“… είναι ρητή η αναφορά της µελέτης του ΓΠΣ για έλειµµα πρασίνου 300 στρεµµάτων στα Χανιά, όµως η πόλη συνεχίζει να αναπτύσσεται µε βάση τις ανάγκες των τροχοφόρων…”
Κατά την πολυσυζητηµένη πολιτική εκδήλωση στο φετινό φεστιβάλ βιβλίου στα Χανιά οι εκπρόσωποι της κεντρικής σκηνής αναφέρθηκαν εµφατικά στην επικινδυνότητα της κλιµατικής αλλαγής και στο κατεπείγον ανάληψης δράσης για την κλιµατική ανθεκτικότητα.
Αν οι διοργανωτές, ως όφειλαν, είχαν θέσει ως προϋπόθεση την αναφορά σε κάποιο βιβλίο, θα πρότεινα σαν βάση για συζήτηση το «Κλιµατική ∆ικαιοσύνη, για µια νέα πάλη των τάξεων»(1), στο οποίο θα αναφερθώ εκτενώς στη συνέχεια, επειδή δεν έχει ακόµη µεταφραστεί, καταλήγοντας σε συµπεράσµατα άκρως διδακτικά για τα Χανιώτικα πράγµατα.
Η ∆ιακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιµατική Αλλαγή (IPCC) τοποθετούσε την επικίνδυνη ζώνη που οι απόγονοι µας θα αντιµετώπιζαν µέσες θερµοκρασίες αυξηµένες µεταξύ 1,5 και 4 βαθµούς Κελσίου γύρω στο 2100. Ειδικά οι κάτοικοι της Βόρειας Ευρώπης θα µπορούσαν να σκεφτούν ότι µερικοί βαθµοί παραπάνω θα έκαναν τη ζωή το χειµώνα πιο εύκολη, δεν είναι κάτι δραµατικό. Όµως φέτος το καλοκαίρι βιώνουν, όπως και πριν δυο χρόνια, µεγάλο κύµα ζέστης µε το θερµόµετρο να δείχνει θερµοκρασίες από 38 βαθµούς Κελσίου και πάνω και την υγρασία να φτάνει σε ποσοστά από 50 έως 70% (2). Ο συνδυασµός κάνει την ατµόσφαιρα αποπνικτική και αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο θερµοπληξίας. Σε πλανητικό επίπεδο παρατηρείται µια ατελείωτη αλληλουχία κλιµατικών γεγονότων που αναµφίβολα συνδέονται µε την υπερθέρµανση όπως καύσωνες, ιστορικού µεγέθους ξηρασίες, καταστροφικές πληµµύρες και θηριώδεις πυρκαϊές µέχρι σε όλα πιά πλάτη και µήκη της γης. ∆ηµοσίευµα του Time (3) έρευνα από το Climate Central έδειξε ότι το χειµώνα του 2024-25 οι επιπτώσεις της κλιµατικής αλλαγής ήταν εµφανείς σε όλες τις περιοχές του πλανήτη και επηρέασαν άµεσα την καθηµερινότητα εκατοµµυρίων ανθρώπων ενώ παρατηρήθηκε έντονη γεωγραφική ανισότητα στην κατανοµή των επιπτώσεων. Οι µεταβολές µπορεί να είναι αργές και προοδευτικές (αύξηση των µέσων θερµοκρασιών, υφαλµύρωση των εδαφών και υπόγειων υδροφορέων, υποχώρηση του παραλιακού ανάγλυφου και τήξη των πάγων) αλλά και ταχείες, βίαιες και θανατηφόρες (κυκλώνες, πληµµύρες, καύσωνες).
Για αρκετόν καιρό οι επιστήµονες εκτιµούσαν ότι οι αλλαγές στη βιοσφαίρα λόγω της υπερθέρµανσης του πλανήτη θα ήταν προοδευτικά γραµµικές κάτι που θα επέτρεπε να τις σταµατήσουν ή και να τις επαναπροσανατολίσουν. Σήµερα γνωρίζουµε ότι ακόµη και µέτριες αλλαγές στο κλίµα µπορούν να πυροδοτήσουν βίαιες, µαζικές και µη αναστρέψιµες επιπτώσεις: σηµεία χωρίς επιστροφή, tipping points (4). Πρόσφατα επιστηµονικά ευρήµατα εντόπισαν 15 σηµεία χωρίς επιστροφή, µεταξύ άλλων τη συρρίκνωση του τροπικού δάσους του Αµαζονίου, την τήξη των αρκτικών πάγων, και τη διακύµανση των µουσώνων στη ∆υτική Αφρική. Κάποια από αυτά πλησιάζουν επικίνδυνα, και ακόµη χειρότερα στο σηµείο να τροφοδοτήσουν φαινόµενα domino: η αύξηση της θερµοκρασίας στην Αρκτική επιταχύνει την τήξη των πάγων, που επιβραδύνει την κυκλοφορία µεσηµβρινού ρεύµατος στον Ατλαντικό, που µειώνει τις βροχοπτώσεις στην Νότια Αµερική, που αυξάνει τις πυρκαϊές στην Αµαζονία, οι οποίες αυξάνουν την υπερθέρµανση.
Στην έκθεση IPCC 2018 τεκµηριώνονται επιστηµονικά οι διαφορές των συνεπειών για αυτό το µισό βαθµό, οι οποίες είναι τόσο µεγάλες που συνοψίστηκαν στην προτροπή «κάθε τόννος διοξειδίου άνθρακα µετράει» καθώς πέρα από τον 1,5ºC είναι οι ίδιες οι συνθήκες επιβίωσης στο πλανήτη από το ανθρώπινο είδος που τίθενται υπό αίρεση. Η αύξηση 1,5 ºC αποτελεί ένα φυσικό όριο που αν ξεπεραστεί περνάµε δυνητικά σε συνεχή υπερθέρµανση µε περισσότερο από αβέβαια, άγνωστη κατάληψη, καλό είναι να µιλάµε για κλιµατική καταστροφή ή κατάρρευση και όχι απλά κρίση. Κληροδοτούµε στις επόµενες γενεές µια κατάσταση µη αναστρέψιµου κλιµατικού χάους για το οποίο δεν θα µπορούν να κάνουν τίποτε όσες προσπάθειες κι αν γίνουν µελλοντικά.
H επιστηµονική βιβλιογραφία εξετάζει δύο παραµέτρους για να εκτιµήσει την δυνατότητα ανθρώπινης επιβίωσης σε συνθήκες πίεσης λόγω ζέστης σε συγκεκριµένες γεωγραφικές ζώνες: την θερµοκρασία και την υγρασία, όπου ο συνδυασµός τους προσδιορίζει την ‘θερµοκρασία υγρού βολβού’ την οποία υφίσταται ο άνθρωπος (5). Όταν ο αέρας είναι κορεσµένος σε υγρασία δηλαδή 100%, µια θερµοκρασία των 35 ºC δεν επιτρέπει στη διαπνοή να δροσίσει το ανθρώπινο σώµα και επέρχεται υπερθερµία και δυσλειτουργία των οργάνων που µπορεί να προκαλέσει και θάνατο αν παραταθεί αυτή η κατάσταση ικανό χρονικό διάστηµα. Αυτό το κατώφλι δεν είχε ξεπεραστεί ποτέ στο παρελθόν ακόµη και σε καύσωνες όπου η θερµοκρασία ξεπερνούσε κατά πολύ τους 40 ºC. Σήµερα έχει παρατηρηθεί στα Αραβικά Εµιράτα, στο Κατάρ και στο Πακιστάν να έχει φτάσει και ξεπεράσει τους 35 ºC ώστε οι συγκεκριµένες περιοχές να χαρακτηριστούν µη κατοικήσιµες (Καράτσι, Ιούνιος 2024 µε νοσοκοµεία και νεκροτοµεία γεµάτα από ανθρώπους σε κατάσταση υπερθερµίας). Με την άνοδο της µέσης θερµοκρασίας εκτιµάται ότι οι ζώνες αυτές θα διευρυνθούν και θα καλύψουν εκτός από τη Μέση Ανατολή και περιοχές της Νότιας και Κεντρικής Αµερικής, της Κίνας και της Νοτιο-ανατολικής Ασίας, όπου οι άνθρωποι δεν θα έχουν άλλη επιλογή από τη µαζική µετανάστευση σε κατοικήσιµες ζώνες.
Σύµφωνα µε στοιχεία της υπηρεσίας Copernicus της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τον Ιούνιο 2024 µεγάλο µέρος της περιοχής να βιώνει «πολύ ισχυρή θερµική καταπόνηση» και τις µέσες αισθητές θερµοκρασίες να ξεπερνούν σε πολλές περιπτώσεις τους 38 βαθµούς, φτάνοντας έως και τους 48 βαθµούς στην Πορτογαλία, δηλαδή σε επίπεδα «ακραίας θερµικής καταπόνησης». Αυτές οι συνθήκες γίνονται ακόµη πιο ακραίες στις πόλεις λόγω του φαινοµένου της αστικής θερµικής νησίδας. Ο όρος αναφέρεται στην αυξηµένη θερµοκρασία που παρατηρείται τόσο στην ατµοσφαιρική όσο και στην επιφανειακή θερµοκρασία των πόλεων, συγκριτικά µε την θερµοκρασία σε περιοχές πέριξ αυτών, κυρίως εξαιτίας της µεγαλύτερης απορρόφησης θερµότητας από δοµικά υλικά όπως το σκυρόδεµα και η άσφαλτος, καθώς και της έλλειψης πρασίνου.
Σε πείσµα των παραπάνω οι εκποµπές αερίων θερµοκηπίου αυξάνονται σε επίπεδα ρεκόρ λόγω κατανάλωσης ορυκτών καυσίµων ιστορικών διαστάσεων. Μολαταύτα η µείωση των εκποµπών είναι το κύριο µέσο µετρίασης της βιαιότητας των σηµερινών και µελλοντικών καταστροφών. Από το 2018 οι εµπειρογνώµονες του κλίµατος εισήγαγαν την έννοια του υπολειπόµενου προϋπολογισµού άνθρακα. Η εκτίµηση των σωρευτικών καθαρών ανθρωπογενών παγκόσµιων εκποµπών διοξειδίου άνθρακα σε µια δεδοµένη ηµεροµηνία µέχρι το σηµείο που οι εκποµπές θα µηδενιστούν ώστε να επιτρέψουν µε µια πιθανότητα να περιοριστεί η πλανητική υπερθέρµανση σε κάποιο επίπεδο στόχο. Αυτό µας επιτρέπει να υπολογίσουµε τα χρόνια που αποµένουν πριν µπούµε στη ζώνη αβεβαιότητας αύξησης της µέσης θερµοκρασίας πέρα από τον 1,5 ºC. Η αύξηση πλούτου στη βιοµηχανική αλλά και τη σηµερινή εποχή συσχετίζεται µε την κατανάλωση ενέργειας από ορυκτά που συνεπάγεται εκποµπές αερίων θερµοκηπίου, εποµένως η κλιµατική κρίση είναι συνυφασµένη µε τον τρόπο ζωής και κατανάλωσης της κοινωνίας.
Είναι σίγουρο ότι κάθε πρόσθετος τόννος εκπεµπόµενων αερίων θερµοκηπίου αυξάνει την συχνότητα και την ένταση των ανθρώπινων και περιβαλλοντικών καταστροφών. Είναι επίσης σίγουρο ότι βιώνουµε µια γενικευµένη κρίση που υπερβαίνει το διακύβευµα του κλίµατος και υποχρεώνει να αναστοχαστούµε τη θέση µας στον κόσµο. Η υποκατάσταση των πράσινων ή καθαρών τεχνολογιών σε αυτές που έχουν βάση τον άνθρακα, στο βαθµό που είναι εφικτή, δεν αρκεί . Η κρίση επηρεάζει τη βιοποικιλότητα, τη χρήση γης, τις πρώτες ύλες και τον υδάτινο κύκλο υπό την επήρεια της χηµικής ρύπανσης και του πλαστικού. Όταν οι πολιτικές υποτίθεται αντιµετώπισης της κλιµατικής κρίσης δεν θέτουν υπό αίρεση το δόγµα της ανάπτυξης τείνουν εξ ορισµού να το διαιωνίσουν. Στην ουσία δεν υπάρχει µετάβαση (6) σε καθαρότερες µορφές ενέργειας αλλά συσσώρευση των διαφόρων µορφών µε αέναη αύξηση της κατανάλωσης των πρώτων υλών, η ηλεκτροκίνηση κυριαρχεί στις πόλεις και ο αέρας καθαρίζει εις βάρος εξόρυξης τεράστιων ποσοτήτων µετάλλων και σπάνιων γαιών που µεγενθύνουν αλλού τη ρύπανση. Από την άλλη οι τεχνικές αποθήκευσης για µείωση της συγκέντρωσης άνθρακα στην ατµόσφαιρα απαιτούν σηµαντικές υποδοµές που καταναλώνουν φυσικούς πόρους σε τέτοιο βαθµό που έρχονται σε σύγκρουση µε την παραγωγή τροφής και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Καµµία τεχνική ούτε υποθετική τεχνολογική καινοτοµία δεν µπορεί να αντισταθµίσει τα τελευταία 50 χρόνια εθελοτυφλίας, αδράνειας και αναβολών.
Η µόνη λύση είναι η λιτότητα/εγκράτεια (sobriety) µε την έννοια « ενός συνόλου µέτρων και καθηµερινών πρακτικών που επιτρέπουν την αποφυγή της κατανάλωσης ενέργειας, υλικών, χρήση γαιών και νερού εξασφαλίζοντας την ευηµερία µε σεβασµό στη φέρουσα ικανότητα του πλανήτη». Εκτιµήσεις της IPCC υπολογίζουν ότι οι εκποµπές αερίων θερµοκηπίου µπορούν να µειωθούν από 40 έως 70% στον ορίζοντα του 2050 µε αλλαγή συµπεριφοράς που δεν είναι υπόθεση απλά ατοµικών επιλογών, αλλά προϋποθέτει βαθειές αλλαγές της οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης που σήµερα θεµελιώνεται στη µεγέθυνση και την αρπαγή των πόρων στο διηνεκές. Οι θανάσιµες και βαθιά άδικες συνέπειες της κλιµατικής καταστροφής απαιτούν δράση σε όλα τα επίπεδα, ιδιαιτέρως από τα κράτη και τις επιχειρήσεις. Οι κυβερνήσεις και οι µεγάλες επιχειρήσεις είναι αντικείµενο νοµικών ενεργειών σε διεθνές και εθνικά επίπεδα που τους υποχρεώνουν σε πιο υπεύθυνη δραστηριότητα µε σηµαντικά αποτελέσµατα. Αν αυτό συνοδευτεί από ανάληψη ατοµικής ευθύνης και τα άτοµα σταµατήσουν να είναι παθητικοί καταναλωτές, ο συνδυασµός ατοµικών προσπαθειών, αλλαγής συµπεριφοράς και επενδυτικών επιλογών, έχει εκτιµηθεί ότι µπορεί να οδηγήσει σε µείωση του ανθρακικού αποτυπώµατος µεταξύ 25 και 45%, µόνο οι αλλαγές νοοτροπίας – χορτοφαγία, µετακίνηση µε εναλλακτικά µέσα στο ΙΧ οπουδήποτε είναι εφικτό, περιορισµός αεροπορικών ταξιδιών, κατανάλωση τοπικών αγαθών και προϊόντων από δεύτερο χέρι- µπορεί να επιτρέψουν 10% µείωση των συνολικών εκποµπών (7).
Μείζονες αλλαγές µπορούν να προκληθούν από µειοψηφίες, ενδεικτικό το παράδειγµα του ποδηλάτου: µια χούφτα αγωνιστών που γίνονταν όλο και περισσότεροι έχει προκαλέσει βαθιές µεταµορφώσεις του δηµόσιου χώρου και των πολιτικών για τη µετακίνηση, την ίδια στιγµή που δηµιουργεί οικονοµικό οικοσύστηµα που αποτελείται από κατασκευαστές ποδηλάτων, πωλητές, δανειστές και επισκευαστές. Οι µεταβολές στο κλίµα έχουν διαρκή και εν πολλοίς µη αναστρέψιµο χαρακτήρα. Από την άλλη η υπεύθυνη συµπεριφορά δεν συνεπάγεται ατοµικό όφελος ανάλογο µε την προσπάθεια και τις θυσίες. Κι αυτό γιατί οι αχόρταγοι καταναλωτές άνθρακα µας απενεχοποιούν λειτουργώντας σαν «ξένοιαστοι καβαλλάρηδες» που είτε δεν έχουν συνείδηση του προβλήµατος είτε είναι τεχνολογικά αισιόδοξοι και ελπίζουν να επωφεληθούν από τον έλεγχο της κλιµατικής µετατόπισης (dérive) χωρίς να καταβάλλουν το κόστος. Είναι εποµένως απαραίτητος ο έλεγχος αυτών των λαθρεπιβατών και του παρασιτισµού που δεν αντιµετωπίζεται επαρκώς από τις πολιτικές για το κλίµα. Όµως επειδή κάθε πρόσθετη µονάδα εκποµπών και καθυστέρηση στον περιορισµό τους αυξάνει αυτό που θα υποφέρουν οι άνθρωποι στο µέλλον, η έκταση της ευθύνης καθενός υπολογίζεται µε το µέτρο της ικανότητας του καθενός να περιορισει τους κινδύνους που οι άλλοι διατρέχουν εξ αιτίας της δραστηριότητας του (8).
Τα µεγάλα αστικά κέντρα µπορούν να γίνουν πιο ανθεκτικά στις ολοένα υψηλότερες θερµοκρασίες και στα συχνότερα κύµατα καύσωνα. Για να συµβεί αυτό από άποψη περιβάλλοντος και χωροταξίας, σύµφωνα µε τους ειδικούς της Παγκόσµιας Τράπεζας (9) είναι απαραίτητες στρατηγικές δράσεις: Αύξηση του πρασίνου, µία από τις πιο αποτελεσµατικές τακτικές ώστε να δροσίσει µια πόλη είναι η αύξηση των χώρων πρασίνου, ειδικά του αριθµού των δέντρων, ενώ ένα πρακτικό σηµείο εκκίνησης είναι ο λεγόµενος «κανόνας του 3–30–300»: «Κάθε κάτοικος της πόλης θα πρέπει να βλέπει τουλάχιστον τρία δέντρα από το σπίτι του, να ζει σε µια γειτονιά το 30% της οποίας καλύπτεται από δέντρα και να βρίσκεται σε απόσταση 300 µέτρων από κάποιον δηµόσιο χώρο πρασίνου», σύµφωνα µε την έκθεση της Παγκόσµιας Τράπεζας. Για να γίνει όµως βιώσιµη µια πόλη απαιτείται µακρόπνοος στρατηγικός σχεδιασµός µε ορίζοντα 10-20 ετών και σε συνδυασµό µε τον χωροταξικό σχεδιασµό, τη χρήση γης και τις όποιες στρατηγικές προσαρµογής στην κλιµατική αλλαγή. Αστικός σχεδιασµός µε στόχο τη διευκόλυνση της ροής των ανέµων και τη δηµιουργία δηµιουργία σκίασης –µε δέντρα, πέργκολες, στέγαστρα ή εφελκυόµενες κατασκευές–, αποτελεί µια ιδιαίτερα αποτελεσµατική παρέµβαση (αν και παραγνωρισµένη), δεδοµένου ότι µπορεί να συµβάλει σηµαντικά στη µείωση των αισθητών θερµοκρασιών.
Για να επανέλθουµε στα Χανιά, παρατηρείται πρόσφατα έντονη δραστηριότητα δόµησης και µείωσης του πρασίνου µε προδιαγεγγραµένη πορεία οδηγεί σε αύξηση θερµοκρασίας λόγω αυξηµένου όγκου µπετόν, µικρότερης κυκλοφορίας αέρα, άυξηση αριθµού κλιµατιστικών που δηµιουργούν θερµικές πηγές πάνω στη θερµική νησίδα της πόλης. Ενώ είναι επιτακτική η ανάγκη συντήρησης και αύξησης του αστικού και περι-αστικού πρασίνου και στις µικρότερες πόλεις, παράδειγµα η ρητή αναφορά της µελέτης του ΓΠΣ για έλειµµα πρασίνου 300 στρεµµάτων στα Χανιά, η πόλη έχει και συνεχίζει να αναπτύσσεται µε βάση τις ανάγκες των τροχοφόρων και όχι των κατοίκων. Απόδειξη τα τεκταινόµενα τις τελευταίες ηµέρες. Ενώ παραχώρηση του στρατόπεδου Μαρκόπουλου στο ∆ήµο δίνει την ευκαιρία για πραγµατικό αστικό άλσος, εκφρασµένη βούληση της τοπικής κοινότητας Χανίων να χαρακτηριστεί χώρος Αστικού Πρασίνου, ο ∆ήµος ξεκίνησε την λειτουργία υπαίθριου χώρου στάθµευσης ΙΧ σε µεγάλο και κεντρικά τοποθετηµένο σηµείου του στρατοπέδου.
Η δηµοτική αρχή υποστηρίζει ότι η µετατροπή ενός τµήµατος του πρώην στρατοπέδου σε χώρο στάθµευσης είναι «προσωρινή» λύση, και ότι στο µέλλον θα γίνει αστικό πάρκο/άλσος. Όµως αυτός ο “προσωρινός” χαρακτήρας δεν σηµαίνει ότι αυτή η παρέµβαση δεν µπορεί να αλλοιώσει ή ακόµη και να ακυρώσει τη µελλοντική δηµιουργία του πάρκου. Πρόκειται για µια αυθαίρετη λειτουργική µεταβολή του χώρου που καλλιεργεί συνήθεια χρήσης και εξάρτηση από αυτόν τον χώρο δηµιουργεί πολιτικό προηγούµενο που δυσκολεύει τη µελλοντική αποµάκρυνση του πάρκινγκ. Πρόκειται για το γνωστό φαινόµενο εξάρτησης από την πεπατηµένη όπου η αρχική επιλογή χρήσης, δηµιουργεί θεσµικές, οικονοµικές και κοινωνικές δοµές γύρω της, που καθιστούν δύσκολη ή µη ρεαλιστική την αλλαγή κατεύθυνσης στο µέλλον (βλέπε Ανατολική Τάφρος). Εν κατακλείδι, αυτή η παρέµβαση είναι µονόπλευρη και πιθανόν µη αναστρέψιµη, καθώς αλλάζει τη φυσιογνωµία του χώρου, εδραιώνει µια άλλη χρήση, και αποδυναµώνει τις πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για τη µελλοντική δηµιουργία πάρκου/άλσους.
*Ο Στέλιος Ροζάκης είναι Καθηγητής, Πολυτεχνείο Κρήτης, Επιχειρησιακή Έρευνα στη Γεωργία και την Ενέργεια , Τοµέας Ανάπτυξης, Ανάλυσης & Σχεδιασµού ∆ιεργασιών (ΙΙ)
Παραποµπές
S. Mabile, 2025, Justice Climatique, pour une nouvelle lutte des classes, Actes Sud
News 24/7, Προ των πυλών ο θερµικός θόλος, Νίκη Μπάκουλη 4/7/2025
https://time.com/7269229/climate-change-impact-daily-life-analysis/ accessed 20-3-2025
OCDE, Climate tipping points. Insights for Effective Policy Action, Paris, 2022
https://www.theguardian.com/science/2022/jul/31/why-you-need-to-worry-about-the-wet-bulb-temperature
Jean Baptiste Fressoz, Sans transition, Seuil, Paris, 2024
C. Dugast, A. Soyeux, 2019. Faire sa part ? Pouvoir et responsabilté des individus, des entreprises et de l’Etat à l’urgence climatique ; https://www.carbone4.com/files/73_publication_faire_sa_part.pdf
D. Birnbacher, L’éthique du futur ; une contradiction in adjecto, J-P Markus (dir.) Quelle responsabilité juridique envers les générations futures ? Dalloz, 2012.
https://openknowledge.worldbank.org/entities/publication/9138e73a-038e-4a16-af2a-030336ba1a2f