Κάτι πολύ πιο σπουδαίο από το μέλλον της ελληνικής οικονομίας κρίνεται τούτες τις ημέρες. Η περιβόητη διαπραγμάτευση μεταξύ Ελλάδας και Ευρωπαίων εταίρων έχει αναδείξει το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ε.Ε., το οποίο όλοι γνώριζαν, αλλά κανείς δεν έθιγε.
Στο επίκεντρο, λοιπόν, βρίσκεται ο ηγεμονικός ρόλος που θέλει να παίζει στην Ενωση η Γερμανία. Τα τελευταία χρόνια το Βερολίνο πολλάκις έχει συγκρουστεί με τα όργανα της Ε.Ε. Μέρκελ και Σόιμπλε δεν δίσταζαν να “αδειάσουν” -εν είδει νουθεσίας- την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλα θεσμικά όργανα της Ενωσης.
Για ιστορικούς λόγους πολλοί λαοί -και ιδιαίτερα οι Ελληνες- βλέπουν με επιφύλαξη τους Γερμανούς. Αυτό, βέβαια, ίσως υποκρύπτει και το αίσθημα ζήλειας απέναντι σε μία χώρα, που ηττήθηκε σε δύο πολέμους, αλλά στάθηκε στα πόδια της και παραμένει διαχρονικά η ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.
Το επίτευγμα αυτό όμως, κατά πόσο νομιμοποιεί τον αλαζονικό χαρακτήρα της γερμανικής καγκελαρίας; «Η αλληλεγγύη δεν είναι μονόδρομος» δήλωσε η Αγκελα Μέρκελ, διαγράφοντας μονομιάς έναν από τους βασικούς πυλώνες πάνω στον οποίο στηρίχθηκε το ευρωπαϊκό όραμα.
Στο σημερινό Eurogroup, λοιπόν, αλλά και τις επόμενες ημέρες, η Ευρώπη δεν καλείται απλά να λύσει ένα οικονομικό ζήτημα. Καλείται να αποφασίσει αν θα έχει 28 ή μία πρωτεύουσα, δηλαδή το Βερολίνο.
Μέσα από το ελληνικό ζήτημα, η Ευρωπαϊκή Ενωση αναγκαστικά θα ορίσει το μέλλον της ως οντότητα.