Ανόβερο
Η σύνοδος των ηγετών της Ευρωζώνης, αύριο Πέμπτη, δεν θα αποτελέσει το τελικό βήμα στην επίλυση της κρίσης χρέους της Ελλάδας, είπε η Γερμανίδα καγκελάριος.
´Υπάρχουν και άλλα απαραίτητα βήματα που πρέπει να γίνουν και όχι ένα θεαματικό αποτέλεσμα που θα λύσει όλα τα προβλήματα», υπογράμμισε σε δηλώσεις της από το Ανόβερο, κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Ρώσο πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Υπάρχει στην Ευρώπη «μια ισχυρή επιθυμία να γίνει ένα μεγάλο βήμα, ένα οριστικό βήμα, κατά προτίμηση θεαματικό», για να δοθεί ένα τέλος στην κερδοσκοπία που συνεχίζεται επί ένα χρόνο, επισήμανε η καγκελάριος.
«Θα μπορούσα να πω λέξεις όπως αναδιάρθρωση του χρέους, ευρω-ομόλογα, ένωση μεταφοράς κεφαλαίων […] και αυτό θα έδινε την εντύπωση ότι το θέμα “Ελλάδα”, το θέμα “ευρώ” θα μπορούσαν στη συνέχεια να πάνε στην άκρη», προσέθεσε.
Αλλά παρότι είπε ότι η επιθυμία αυτή είναι «ανθρώπινη», τόνισε πως «δεν προτίθεμαι να υποχωρήσω, η γερμανική κυβέρνηση δεν θα υποχωρήσει». Αυτό που χρειάζεται είναι «πρόσθετα μέτρα, όχι κάποιο μεγάλο βήμα που θα επέλυνε όλα τα προβλήματα».
Πρέπει να «αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στη ρίζα τους» με τη «μείωση του χρέους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας» των χωρών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, είπε. «Αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε πολλά στάδια», σημείωσε.
Την ίδια ώρα, στη γερμανική κυβέρνηση κυριαρχεί η πολυφωνία σε ό,τι αφορά το ελληνικό ζήτημα.
Ο πρώην σύμβουλός της και νυν πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν προειδοποιεί για τις ολέθριες συνέπειες της ενδεχόμενης έκδοσης ευρωομολόγων και απορρίπτει τη μερική διαγραφή του ελληνικού χρέους.
Αντίθετα, ο Βόλφγκανγκ Φραντς, επικεφαλής του συμβουλίου των εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης, εκτιμά ότι η διαγραφή του χρέους είναι αναπότρεπτη και σημειώνει ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να μην εξελιχθεί αυτή η διαδικασία σε καταστροφή.
Η ιδέα της μείωσης του ελληνικού χρέους («κούρεμα») δεν θεωρείται πλέον τόσο «εξωπραγματική» στους κυβερνητικούς κύκλους. Έτσι και σύμφωνα με το Spiegel, το Βερολίνο εξετάζει το ενδεχόμενο μιας «ήπιας» διαγραφής του ελληνικού χρέους.
Όπως επισημαίνει η Deutsche Welle, το αρχικό πλάνο της γερμανικής κυβέρνησης προέβλεπε τη δεσμευτική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στο κόστος ενός δεύτερου πακέτου στήριξης προς την Ελλάδα, την αποφυγή της αναδιάρθρωσης και λήψη της τελικής απόφασης τον Σεπτέμβριο. Δεν κατάφερε να το περάσει και έκτοτε η συζήτηση για την διάσωση της Ελλάδας και του ευρώ διεξάγεται «χωρίς ταμπού».
Τα σενάρια που εξετάζονται είναι από την μετακύλιση του χρέους μέχρι την επαναγορά ομολόγων με χρήματα του προσωρινού μηχανισμού (EFSF).
Στο τραπέζι και η αναδιάρθρωση του χρέους με διάφορους τρόπους. Ο πρώτος θέλει την επαναγορά των ομολόγων με πόρους του EFSF, σε τιμή αγοράς, δηλαδή μειωμένη κατά 40% με 50% σε σχέση με την ονομαστική τους αξία.
Ακολουθούν οι προτάσεις για μερική διαγραφή του χρέους, που ζητούν μετ´ επιτάσεως οι οικονομολόγοι και η αντιπολίτευση.
Όλα φέρεται να τα εξετάζει πλέον το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, που κρατά κλειστά τα χαρτιά του. Σύμφωνα με την Die Welt του Βερολίνου, στο κυβερνητικό στρατόπεδο σημειώνονται διαφωνίες μεταξύ της καγκελαρίας και του υπουργείου Οικονομικών για την «σωστή στρατηγική στην υπόθεση της κρίσης χρέους». Το υπουργείο Οικονομικών φέρεται να απαίτησε ένα γερό «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, αλλά διαφώνησε η καγκελάριος και οι σύμβουλοί της, φοβούμενοι τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης και σε άλλες χώρες.
Πάντως, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) σε συνέντευξη Τύπου της τρόικας του κόμματος, του προέδρου Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, του επικεφαλής της ΚΟ Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ και του πρώην υπουργού Οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ, έτεινε χείρα συνεργασίας προς την κυβέρνηση συνασπισμού, τονίζοντας ότι η κατάσταση στην Ευρωζώνη είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και δεν επιτρέπει πολιτικά τερτίπια και μικροκομματικές διαμάχες.
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας.
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.