Η Κρήτη και ειδικότερα τα Χανιά, βιώνουν ένα εντεινόµενο αστικό χάσµα. Από τη µια πλευρά, η εκρηκτική τουριστική ανάπτυξη, σαρώνει τα πάντα στο πέρασµα της και οδηγεί σε άνοδο των εµπορικών αξιών των ακινήτων, αναδιαµορφώνοντας ριζικά τον αστικό χώρο µε όρους επένδυσης.
Από την άλλη, µεγάλα τµήµατα του πληθυσµού αποκλείονται µαζικά από την πρόσβαση σε αξιοπρεπή και προσιτή κατοικία.
Η πίεση αυτή µετατρέπει την στέγη από ανάγκη και στοιχειώδες δικαίωµα, σε ένα δυσεύρετο πολυτελές αγαθό. Οι νέοι, οι εργαζόµενοι και οι φοιτητές έρχονται διαρκώς αντιµέτωποι, µε τον εφιάλτη της αδυναµίας να βρουν προσιτή κατοικία.
Αναπόφευκτα, το έλλειµα πολιτικής και η ορατή αποστροφή των κρατούντων στο δικαίωµα της στέγασης, δεν µπορεί πάρα να µας φέρνει στο νου την ανάµνηση της κοινωνικής κατοικίας και ενός παρελθόντος µε στοιχειώδη σηµάδια σχεδιασµών προς το δηµόσιο συµφέρον.
Το ζήτηµα της στεγαστικής πολιτικής υπήρξε κατά το παρελθόν κυρίως αρµοδιότητα των κεντρικών φορέων, και όχι των δήµων, όπου σήµερα βλέπουµε µια σχετική κινητικότητα, αν και οι περιπτώσεις παραµένουν περιορισµένες. Ο κύριος φορέας που εφάρµοζε την στεγαστική πολιτική υπήρξε µεταπολεµικά ο Οργανισµός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ), ένας κρατικός οργανισµός ο οποίος κατασκεύαζε εκτός των άλλων, οργανωµένους οικισµούς για χαµηλόµισθους εργαζόµενους. Οι οικισµοί µάλιστα που µελετούσε και κατασκεύαζε ο ΟΕΚ, έφταναν να αντιπροσωπεύουν το 95% της δηµόσιας οικοδοµικής δραστηριότητας, ενώ από την ίδρυση του το 1954 µέχρι την κατάργηση του το 2012 από τα Μνηµόνια, είχε βοηθήσει συνολικά 363.000 οικογένειες να βρουν στέγη. Αργότερα, η ∆.Ε.Π.Ο.Σ. (∆ηµόσια Επιχείρηση Πολεοδοµίας και Στέγασης), που συστήθηκε την δεκαετία του 1980, και είχε σκοπό την παραγωγή οικονοµικά προσιτών κατοικιών, έµελλε να διαδραµατίσει και αυτή κάποιο ρόλο, προχωρώντας σε αναπλάσεις και άλλα έργα, αφέθηκε όµως χωρίς υποστήριξη, ατόνησε, εξελίχθηκε σε αναπτυξιακή κτηµατική εταιρεία και τελικά σταµάτησε και αυτή να λειτουργεί το 2010. Αξιοσηµείωτες επίσης υπήρξαν και οι παρεµβάσεις της Εθνικής Στεγαστικής Τράπεζας της Ελλάδος, που προσπάθησε να διευκολύνει την χορήγηση στεγαστικών δανείων µε ευνοϊκούς όρους κατά το διάστηµα λειτουργίας της.
Η ύπαρξή των παραπάνω στο παρελθόν, υποδεικνύει ότι το ελληνικό κράτος διέθετε ισχυρή θεσµική δυνατότητα παρέµβασης στο χώρο µε όρους δηµόσιου συµφέροντος. Η απουσία αντίστοιχων µηχανισµών στις µέρες µας επιτείνει το θεσµικό έλλειµµα στη στεγαστική πολιτική, αφήνοντας τις τοπικές κοινωνίες και κυρίως τις νεότερες γενιές, εκτεθειµένες σε ανεξέλεγκτες δυνάµεις της αγοράς, χωρίς εργαλεία κοινωνικής προστασίας. Η πραγµατικότητα είναι ότι στην Ελλάδα µέχρι πρότινος, µετά από την διακοπή της λειτουργίας των παραπάνω, η κοινωνική κατοικία ως οργανωµένο σύστηµα ήταν σχετικά ανύπαρκτη. Για την ακρίβεια η χώρα µας, αποτελεί από τις ελάχιστες εξαιρέσεις σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών χωρίς ανεπτυγµένη στεγαστική πολιτική για ευάλωτες οµάδες του πληθυσµού. Μόλις τα τελευταία χρόνια γίνεται µια προσπάθεια αποσπασµατικά να καλυφθεί αυτό το κενό µε κάποια προγράµµατα, όπως το πρόγραµµα «Κάλυψη» όπου αφορούσε µίσθωση ιδιωτικών κατοικιών για νέους µε επιδότηση ενοικίου για ορισµένο χρόνο, ενώ άξιο αναφοράς είναι και το πιλοτικό πρόγραµµα «Κοινωνικής Στέγασης Ευάλωτων Οµάδων», το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά το τελευταίο συγκεκριµένα, µε χρηµατοδότηση του Ταµείου Ανάκαµψης επισκευάζονται συνολικά 100 κατοικίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη οι οποίες θα διατεθούν προς ενοικίαση για ευάλωτα νοικοκυριά µε ένα τυπικό ενοίκιο. Στην Αθήνα ο φορέας υλοποίησης είναι η Εταιρεία Ανάπτυξης και Τουριστικής Προβολής Αθηνών Αναπτυξιακή Α.Ε. ΟΤΑ (ΕΑΤΑ) και αφορούσε 70 ιδιωτικά διαµερίσµατα τα οποία µισθώθηκαν και επισκευάζονται ενώ στην Θεσσαλονίκη ακολουθήθηκε διαφορετικό µοντέλο, µε το πρόγραµµα να αφορά 30 κατοικίες και γίνεται µέσω της ∆ηµοτικής Αναπτυξιακής. Στην Θεσσαλονίκη µάλιστα, αξιοσηµείωτο είναι ότι θα δοθεί προτεραιότητα σε αξιοποίηση δηµοτικών ακινήτων.
Ωστόσο, όλα αυτά απέχουν αρκετά από τις οργανωµένες πολιτικές κοινωνικών κατοικιών που συναντάµε σε σύγχρονα Ευρωπαϊκά Κράτη. Σε αντίθεση µε την εγχώρια στασιµότητα, πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν καταφέρει να διατηρούν αποτελεσµατικές πολιτικές στέγασης που εξυπηρετούν χιλιάδες πολίτες. Φωτεινό παράδειγµα αποτελεί η Βιέννη, όπου εδώ και δεκαετίες κατασκευάζει και διαχειρίζεται κατοικίες προσφέροντας στέγη και προσιτά ενοίκια. Μόνο κατά την περίοδο του µεσοπολέµου κατασκευάστηκαν 65.000 διαµερίσµατα ενώ µέχρι σήµερα φέρεται να έχουν κατασκευαστεί συνολικά 220.000, µε πάνω από το 60% των κατοίκων να ζει σε δηµόσια ή επιδοτούµενη κατοικία. Παρόµοιες καταστάσεις συναντούµε και στην Ολλανδία, µε το 29% του συνολικού αποθέµατος των κατοικιών να αφορά κοινωνική στέγη, ενώ στην Γαλλία αποτελούν το 17% του συνόλου των κατοικιών. Πολύ αξιόλογη περίπτωση είναι και αυτή της Ισπανίας όπου η στεγαστική κρίση οδηγεί το κράτος να παίρνει τολµηρά µέτρα αλλά και να σχεδιάζει µεγάλης κλίµακας έργα προς την κατεύθυνση αυτήν. Σηµαντικό σηµείο µάλιστα που αξίζει να δούµε, αποτελεί η ενεργός συµµετοχή της αυτοδιοίκησης η οποία παρεµβαίνει καθοριστικά, µε τον ∆ήµαρχο της Βαρκελώνης για παράδειγµα να ηγείται ενός ευρύτερου µετώπου ευρωπαϊκών µητροπόλεων που ζητούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τους επιτραπεί η άµεση διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για τη στέγαση καθώς και να αποκτήσουν µεγαλύτερο ρόλο στον σχεδιασµό της στεγαστικής πολιτικής. Παράλληλα προτείνει αυστηρότερα µέτρα για την βραχυχρόνια µίσθωση. Η προσέγγιση της Μαδρίτης αντιθέτως, δίνει έµφαση στην αύξηση της προσφοράς µέσω δόµησης νέων κατοικιών, µε τις πρωτοβουλίες αυτές να εντάσσονται σε µια στρατηγική που αναγνωρίζει τη στέγαση ως κοινωνικό δικαίωµα και αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο των ∆ήµων στην ευρωπαϊκή στεγαστική πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, επιστρέφοντας στα καθ΄ ηµάς, η υπάρχουσα κατάσταση στα Χανιά, απαιτεί όχι απλώς προσοχή, αλλά σοβαρή τεχνική, νοµική και πολιτική διερεύνηση. Η ανάγκη για παρεµβάσεις µοιάζει πλέον επιτακτική. Θα µπορούσε άραγε να διερευνηθεί το ενδεχόµενο αξιοποίησης ανενεργών ή εγκαταλελειµµένων δηµοτικών ακινήτων µε στόχο την δηµιουργία κατοικιών µε κοινωνικά ή εισοδηµατικά κριτήρια; Με ποιο τρόπο ο ∆ήµος θα µπορούσε να εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση και ποιο θα µπορούσε να είναι το κατάλληλο «όχηµα» για την σχεδίαση ενός χρηµατοδοτικού µοντέλου, ικανού να διασφαλίσει τόσο την λειτουργία όσο και την ανάπτυξη της προσπάθειας; Επιπλέον, µπορεί άραγε το εγχείρηµα της αξιοποίησης των ακινήτων αυτών σε ότι αφορά το τεχνικό κοµµάτι, να έχει βιώσιµο αποτύπωµα;
Η εµπειρία από άλλα ευρωπαϊκά παραδείγµατα δείχνει ότι η ενσωµάτωση βιώσιµων µεθόδων, έξυπνων καινοτόµων τεχνολογιών και ενεργειακά αποδοτικών λύσεων, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελεί βασική προϋπόθεση για έργα τέτοιου χαρακτήρα. ∆εν χωράει αµφιβολία ότι ένα τέτοιο εγχείρηµα θα αποτελέσει πρότυπο για τον ∆ήµο και παράδειγµα κοινωνικής πολιτικής µε βιώσιµο και µακροπρόθεσµο αντίκτυπο. ∆εν πρόκειται για εύκολη λύση, ωστόσο, σε επίπεδο προθέσεων τουλάχιστον, υπάρχουν παραδείγµατα τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν, γεγονός που καθιστά µια τέτοια προοπτική άξια σοβαρής διερεύνησης.
*Ο Μιχάλης Λιονάκης είναι πολιτικός µηχανικός µεταπτυχιακός φοιτητήςΠολιτικών Επιστηµών