■ Αναζητώντας τις ρίζες του ζητήµατος (αρχές του 20ού αιώνα)
Τα βίαια γεγονότα που έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη στις 6 – 7 Σεπτεµβρίου 1955 (και καταγράφηκαν στην ιστορική µνήµη ως «Σεπτεµβριανά») δεν ήταν ούτε «κεραυνός εν αιθρία», ούτε κάποιο µεµονωµένο συµβάν. Απεναντίας, είχαν τις ρίζες τους πολύ βαθύτερα στον χρόνο.
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν τη δεύτερη πολυπληθέστερη εθνικοθρησκευτική κοινότητα της πολυεθνοτικής και πολυθρησκευτικής αυτής πόλης, µετά τους µουσουλµάνους Τούρκους (αριθµώντας 205.375 µέλη σύµφωνα µε την οθωµανική απογραφή του 1914, ή 364.459 σύµφωνα µε την ελληνική απογραφή του 1918 / 1919 – ποσοστό 22,57% ή 31,05% αντίστοιχα). Στην ηγεσία αυτής της κοινότητας βρίσκονταν το Πατριαρχείο και µια ισχυρότατη αστική τάξη, που ήλεγχε ένα ιδιαίτερα µεγάλο κοµµάτι της εµπορικής και τραπεζικής δραστηριότητας της οθωµανικής πρωτεύουσας (και κατ’ επέκταση της ίδιας της αυτοκρατορίας). Λόγω των στενών δεσµών της µε την οθωµανική εξουσία και της προνοµιούχου θέσης της στη σχετικά µεγάλη οθωµανική αγορά, η κυρίαρχη τάση – στρατηγική κατεύθυνση στις γραµµές της ελληνορθόδοξης άρχουσας τάξης ήταν υπέρ της διατήρησης της αυτοκρατορίας. Ακόµα και στη διάρκεια του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, όταν οι ελληνικοί πληθυσµοί άρχισαν να υφίστανται διώξεις και εκτοπίσεις, το Πατριαρχείο, οι Ελληνες αστοί βουλευτές κ.λπ. παρέµειναν «σιωπηλοί» και «νοµιµόφρονες», κρατώντας «πολιτική στάση συµµόρφωσης προς τις αρχές» και «καλές σχέσεις µε το ενωτικό καθεστώς (σ.σ. των Νεότουρκων)».
Ωστόσο, η περίοδος της αναζήτησης συµµαχιών από την πλευρά της τουρκικής αστικής τάξης µε τις αστικές τάξεις των µειονοτήτων είχε παρέλθει. Η συµµαχία αυτή επιδιώχθηκε κατά την πρώτη φάση της ανόδου της (µε την εκδήλωση του κινήµατος των Νεότουρκων το 1908), αφού και η ίδια η τουρκική αστική τάξη ήταν ακόµα αδύναµη και οι δυνάµεις του παλιού σουλτανικού καθεστώτος δεν είχαν ηττηθεί πλήρως. Αυτό, βεβαίως, δεν σήµαινε πως η τουρκική αστική τάξη δεν διεκδικούσε για τον εαυτό της την οικονοµική και πολιτική πρωτοκαθεδρία σε έναν γεωγραφικό – κρατικό χώρο που θεωρούσε δικό της. Εκτιµούσε ωστόσο ότι κάτι τέτοιο θα µπορούσε να γίνει µε ένα πιο ήπιο µείγµα καταναγκασµών και ενσωµατώσεων (που περιλάµβανε τη σταδιακή συγχώνευση του πολυεθνικού µωσαϊκού της αυτοκρατορίας σε ένα καπιταλιστικό «οθωµανικό έθνος» – κράτος, πιστού σε µία «οθωµανική πατρίδα»).
Όλα αυτά αποδείχθηκαν πολύ γρήγορα µη πραγµατοποιήσιµα σε µια εποχή όπου οι αλληλοεφαπτόµενοι και αλληλοσυγκρουόµενοι βαλκανικοί αστικοί εθνικισµοί παρήγαν δύο απανωτούς πολέµους (1912 – 1913), καταδεικνύοντας µε τον πλέον κατηγορηµατικό τρόπο τους σκληρότατους όρους διαµόρφωσης των αστικών κρατών, αλλά και την εργαλειοποίηση των µειονοτήτων προς αιτιολόγηση και επίτευξη των σκοπών τους.
Η εργαλειοποίηση των µειονοτήτων σε µια περιοχή που αποτελούσε πραγµατικό µωσαϊκό εθνοτήτων και θρησκειών τις εξέθεσε στο στόχαστρο των ανταγωνιστριών εθνικών αστικών τάξεων, που επεδίωκαν διαρκώς την επέκταση του κυρίαρχου χώρου τους η µία σε βάρος της άλλης (και εν τέλει σε βάρος όλων των λαών ανεξαιρέτως). Όσο οι µειονοτικοί πληθυσµοί αξιολογούνταν από το εκάστοτε «οµογενές» κέντρο ως παράγοντας πολύµορφης παρέµβασης ή ακόµα και επίκλησης «ιστορικών δικαιωµάτων» σε βάρος τρίτων, άλλο τόσο αξιολογούνταν από το εκάστοτε αλλογενές κέντρο ως µια εν δυνάµει «πέµπτη φάλαγγα» που όφειλε να εξαλειφθεί.
Ακολούθως, µετά τους Βαλκανικούς Πολέµους και ιδιαίτερα στη διάρκεια του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου οι αλλοεθνείς αστικές τάξεις στην Οθωµανική Αυτοκρατορία – και κατ’ επέκταση οι µειονοτικοί πληθυσµοί στους οποίους εδράζονταν – βρέθηκαν στο στόχαστρο ποικίλων διώξεων και καταπιέσεων.
Οι µειονότητες στη µέγγενη
Μετά την Ανακωχή του Μούδρου (1918), που σηµατοδότησε και την – επίσηµη τουλάχιστον – έναρξη των παζαριών για τον διαµελισµό της ηττηµένης Οθωµανικής Αυτοκρατορίας µεταξύ των νικητών του πολέµου, η κατάσταση άλλαξε άρδην αναφορικά µε τον στρατηγικό προσανατολισµό της ελληνορθόδοξης αστικής ηγεσίας της Κωνσταντινούπολης. Πράγµατι, «συνειδητοποιώντας ότι η αυτοκρατορία διαλυόταν (…) παρουσιάστηκαν αποφασισµένοι να αποκόψουν τους δεσµούς της κοινότητας µε το οθωµανικό κράτος και να εκφράσουν ανοιχτά την ευθυγράµµισή τους µε την Ελλάδα του Βενιζέλου». Στις 16 Μαρτίου 1919, µάλιστα, εκδόθηκε ψήφισµα που ζητούσε την ένωση µε την Ελλάδα, προκαλώντας την άµεση αντίδραση της Υψηλής Πύλης. «Η διακοπή των σχέσεων µε την Πύλη και η σταδιακή συγκρότηση ενός «κράτους εν κράτει» εξυπηρετούσαν τους στόχους Βενιζέλου αναφορικά µε το µέλλον της Κωνσταντινούπολης». Ωστόσο, όταν ο τελευταίος ήρθε αντιµέτωπος µε την πρόταση των Συµµάχων (και συγκεκριµένα των Βρετανών) για προσάρτηση της Κωνσταντινούπολης, µε ταυτόχρονη παραίτηση από κάθε αξίωση αναφορικά µε τη Σµύρνη, αρνήθηκε.2 Η εξαιρετικά πλούσια Μικρά Ασία, άλλωστε, βρισκόταν ήδη από το 1915 στο επίκεντρο της στρατηγικής επέκτασης της ελληνικής αστικής τάξης.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνορθόδοξη αστική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης συνέχισε να διευρύνει το ρήγµα µε το τουρκικό στοιχείο, απέχοντας από τις εκλογές για το οθωµανικό κοινοβούλιο του 1919 και µε άλλες παρόµοιες κινήσεις.
Αυτό όµως που «σφράγισε» το µέλλον των ελληνικών πληθυσµών στην πρώην Οθωµανική Αυτοκρατορία δεν ήταν άλλο από τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η ανάληψη του έργου επιβολής των συµµαχικών ιµπεριαλιστικών όρων διαµελισµού της αυτοκρατορίας από τον ελληνικό στρατό (µε τα ανάλογα ανταλλάγµατα για την ελληνική αστική τάξη) είχε καταστροφικά αποτελέσµατα για τον άµαχο πληθυσµό, που έµεινε εκτεθειµένος και απροστάτευτος απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα (εν πλήρη γνώσει της αστικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Ελλάδας και των Συµµάχων).
Μέσα στη γενίκευση της σύγκρουσης των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, οι αντίστοιχοι πληθυσµοί αξιολογούνταν συνεχώς ως εργαλείο ή εµπόδιο προς την επίτευξη των στόχων τους, µε αποτέλεσµα την όξυνση των εθνικών εκκαθαρίσεων, των εκτοπίσεων και των σφαγών.
Όλα τα παραπάνω κατέστησαν αδύνατη την παραµονή των ελληνικών πληθυσµών στο νέο τουρκικό κράτος µετά τον πόλεµο (και τη συγκεκριµένη έκβασή του υπέρ των τουρκικών δυνάµεων). Βεβαίως, σε συνθήκες συγκρότησης ενός αστικού έθνους – κράτους, οι αφοµοιωτικές πιέσεις απέναντι στις µειονότητες ήταν δεδοµένες. Ο πόλεµος όξυνε τη βιαιότητά τους.
Οι κινήσεις της ελληνορθόδοξης αστικής ηγεσίας της Κωνσταντινούπολης το 1921 – 1922 για την αυτονόµηση της περιοχής δεν είχαν αντίκρισµα. Καταρχάς, οι ίδιοι οι Ελληνες της Κωνσταντινούπολης δεν έδειχναν να συµµερίζονται τους σχεδιασµούς της, αρνούµενοι όλο και περισσότερο να καταβάλλουν την «Πατριωτική Εισφορά» που τους είχαν επιβάλει και βεβαίως να στρατευτούν σε αυτήν την υπόθεση (πράγµατι, «οι ντόπιοι Ρωµιοί δεν είχαν δείξει προθυµία να καταταγούν εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και να πολεµήσουν στο µέτωπο, φτάνοντας στην καλύτερη περίπτωση τους 300 µε 400 εθελοντές». Μέχρι τον Μάρτη του 1922 «µόλις 2.850 εθελοντές είχαν περάσει από το στρατολογικό γραφείο της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής»).
Ούτε όµως και οι σύµµαχοι της ελληνικής αστικής τάξης την εµπιστεύονταν πλέον για τη φύλαξη των Στενών, µε βάση τα νέα δεδοµένα (την αδυναµία του ελληνικού στρατού στο µέτωπο, την προσέγγισή τους µε την τουρκική αστική εθνικιστική κυβέρνηση του Μ. Κεµάλ και τη νικηφόρα έκβαση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία). Όπως ανέφερε ο Ρ. Γκράχαµ στο βρετανικό υπουργείο Πολέµου, καθώς πλέον οι Έλληνες αποδείχθηκαν «άχρηστοι ως φύλακες των Στενών», η εναλλακτική δεν ήταν άλλη από «τους Τούρκους, τους οποίους µπορούµε να εµπιστευτούµε να διεκπεραιώσουν πιστά (αυτήν) την αποστολή…».
Η ιµπεριαλιστική ειρήνη της Λοζάνης
Όλα τα παραπάνω προσµετρήθηκαν κατά τις διαπραγµατεύσεις στη Λοζάνη (20/11/1922 – 24/7/1923), µε το κύριο επίµαχο για τους Βρετανούς και τους Γάλλους να είναι η διατήρηση των πολεµικών κερδών που είχαν αποσπάσει µε τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) πάση – άλλη – θυσία. Η θυσία αυτή περιλάµβανε τα εδαφικά κέρδη της συµµάχου τους (και ηττηµένης στο πεδίο της µάχης) ελληνικής αστικής τάξης και, βεβαίως, τις µειονότητες (Ελληνες, Αρµένιους και Κούρδους).
Πράγµατι, καθώς τα παζάρια στη Λοζάνη έδιναν και έπαιρναν επ’ αόριστον, οι λαοί της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής δεινοπαθούσαν.
Όλα τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη γνώριζαν την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι µη τουρκικοί άµαχοι πληθυσµοί στην Τουρκία. Ωστόσο κανένα δεν ήταν διατεθειµένο να προβεί σε οτιδήποτε πέραν µιας τυπικής – διπλωµατικού τύπου – (κενής) «διαµαρτυρίας», που δεν θα υπονόµευε τη διαπραγµατευτική του θέση έναντι άλλων ανταλλαγµάτων.
Ο Αµερικανός αιδεσιµότατος Σ. Ραλφ Χάρλοου, που έζησε από πρώτο χέρι τις ωµότητες εναντίον αµάχων στη Μικρά Ασία, έγραφε τον Ιούλη του 1923: «Η Λοζάνη ήταν ό,τι ακριβώς δεν πρέπει να είναι µια διεθνής διάσκεψη. Ηταν η θυσία κάθε ανθρώπινου και ανθρωπιστικού συµφέροντος στη σκοπιµότητα».
Μεταξύ των Πράξεων που υπογράφτηκαν κατά το Συνέδριο της Λοζάνης ήταν και η απάνθρωπη Ανταλλαγή – προσφυγοποίηση – των Πληθυσµών Ελλάδας και Τουρκίας, µε εξαίρεση «τους Ελληνες κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως» και τους «µουσουλµάνους κατοίκους της ∆υτικής Θράκης».
Όπως αποδείχθηκε από την Ιστορία, η εξαίρεση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από την Ανταλλαγή των Πληθυσµών δεν διασφάλισε την παρουσία τους εκεί. Η επίµονη άρνηση της τουρκικής κυβέρνησης να δεχθεί πίσω τους Κωνσταντινουπολίτες που είχαν γίνει πρόσφυγες (έως το 1922 – 1923), οι διαρκείς, πολλαπλές και πολύµορφες πιέσεις προς τη µειονότητα (πολύ συχνά σε ευθεία και ωµή παραβίαση των όρων της Συνθήκης της Λοζάνης) αλλά και η απροθυµία της ελληνικής κυβέρνησης να υπερασπιστεί τα δικαιώµατα της µειονότητας (καθώς η προσέγγιση των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έθετε άλλες προτεραιότητες) οδήγησαν στην περαιτέρω συρρίκνωσή της. Σύµφωνα µε την απογραφή του 1927, η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης αριθµούσε µόλις 100.214 άτοµα (ποσοστό 12,6%. )
Το Κυπριακό
Τη δεκαετία του 1950 οι ελληνικοί πληθυσµοί της Κωνσταντινούπολης βρέθηκαν για µία ακόµα φορά εκτεθειµένοι στη µέγγενη των αντιτιθέµενων καπιταλιστικών συµφερόντων, επιδιώξεων και σχεδιασµών.
Αφορµή για τη νέα όξυνση της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης και του κράτους της έναντι της µειονότητας αποτέλεσαν οι εξελίξεις στο Κυπριακό.
Στην όξυνση του εθνικιστικού µίσους ανάµεσα στους Ελληνοκυπρίους και στους Τουρκοκυπρίους συνέβαλε ποικιλοτρόπως και η Μ. Βρετανία (υπό την κυριαρχία της οποίας ήταν τότε η Κύπρος), σε µια προσπάθεια να διασφαλίσει τις θέσεις της σε µια περιοχή ιδιαίτερα κρίσιµη για τα οικονοµικά και γεωστρατηγικά της συµφέροντα (ειδικά µετά την άνοδο του Γκ. Νάσερ στην εξουσία στην Αίγυπτο και τις γενικότερες εξελίξεις στη Μ. Ανατολή µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο). Σε µια εποχή που σηµαδευόταν από το τέλος της αποικιοκρατίας σε πολλές περιοχές του πλανήτη, η βρετανική πολιτική όφειλε να προσαρµοστεί ανάλογα προκειµένου να διατηρήσει στην Κύπρο τα στρατιωτικά στηρίγµατα της κυριαρχίας της.
Στο φόντο των παραπάνω, και µε την Τριµερή ∆ιάσκεψη να βρίσκεται σε εξέλιξη, το βράδυ της 5ης προς 6ης Σεπτεµβρίου πραγµατοποιήθηκε προβοκατόρικη βοµβιστική επίθεση κατά του τουρκικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη (που υπήρξε και οικία του Μ. Κεµάλ Ατατούρκ). Η βοµβιστική αυτή ενέργεια – που, όπως αποδείχθηκε αργότερα, πραγµατοποιήθηκε από δύο Τούρκους, τον O. Engin και τον H. Ucar – έδωσε την αφορµή για το ξετύλιγµα όλων των σχεδιασµών και επιδιώξεων που προαναφέρθηκαν.
Τα «Σεπτεµβριανά»
Πράγµατι, την επόµενη µέρα ο τουρκικός αστικός Τύπος γέµισε µε εµπρηστικά – όσο και ψευδή – «έκτακτα» ρεπορτάζ που εµφάνιζαν την οικία του Μ. Κεµάλ να έχει καταστραφεί από Έλληνες διαδηλωτές, ενώ εθνικιστικά σχήµατα όπως η οργάνωση «Η Κύπρος είναι τουρκική» (που πρωτοστάτησε στα γεγονότα) κ.ά. κινητοποιήθηκαν καλώντας σε συγκεντρώσεις διαµαρτυρίας.
Η µαζικότερη συγκέντρωση έγινε στην πλατεία Ταξίµ της Κωνσταντινούπολης, από όπου πολύ σύντοµα εξαπολύθηκε ένα βίαιο πογκρόµ κατά των ελληνικών πληθυσµών της Πόλης (επιθέσεις µικρότερης κλίµακας έγιναν επίσης στη Σµύρνη και αλλού).
Όπως καταδεικνύεται από διάφορες καταθέσεις τα γεγονότα ήταν οργανωµένα, προµελετηµένα και κατευθυνόµενα, µε συγκεκριµένους στόχους και σκοπούς.
«Οι επιθέσεις και καταστροφές στις κινητές και ακίνητες περιουσίες», διαβάζουµε σχετικά, «έγιναν µε τόσο σχεδιασµένο τρόπο, που δίνουν την εντύπωση ότι τα καταστήµατα είχαν οριστεί εκ των προτέρων (…) Πραγµατοποιήθηκαν επιθέσεις µε τον ίδιο τρόπο στις εκκλησίες διαφόρων συνοικιών, σε ρωµαίικα νεκροταφεία, σχολεία, νοσοκοµεία, προκλήθηκαν φωτιές και καταστροφές (…) Κάποια άτοµα (…) φώναζαν «αυτό το κατάστηµα είναι ελληνικό, εκείνο είναι τουρκικό, µην κάνετε λάθος», δηλαδή έδειχναν τι πρέπει να καταστραφεί και τι όχι (…) Αυτό είναι ένδειξη ότι κάποια άτοµα είχαν συγκεκριµένα καθήκοντα καθοδήγησης του πλήθους (…).
Τα όργανα ασφαλείας, παρότι έλαβαν εντολές να εµποδίσουν οποιοδήποτε επεισόδιο, αναφέρουν ότι δεν τους δόθηκε εντολή (…) Ακόµη περισσότερο, ορισµένοι αστυνοµικοί έπαιξαν ρόλο υποστηρικτή, υπαγορεύοντας στο πλήθος τι να κάνει και τι να µην κάνει. Σχεδόν βοηθούσαν το πλήθος (…).
Συµπεραίνουµε ότι το θέαµα της νύχτας των γεγονότων προκαλούσε υπόνοιες πως τα γεγονότα ήταν ηθεληµένα, επιπλέον ότι η κυβέρνηση ήταν πληροφορηµένη για τις εξελίξεις, επίσης ότι ήταν προπαγανδιστικά και τέλος ότι παρότρυναν την αγανάκτηση του κόσµου. Εξάλλου, το γεγονός επιβεβαιώνεται από τις µαρτυρίες».14
Αυτό δεν εµπόδισε την τουρκική αστική τάξη να υποδείξει «κοµµουνιστικό δάκτυλο» πίσω από τα γεγονότα, κατηγορώντας τους Κυπρίους και τους Τούρκους κοµµουνιστές (µεταξύ αυτών και τον «προδότη της πατρίδας» Ν. Χικµέτ), καθώς και γενικότερα το ∆ιεθνές Κοµµουνιστικό Κίνηµα (την Κοµινφόρµ), ότι επεδίωκαν να δηµιουργήσουν «ρήγµα στη φιλία και τη στρατιωτική συµµαχία των δύο κυβερνήσεων», Ελλάδας και Τουρκίας!
Τόσο τα συνθήµατα των επιτιθέµενων (που συνδύαζαν το «Η Κύπρος είναι τουρκική» µε το «Εµείς πεινάµε ενώ εσείς τριγυρίζετε µε αυτοκίνητα αξίας χιλιάδων λιρών») όσο – κυρίως – οι στόχοι των επιθέσεων σκιαγραφούσαν και το πραγµατικό υπόβαθρο, τη βασική κατευθυντήρια γραµµή των γεγονότων, που ήταν η περαιτέρω συρρίκνωση της οικονοµικής ισχύος – αλλά και της φυσικής παρουσίας – του εναποµείναντος µη τουρκικού στοιχείου της Κωνσταντινούπολης. Το 80% των καταστροφών αφορούσε εµπορικά καταστήµατα, επιχειρήσεις, εργοστάσια κ.ο.κ., ενώ οι ζηµιές δεν περιορίστηκαν µόνο σε στόχους ελληνικών συµφερόντων, αλλά και αρµενικών (σε ποσοστό περίπου 20% ) καθώς επίσης εβραϊκών (12% ).
Οι επιθέσεις της 6ης και της 7ης Σεπτέµβρη 1955 άφησαν πίσω τους δεκάδες θύµατα (νεκρούς και τραυµατίες), ενώ επιτάχυναν την αντίστροφη µέτρηση για την παρουσία των ελληνικών πληθυσµών στην Κωνσταντινούπολη.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν υποτονική, αφού δεν είχε σκοπό να διαταράξει τις σχέσεις µε την Τουρκία και κατ’ επέκταση τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Απεναντίας, η «Αυγή» (όργανο της Ε∆Α) στο κύριο άρθρο της στις 8/9/1955 (διά χειρός πιθανότατα του διευθυντή της εφηµερίδας Βασίλη Εφραιµίδη) έγραφε: «Φλόγες πάλι στη Σµύρνη! Φλόγες και στην Κωνσταντινούπολη! Οι Τούρκοι σοβινισταί, µε το ΝΑΤΟΣΗΜΟ σφραγισµένο κατακούτελά τους, τσαλαπατώντας την «εγκάρδιον ελληνο-τουρκικήν φιλίαν», καίνε, κλέβουν, δέρνουν, ατιµάζουν! (…) Είναι υπεύθυνοι, αναγκαίοι συνεργοί η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, γιατί δεν έσπευσαν και δεν σπεύδουν ακόµη να αποκαθηλώσουν τη χώρα από την προκρούστεια κλίνη της ψυχροπολεµικής πολιτικής που επιβάλλουν το ΝΑΤΟ και τα παραρτήµατά του (…) Η προσκόλληση ως την υποταγή στο σύστηµα των µονόπλευρων συµµαχιών, που φορτώνουν τη χώρα µε βάρη, δεσµεύσεις και θυσίες χωρίς κανένα δικαίωµα, όπλισε τους Αγγλους αποικιστάς µε τη θρασύτητα και το χέρι των Τούρκων σοβινιστών µε τον δαυλό που άναψε τις φλόγες στη Σµύρνη και στην Κωνσταντινούπολη».
*Ο Σπύρος ∆αράκης είναι πρώην πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ πρώην ∆ήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του ∆.Σ του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου 40΄- 45΄
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)