα και η εγγύτητα µε το κακό, η βίωση και η επεξεργασία τους για την ακρίβεια, έτσι όπως ανεβαίνουν, παρά το βάρος τους, στην επιφάνεια, αποτελούν το ισχυρό δίπολο που διατρέχει τις σελίδες αυτού του µικρού σε έκταση µυθιστορήµατος, η ανάγκη του Σιδέρη, έστω και µε δεκανίκι έναν τριτοπρόσωπο αποστασιοποιηµένο αφηγητή, να βάλει τα κοµµάτια στη θέση τους, να σταθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να κατανοήσει και να συµφιλιωθεί, να φροντίσει την πληγή, να αναµετρηθεί µε το πλέον οδυνηρό και δύσκολο στην αποδοχή σκέλος πως αυτή η ιστορία, παρότι αναµφίβολα υποκειµενική στην πρόσληψη και τη διέλευση, τίποτα το διαφορετικό δεν έχει από αντίστοιχες άλλες, πως όλα αυτά δεν τον καθιστούν έναν λαµπερό και συνάµα τραγικό πρωταγωνιστή ενός πρωτοφανούς δράµατος, παρά έναν ακόµα κρίκο στην αλυσίδα του παιδικού και ενήλικου τραύµατος της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της διαρκούς αναµέτρησης µε ένα παρελθόν σκοτεινό, γεµάτο από µυστικά και ψέµατα, ενσωµατωµένα από καιρό, µέρος της ίδιας µας της ταυτότητας, βαρύ φορτίο στις πλάτες, που καθιστούν τελικώς ελλειµµατική και υπό αίρεση την περιβόητη γαµατοσύνη που µε µια ντουντούκα ανά χείρας διατυµπανίζαµε αφελώς και ανεφελώς άλλοτε.

Κλείνοντας θέλω να προσθέσω πως ο Χριστόπουλος, πέραν των λοιπών δεξιοτήτων, προεξάρχουσας ίσως της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, στις οποίες αναφέρθηκα ήδη παραπάνω, διαθέτει, ή δείχνει να διαθέτει, την απαραίτητη επιµονή και υποµονή, την όρεξη και τη θέληση να σκύψει προσεχτικά ξανά και ξανά πάνω από την ιστορία του, να µη βιαστεί, µέχρι να νιώσει πως είναι έτοιµη να εξέλθει των ορίων του γραφείου εργασίας και να συναντήσει τον αναγνώστη. Και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει –και– το Έλα να παίξουµε.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα