(Ο κατεστηµένος άνθρωπος και η καθεστηκυία τάξη)Μπορεί ο Θεόφραστος, ο Ζαν ντε Λα Μπρυγιέρ ή ο Λασκαράτος να µην περιέλαβαν στους «Χαρακτήρες» τους τον «κατεστηµένο άνθρωπο», τον περιέγραψε όµως ο εξαίρετος Μάριος Πλωρίτης σε ένα άρθρο του στην εφηµερίδα «Το Βήµα», το 1966.
Γράφει λοιπόν ο Πλωρίτης: «Ο “κατεστηµένος” είναι ζώον, τύποις µεν κοινωνικόν, ουσία δε αντικοινωνικόν. Είναι ο άνθρωπος που κατέχει µια θέση στην κοινωνία, στην πολιτεία κλπ., και που όλες του οι ανθρώπινες ιδιότητες – σκέψεις, αισθήµατα, πράξεις – δεν υπάρχουν και δεν λειτουργούν παρά για τη διατήρηση αυτής της θέσης. Ακόµα περισσότερο: η πολιτεία και η κοινωνία, οι ιδέες και οι θεσµοί, τα έµψυχα και τα άψυχα, τα λογικά και τα άλογα, πρέπει να υποτάζωνται σ’ συτόν το υψηλό σκοπό, κι αυτόν να υπηρετούν. ∆εν έχει σηµασία αν η θέση αυτή είναι δηµόσια ή ιδιωτική, οικονοµική ή πολιτική, διοικητική ή πνευµατική. ∆εν έχει σηµασία αν βρίσκεται στην κορυφή ή στην βάση της όποιας “ιεραρχίας”. ∆εν έχει σηµασία αν ο “κατεστηµένος” την απόκτησε από κληρονοµιά, “µέσον”, µόχθο ή και αξία (το σπανιότερο). Σηµασία έχει πως την απόκτησε. Σηµασία, προπάντων, έχει να την κρατήσει. Και, ξέροντας πως τη δύναµη τη δίνει η ένωση, συνασπίζεται µε τους άλλους “κατεστηµένους” και σχηµατίζουν, όλοι µαζί, το κραταιό και αδιαπέραστο τείχος της “καθεστηκυίας τάξεως”. Το Τείχος ένα σκοπό έχει: να κατοχυρώσει όσα κατέχει – εξουσίες, προνόµια, δύναµη, κύρος, µέσα (οικονοµικά και άλλα), όλα όσα έχει εξασφαλίσει ύστερ’ από χρόνων και χρόνων συστηµατικό και αδιάκοπο κορφολόγηµα των πάντων».
Σε κάθε εποχή υπάρχει η καθεστηκυία, η άρχουσα, όπως λέµε, τάξη, που σκοπό της έχει να αυγατίζει τα πλούτη, τη δύναµη και την εξουσία της, να συντηρεί και να ορθώνει απαραβίαστο το Τείχος και να αφήνει ευχή και κατάρα στους κληρονόµους της να κάνουν τα ίδια και περισσότερα. Γι’ αυτό και η νοοτροπία και οι πρακτικές κληροδοτούνται και µπορούµε να τις ανιχνεύσουµε γενιές και γενιές µετά.
Για το αφιέρωµά µας έχει ίσως ενδιαφέρον να δούµε πώς ήταν οι σχέσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης µε τον ξένο παράγοντα, από τις παραµονές της επανάστασης του 1821 µέχρι σήµερα.
Η άρχουσα τάξη πριν την Επανάσταση περιλάµβανε τον ανώτερο κλήρο, τους κοτζαµπάσηδες και τους καραβοκυραίους. Η Φιλική Εταιρεία, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τους Ξάνθο, Σκουφά, Τσακάλωφ και Αναγνωστόπουλο. Όταν κατά τα έτη 1818 και 1819 θέλησαν να επεκτείνουν τη δράση της Φιλικής Εταιρείας και στον ελλαδικό χώρο (κυρίως στην Πελοπόννησο), βρήκαν σηµαντική ανταπόκριση στην άρχουσα τάξη. Πολύ γρήγορα όµως η δράση της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο αυτονοµήθηκε από την µητρική Εταιρεία και ήδη στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης έπαψε να παίζει κάποιο ρόλο στον Αγώνα, αφού αυτός είχε περάσει στα χέρια της άρχουσας τάξης.
Με το ξέσπασµα της Επανάστασης, µέσα από τον ξεσηκωµό των σκλαβωµένων, αναδείχθηκαν σε διάφορα µέρη λαϊκοί ηγέτες που, εκτός από το διώξιµο του κατακτητή, είχαν στο µυαλό τους και την κοινωνική διάσταση της Επανάστασης. Να ελευθερωθούν δηλαδή καθολικά, όχι να παραµείνουν ραγιάδες τώρα πια κάτω από χριστιανό δυνάστη. Τέτοιοι ηγέτες ήταν π.χ. ήταν στην Ύδρα ο Οικονόµου, στην Πάτρα ο Παναγιώτης Καρατζάς, στην Αττική ο Μελέτης Βασιλείου, στην Άνδρο ο Μπαλής και άλλοι που, αργά ή γρήγορα, οι προύχοντες τους έβγαλαν από τη µέση.
Η Ελληνική άρχουσα τάξη διαµορφώθηκε µέσα στο Οθωµανικό καθεστώς ή µάλλον από το Οθωµανικό καθεστώς και ως εκ τούτου έφερε όλα τα χαρακτηριστικά της δοµής, της λειτουργίας και της διαφθοράς του. Πέραν τούτων, η πολύχρονη απόλαυση δοτής από τους Οθωµανούς ισχύος και πλούτου έθετε ένα ερωτηµατικό για την ακεραιότητα της εθνικής συνείδησης των αρχόντων και των ιεραρχών.
Η άρχουσα τάξη της εποχής της Επανάστασης βρήκε τον καλύτερο εκφραστή της στο πρόσωπο του φαναριώτη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ο Μαυροκορδάτος εµφανίστηκε αυτόκλητος στο στρατόπεδο του ∆ηµητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, τον οποίο παρακάλεσε να τον δεχτεί. Χωρίς να έχει προσφέρει ούτε αίµα ούτε χρήµα στον αγώνα κατάφερε πολύ γρήγορα να υποσκελίσει τον Υψηλάντη και να γίνει Πρόεδρος του Εκτελεστικού, κάτι δηλαδή σαν πρωθυπουργός της Επανάστασης. Γράφει η Αθηνά Κακούρη: «Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ανήκε στο είδος εκείνο των ανθρώπων που δεν θυσιάζουν τον εαυτό τους για να υπηρετήσουν ένα έργο, αλλά θυσιάζουν ανενδοίαστα το έργο όταν η επιτυχία του δεν αφήνει πρωταγωνιστικό ρόλο στον εαυτό τους».
Μαθηµένη η άρχουσα τάξη να ζει και να «µεγαλουργεί» κάτω από ένα προστάτη, τον αναζήτησε πάλι από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας µε τους πολιτικούς εκπροσώπους της µε τη µορφή και την ονοµασία των κοµµάτων που δηµιούργησε: Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό. Η νοοτροπία και ανάγκη αυτή της άρχουσας τάξης φαίνεται να είναι διαχρονική και να διατρέχει τη νεότερη ιστορία µας. Ο βρετανός ιστορικός Χιού Σέτον-Γουώτσον, πολύ γνωστός τη δεκαετία του 1950, έγραφε: «Ένα άλλο κακό χαρακτηριστικό του ελληνικού κατεστηµένου είναι η ηττοπάθεια. Επειδή συνειδητοποιούν πως η Ελλάδα µπορεί να σωθεί µόνο µε εξωτερική βοήθεια, πολλοί Έλληνες σηκώνουν τους ώµους και αποποιούνται τις ευθύνες τους… “Αφήστε τους Αµερικανούς να µας κυβερνήσουν, αν πάει τίποτα στραβά το λάθος είναι δικό τους”, λένε. Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και συνήθως συνδυάζουν την ηττοπάθεια µε τον ξέφρενο εθνικισµό». Αν το φέρουµε στις µέρες µας, βλέπουµε την έκπληξη της άρχουσας τάξης και της πολιτικής της εκπροσώπησης, τώρα που ο προστάτης Αµερική δείχνει αναπάντεχα ένα άλλο πρόσωπο.
Ο Καποδίστριας µε την ίδρυση, πολύ πριν την Επανάσταση, της Εταιρείας των Φίλων των Μουσών, αλλά και αργότερα σαν Κυβερνήτης, µεριµνούσε για τη δηµιουργία νέων κυρίαρχων στρωµάτων, µορφωµένων και πρόθυµων να ακολουθήσουν τον βηµατισµό των Ευρωπαίων. ∆υστυχώς όµως δεν µπόρεσε. Η ίδια η άρχουσα τάξη της εποχής του φρόντισε να µην προλάβει. Τον δολοφόνησε. Είναι η τάξη που, από της δηµιουργίας του, εναγκαλίστηκε το νεόκοπο κράτος τόσο σφιχτά ώστε να µπορεί εύκολα να αποµυζά κάθε ικµάδα του. Αυτή διαχειρίστηκε τα δάνεια της Ανεξαρτησίας και τα κατασπατάλησε σε εµφυλίους πολέµους (δάνεια που αποτέλεσαν την πρώτη πράξη της νέας δουλείας), αυτή «απόλαυσε» τα χρήµατα του Σχεδίου Μάρσαλ χωρίς να τα διαθέσει σε παραγωγικές και αναπτυξιακές επενδύσεις, όπως ήταν ο προορισµός τους, η ίδια σήµερα καρπούται τα ΕΣΠΑ, υψώνοντας Τείχος αδιαπέραστο σε κάθε άλλο ενδιαφερόµενο. Για να αναφέρω ενδεικτικά τρία µόνο παραδείγµατα.
Ένα ακόµα χαρακτηριστικό της ελληνικής άρχουσας τάξης είναι η αντίληψή της ότι «η χώρα είναι κτήµα µας και µε όσο λιγότερους τη µοιραζόµαστε, τόσο το καλύτερο»! Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τις κατά καιρούς µαζικές «εκδιώξεις» πληθυσµού – πάντοτε του νεότερου και δυναµικότερου – που οργανώνει και προωθεί υπό διάφορες ονοµασίες, αιτίες και προσχήµατα. Αναφέροµαι στη µαζική µετανάστευση προς Αµερική στα τέλη του 19ου και αρχές 20ου αιώνα, στις «εκκαθαρίσεις» του εµφυλίου και τον συνακόλουθο αναγκαστικό εκπατρισµό της πιο ζωντανής νεολαίας µας, στη µαζική µετανάστευση προς Γερµανία, Αµερική, Αυστραλία, της δεκαετίας του ΄60 (ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε πει: «Η µετανάστευση είναι ευλογία θεού διά τον τόπο»), και βέβαια αναφέροµαι στο πρόσφατο brain drain. Εκατοντάδες χιλιάδες ευφυέστατοι και καλοσπουδαγµένοι µε ελληνικό κόστος νέοι µας έφυγαν για να δουλέψουν και να διαπρέψουν εις την Εσπερία και αλλού. Αλλά ακόµα χειρότερα και τούτο: Ακούµε και διαβάζουµε όλοι µας, και το έχουµε αντιληφθεί πια, ότι το πιο απειλητικό πρόβληµα για το έθνος µας, που έρχεται να προστεθεί σ’ αυτό της µετανάστευσης, είναι το δηµογραφικό. Γερνάµε και πεθαίνουµε αλλά δεν γεννάµε. ∆εν αυξάνεται ο πληθυσµός· ούτε καν ανανεώνεται. Οι ειδικοί µάς προειδοποιούν ότι προοπτικά βαίνουµε προς εξαφάνιση. Είδατε τους αρµόδιους, δηλαδή την πολιτική εκπροσώπηση της άρχουσας τάξης – που φυσικώ(;) τω λόγω κυβερνά – να κάνουν κάτι;
Να θυµηθούµε πάλι τον Καποδίστρια, που αντιλαµβανόταν ότι η άρχουσα τάξη της εποχής του, στενόµυαλη και εθελόδουλη όπως διαµορφώθηκε µέσα στη σκλαβιά, δεν θα ήταν ικανή να πάει την υπόθεση µακριά, να φθάσει και να συµβαδίσει µε τις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις της ∆ύσης. Κι ακόµα χειρότερα, υπήρχε ο κίνδυνος να κληροδοτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά και στις επόµενες γενιές αρχόντων. Όπως και έγινε. Χρειαζόταν άλλο πνεύµα, άλλη νοοτροπία. ∆εν πρόλαβε όµως, δεν του το επέτρεψε ακριβώς αυτή η νοοτροπία των αρχόντων. Τον σκότωσαν. Και δεν του το συγχώρησαν µέχρι τα σήµερα. Είδατε αγάλµατά του και δρόµους κεντρικούς και µεγάλους να έχουν το όνοµα του; Αντίθετα, στους βασιλείς και τις βασίλισσες, συνηθέστατα ολετήρες της Ελλάδας, στήσαµε ανδριάντες και ονοµατίσαµε πληθωρικά τους κεντρικότερους δρόµους της πρωτεύουσας και των µεγάλων πόλεων. ∆εν είναι τυχαίο αυτό. Ήδη στα τρία προηγούµενα άρθρα µας δείξαµε πώς η άρχουσα τάξη που ξεπέρασε χέρι-χέρι µε τους ξένους προστάτες εύκολα το Σύνταγµα της Επιδαύρου (που όριζε εκλογή Κυβερνήτη και όχι βασιλιά) και έβγαλε από τη µέση τον Καποδίστρια, έφερε και ξανάφερε βασιλιά επιλογής των ξένων και βάδισαν έκτοτε όλοι µαζί προς τη δόξα των δικών τους συµφερόντων, εργαλειοποιώντας µονότονα και συνεχώς την πατρίδα και τον πατριωτισµό. Και ο απλός λαός, ο «αφελής», ο µόνος που µπορεί να νοιώσει αληθινά αυτές τις έννοιες, βλέπει όλα αυτά τα χρόνια να του κουνούν το δάκτυλο και να τον εγκαλούν, στην καλύτερη περίπτωση, επειδή τάχα «όλοι µαζί τα φάγαµε».
Σε µια τέτοια λοιπόν διαχρονική νοοτροπία και πρακτική εθελοδουλίας της άρχουσας τάξης, αποποίησης ευθυνών και εκχώρησης εξουσίας, µοιάζουν φυσικά, περιστατικά όπως τα παρακάτω:
Το καλοκαίρι του 1825 η Επανάσταση βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου εξουθενωµένη από τους εµφύλιους πολέµους και τις στρατιές του Κιουταχή. Τότε ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη στιγµή να µετατρέψει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο. Μυστικό συνεργάτη είχε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Αυτός κατάφερε να αποσπάσει τις υπογραφές του υπουργικού Συµβουλίου, των βουλευτών, των ιεραρχών και οπλαρχηγών σε κείµενο-αίτηµα προς την Μ. Βρετανία, στο οποίο µεταξύ άλλων έγραφε: «Το ελληνικόν έθνος δυνάµει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως, υπό την µοναδικήν υπεράσπισιν της Μ. Βρετανίας».
Στα 1945 ο Π. Κανελλόπουλος, σαν υπουργός Άµυνας, υποδεχόµενος τον Αµερικανό στρατηγό Τζέιµς Βαν Φλιτ, του είπε παρουσιάζοντας το ελληνικό στρατιωτικό άγηµα: «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας».
Αλλά και πρόσφατα, τον Αύγουστο του 2021, ανώτατος πολιτειακός παράγοντας, απευθυνόµενος σε Αµερικανό γερουσιαστή, ακούστηκε να λέει: «Από την Κέρκυρα µέχρι το Καστελόριζο και από την Κρήτη µέχρι την Θράκη, σας παραδίδουµε την Ελλάδα σήµερα στα χέρια σας. Και είµαι σίγουρος πως είναι σε καλά χέρια».
Και αυτά µόνον ενδεικτικά, για το πώς η κρατούσα τάξη στην Ελλάδα βλέπει τον «ξένο παράγοντα». Θα πρέπει όµως να έχουµε υπόψη µας, όπως έχουµε ξαναπεί, ότι η εθελοδουλία του ασθενέστερου συνεπάγεται την υπεροψία και περιφρόνηση του ισχυρότερου, κάτι, που όχι σπάνια πια, αντιµετωπίζουµε στις διεθνείς σχέσεις µας.