Ας πάρουµε σήµερα τον µύθο του χαµένου Παραδείσου.
Ο άνθρωπος, ως το ανώτατο ον της δηµιουργίας, διήγε περιχαρής τον βίο του απολαµβάνοντας τα θαυµαστά «πράγµατα»-δηµιουργήµατα του Υψίστου!
Όταν, για τους γνωστούς λόγους, εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο και η αµεριµνησία του έλαβε τέλος, από ανάγκη πλέον, άρχισε και αυτός να πράττει και ως ένα µικρός δηµιουργός να παράγει «πράγµατα». Πράγµατα που έφεραν τη σφραγίδα του. Είχαν κάτι από τον δηµιουργό τους.
Κάποια από αυτά τα πράγµατα ξεχώρισαν επειδή αναγνωρίστηκαν απ’ όλους ως χρήσιµα· ότι, δηλαδή, η χρήση τους διευκολύνει πολύ στην πράξη τη ζωή, και τα ονόµασαν «χρήµατα».
Από τα χρήµατα πάλι, σε κάποια έδωσαν οι άνθρωποι, µετά από κοινή συµφωνία – δηλαδή νόµο- µια ειδική χρήση, και τα ονόµασαν «νοµίσµατα». Από χιλιάδες χρόνια πριν, ο Αριστοτέλης προσδιόρισε για τα νοµίσµατα «ότι ου φύσει, αλλά νόµω κείνται». Εποµένως το νόµισµα είναι -ή θα έπρεπε να είναι- ένα εργαλείο που να υπηρετεί τις µεταξύ των ανθρώπων φυσικές και λογικές σχέσεις.
Είναι όµως έτσι; Ή µήπως το νόµισµα αυτονοµείται, δηλαδή λειτουργεί άσχετα από τις σχέσεις και ο πολιτισµός µας που το έχει θεοποιήσει, προτάσσει υπέρ το δέον την χρήση και µειώνει το πεδίο των σχέσεων; Φοβάµαι ότι ακριβώς αυτό συµβαίνει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των νεοφυών κρυπτονοµισµάτων. Πλήρης εκµηδενισµός των σχέσεων. Ουδείς γνωρίζει την προέλευση, τη δοµή και τους κανόνες. Μοναδική επιδίωξη η κερδοσκοπία.
Ο πολιτισµός µας -ίσως αναπότρεπτα- έχει καταστήσει το πορτοφόλι ως τον βασικότατο, αν όχι τον µοναδικό, δείκτη αξιολόγησης των ατόµων και εκτίµησης της ζωής. Στις χώρες του Βορρά και την Αµερική αυτό είχε συµβεί από πολύ παλαιότερα, από αιώνες πριν. Βοήθησε πολύ σ’ αυτό το θρησκευτικό-κοινωνικό κήρυγµα ανθρώπων όπως ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Τσβίνγκλι, ο Μελάγχθων, ο Έρασµος και άλλοι. Οι άνθρωποι εκεί έµαθαν σιγά σιγά να µη χάνονται στις ποιότητες της ανθρώπινης ύπαρξης και των ανθρώπινων σχέσεων. Αντί γι’ αυτό επέλεξαν το νόµισµα (µεταλλικό ή χάρτινο) ως ισοδύναµό τους. Μετρήσιµο, συγκρίσιµο και εύκολο για το µυαλό στους υπολογισµούς. Από το µυαλό, επόµενο ήταν να περάσει και στην ψυχή και να απαιτήσει και από αυτήν να «δουλεύει» µε τον ίδιο τρόπο. Μετά από αυτό δεν θα πρέπει να µας ξενίζει όταν ακούµε τον Αµερικανό τουρίστα που επισκέπτεται την Ακρόπολη να ρωτάει πόσο κάνουν οι κολώνες για να τις αγοράσει!
Στον τόπο µας όµως δεν είµασταν συνηθισµένοι έτσι. ∆εν πάνε πολλά χρόνια που στα χωριά οι γονείς µας απέτιναν τιµή σε ό,τι εκπροσωπεί ο δάσκαλος, ο παπάς, ο χωροφύλακας. Αλλά και πέρα από αυτό, εδώ που τα πάντα λούζει ένα καθαρό και πλούσιο φως, που µας κατακλύζουν χρώµατα και αρώµατα και σφύζει η ζωή, εδώ που λαµβάνουµε µια ισχυρή αίσθηση του χαµένου Παραδείσου, που περιέγραψα στην αρχή, πώς είναι δυνατόν να απαιτήσουµε από την ψυχή µας να δουλεύει σαν λογιστής και να κλείνουµε όλες τις µέρες µας σε νούµερα;
Και όµως συνέβη και σ’ εµάς! Η οικονοµική κρίση, η πανδηµία, ο πληθωρισµός το έφεραν πιο κοντά και το έκαναν πιο εµφανές. ∆εν έχει πλέον διαφορά σ’ αυτό αν είσαι φτωχός ή πλούσιος. Καλείσαι να κλείνεις όλες τις µέρες σου σε νούµερα και προθεσµίες. Αν είσαι φτωχός, να αγωνιάς πώς θα ανταπεξέλθεις στις ποικιλώνυµες υποχρεώσεις (φόροι, λογαριασµοί, τέλη, ΕΝΦΙΑ, ΤΑΠ, ∆Τ κ.ο.κ) και πώς θα επωφεληθείς από τα διάφορα εξευτελιστικά και αποπροσανατολιστικά energy, food …. Pass. Αν πάλι είσαι πλούσιος, να µετράς τα πολλά και να σκέφτεσαι πώς θα τα κάµεις περισσότερα.
Το µέτρηµα που µας επιβλήθηκε στη ζωή µας, το µέτρηµα της ζωής µας -είτε πλούσιας, είτε φτωχής- µου µοιάζει σαν αναπόδραστη έκτιση ποινής που µας βασανίζει· ίσως … λόγω του προπατορικού µας αµαρτήµατος!
*Ο Μανώλης Κουφάκης είναι δρ µηχανικός
π. δ/ντής ∆Ε∆∆ΗΕ Α.Ε.
Όλα τα δηµοσιευµένα κείµενα της στήλης µπορείτε να τα βρείτε στο
http://www.haniotika-nea.gr/author/koufakis/