Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Μανώλης Σολανάκης: Ο αειθαλής μαχητής από τη Σπίνα

Γράφει ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΕΤΡΑΚΗΣ*
Ανέκαθεν στους κοινωνικούς αγώνες τον καιρό της ειρήνης και στα πεδία των μαχών στον πόλεμο, αναδεικνύονταν ηγετικές φυσιογνωμίες που ενέπνεαν το σεβασμό, οδηγούσαν και σηματοδοτούσαν τα γεγονότα. Δεν αποτελεί εξαίρεση ο διαδραματιζόμενος αγώνας των κατοίκων, των ριζιμιών χωριών του Αποπηγαδιού, ενάντια στην επιχειρούμενη σύγχρονη εισβολή των πολυεθνικών στον τόπο τους, με αφορμή την κλιματική αλλαγή και την “πράσινη” ανάπτυξη.
Γιατί ως τέτοια την αντιλαμβάνεται -και δικαίως με τον τρόπο που επιβάλλεται- ο Μανώλης Σολανάκης από την Σπίνα, που λέει χαρακτηριστικά: “Ποια είναι η Δημοκρατία που πάνε με το ζόρι να πάρουνε των ανθρώπων τις περιουσίες -Όχι- μόνο αυτό δεν λέγεται Δημοκρατία.”
Ο Μανώλης γέννημα θρέμμα του Αποπηγαδιού και της Σπίνας από το 1924, ήταν 17 χρονών όταν ακολουθώντας τον πατέρα του Κωστή, έλαβε το “βάπτισμα” του πυρός, πολεμώντας τους ναζί στα Φλώρια και το Φαράγγι της Καντάνου. Στη συνέχεια, “εβαστούσε το όπλο, τέσσερα χρόνια, επολέμησε τους Γερμανούς, που τον πήγανε για εκτέλεση δυο φορές, μα δε τον ένοιαξε μόνο επάλεψε.”
Μπορεί ο Μανώλης μετά τις σαράντα ημέρες φυλάκισης στην Αγιά, να γλίτωσε από τύχη την εκτέλεση, μα δεν συνέβη το ίδιο και στον μεγαλύτερο αδελφό του Γιώργο, που θανατώθηκε έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, όταν δεν ομολόγησε που είχαν κρύψει το όπλο-λάφυρο που ο πατέρας τους είχε κερδίσει στην μάχη των Φλωρίων.
Για να ζήσει μέχρι σήμερα ο Μανώλης ειρηνικά, μέσα στο απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς τοπίο που αγάπησε και προστάτευσε, σπαταλώντας ελάχιστη ενέργεια και συμβάλλοντας σχεδόν μηδενικά στο “φαινόμενο του θερμοκηπίου”. Μέχρι που οι νομικοί εκπρόσωποι της εταιρείας, συνοδεία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων, ήρθαν να τον διατάξουν ξεδιάντροπα, να φύγει από τον τόπο που γεννήθηκε, μεγάλωσε, πολέμησε για την πατρίδα του. Που πότισε με τον τίμιο ιδρώτα του για και να ζήσει αυτός και τα παιδιά του.
Και φωνάζει με αγανάκτηση: “Μα νά? ρθουνε σήμερα οι δικοί μας, να μας πάρουνε τούτανε τα βουνά, που΄ νε βαμμένα με αίμα, που δεν τα πάτησε μήδε Ενετός μήδε Τούρκος;”
-Όχι- Μολών Λαβέ! Εγώ πρώτος θα πολεμήσω! Δεν θα αφήσω τα Σπινιωτάκια να ξεπουλήσουνε τη Σπίνα, απάντησε και χωρίς να φορά κουκούλα, χωρίς να κρατά σιδερολοστούς, μόνο με το μπαστούνι του αντί τουφέκι, τράβηξε στις 10 του Φλεβάρη τον ανήφορο με τα πόδια, δεκαεφτάρης και πάλι. Για να προφτάσει πρώτος απ΄ όλους τις μπουλντόζες με την πολυπληθή φρουρούμενη αντιπροσωπία της εταιρείας, που ανέβαιναν με τα τζιπ της “προστασίας του πολίτη”. Και όταν ήταν έτοιμες να ξεσκίσουν… τη ζωή του, το πολυαγαπημένο του Αποπηγάδι, να τις “απειλήσει”: “Να φύγετε, να πάρετε τα μηχανήματα και να φύγετε, να μείνουνε οι περιουσίες μας, να μείνουνε τα νερά μας, να μείνει ο αέρας μας, να μείνουνε τα βουνά μας!”
Μπορεί κάποια στιγμή “ζυγιάζοντας” τον εχθρό, να υπερίσχυσε ο πατέρας και εφώναξε, “προς Θεού μη μας εμπλέξετε, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου, εμένα δε με νοιάζει”, μα γρήγορα υπακούοντας στην αρχέγονη εντολή του Καπετάν Κουμή, που “είπε στους παλιότερους (και αυτοί στους νεότερους), τα βουνά της Σπίνας να τα βαστήξετε!”, εβροντοφώναξε: “Όταν μας εκαταλύσετε θα πάρετε τη Σπίνα, έχουμε εγγόνια να παλέψουνε, έχουμε παιδιά”. Και πρώτος εστήθηκε στο ανθρώπινο τείχος των δεκατεσσάρων, σε μπαϊράκι με την ελληνική σημαία.
Για να συλληφθεί με την προκατασκευασμένη(sic) κατηγορία της “Απρόσφορης Απόπειρας”(sic), και να οδηγηθεί μαζί με όλους κρατούμενος, για πρώτη φορά μετά τις φυλακές της Αγιάς, στο αστυνομικό τμήμα Καντάνου, όπου παρέμεινε μέχρι αργά το απόγευμα. Υπομένοντας αδιαμαρτύρητα, εκτός των άλλων, τον δυνατό πόνο στη μέση από χτύπημα πάνω στην μπουλντόζα, που ο μανιασμένος νοτιάς τον έριξε!
Δεν τον ένοιαξε όμως γιατί όπως μας είπε και πέρυσι στις 24 του Μάη στο Φαράγγι, “δίκαια πολεμώ από τότε που ήμουνα 17 χρονών και θα συνεχίσω να παλεύω για την Ελευθερία, για να λέω των ανθρώπων πια είναι η ζωή, πως η Ελευθερία είναι πάνω απ? όλα!” και γιατί όπως μας παράγγειλε, “δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε, την ιστορία, γιατί ξεχνούμε τον εαυτό μας, ξεχνούμε ποιοι είμαστε, ξεχνούνε οι νέοι μας ποιοι είναι!”
Μανώλη Σολανάκη, μείνε ήσυχος, δεν θα ξεχάσουμε, θα είμαστε πάντα δίπλα σου και συγχώρεσε μας για το “παππού”, μα είναι τα λόγια του σοφού μας Νίκου Καζαντζάκη, από την “Αναφορά στο Γκρέκο”, που ταιριάζουν στην περίπτωση:
-Παππού αγαπημένε, είπα δώσ΄ μου μια προσταγή…
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ΄ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή…
Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Όσο για εσάς, αγαπητοί μας της Κυβέρνησης, της νυν, της πρώην και της επόμενης, βάλτε το καλά στο μυαλό σας: Όσο υπάρχουν Μανώληδες που βιώνουν την “πράσινη” ανάπτυξη με αυτόν τον τρόπο, αυτή -ίσως και εσείς- θα έχετε οικτρά αποτύχει.

* Κοινωνιολόγος, e-mail: petrakiskostis@gmail.com


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα