24 C
Chania
Σάββατο, 17 Μαΐου, 2025

Ιστορίες παλιών ταχυδρόμων: Μαντατοφόροι του χθες αφηγούνται

Στις µέρες µας, τα γράµµατα, οι ευχετήριες κάρτες και το γραµµατόσηµο θυµίζουν vintage αντικείµενα µιας άλλης εποχής· τότε όπου η προσµονή για την έλευση του ταχυδρόµου ήταν µεγάλη, όταν σαν άλλος Ερµής µε τη µπλε στολή αποτελούσε για τους ανθρώπους µια τόσο σηµαντική και οικεία φιγούρα, η οποία µετέφερε µαντάτα, δέµατα, συντάξεις και ελπίδα στους παραλήπτες. 
Πέντε παλιοί ταχυδρόµοι των Χανίων µιλούν στις “διαδροµές” και µοιράζονται µαζί µας ιστορίες από τις γειτονιές και τους οικισµούς που πήγαιναν καθηµερινά, από τους ανθρώπους που τους φίλευαν σε κάθε τους δροµολόγιο, αλλά και περιστατικά που έµειναν ανεξίτηλα στη µνήµη τους.

«ΓΝΩΡΙΖΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ»

36 χρόνια αστικός ταχυδρόµος ήταν ο Απόστολος Αλιφιεράκης και γνωρίζει, όπως µας λέει, κάθε πέτρα στις γειτονιές των Χανίων που εξυπηρετούσε. «Ήταν συγκεκριµένοι οι τοµείς και δεν έµπαινε ο ένας στα “χωράφια” του άλλου. Πηγαίναµε κάθε πρωί νωρίτερα στο γραφείο και παίρναµε τον όγκο αλληλογραφίας που είχαµε, τα ταξινοµούσαµε και κάναµε τη χαρτογράφηση της διαδροµής µας», θυµάται ο ίδιος ο οποίος πήγαινε µε το µηχανάκι του τα γράµµατα. Ο κ. Αλιφιεράκης εξυπηρετούσε τον Άγιο Ιωάννη και τα Λενταριανά, πολύ πριν γίνουν πυκνοκατοικηµένα. «Από εκεί που ήταν κάποια χωράφια και δέκα σπίτια, µε τα χρόνια γίνανε µια πολιτεία. Είχαµε δηλαδή 1.000 σηµεία επαφής -έτσι ονοµάζαµε τα γραµµατοκιβώτια- και ξαφνικά διπλασιάστηκαν και τριπλασιάστηκαν από το ’90 και µετά».
Τον ρωτάµε αν θυµάται κάποιο περιστατικό που να τον τρόµαξε, µε τον ίδιο να αναφέρει στη συζήτησή µας ένα… κυνηγητό. «Θυµάµαι στον Άγιο Ματθαίο, υπήρχε ένα σπίτι µε συρόµενη εξωτερική πόρτα. Στην αυλή, λοιπόν, υπήρχε λυτό ένα λυκόσκυλο και µια φορά φτάνοντας εκεί, την ώρα που πλησιάζω να βάλω το γράµµα βλέπω τον σκύλο στα 10 µέτρα µέσα στην αυλή και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα. Αφήνω τα γράµµατα, καβαλάω το µηχανάκι κι εξαφανίζοµαι, µε τον σκύλο να µε κυνηγάει από πίσω! Τον αντιλήφθηκε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και βγήκε να τον φωνάξει. Τον έχασα κάποια στιγµή, 500 µέτρα µετά βρίσκω τον σκύλο µπροστά µου καθώς είχε φτάσει εκεί από άλλη πλευρά. Τρέχει πάνω µου, εγώ πίσω από το µηχανάκι και γύρω – γύρω κι οι δυο µας. Ευτυχώς ήρθε ο άνθρωπος, τον έπιασε κι έφυγαν και κάπως έτσι τη γλύτωσα αλλά φοβήθηκα γιατί ήµουν και φρέσκος στο επάγγελµα».
Παλαιότερα, υπήρχε µια άµεση επαφή του ταχυδρόµου µε τον κόσµο κι η αλληλογραφία αποτελούσε ένα µέσο επικοινωνίας, όπως σηµειώνει ο ίδιος. «Μας περιµένανε πώς και πώς τότε. Από ένα σηµείο και µετά βέβαια µας βλέπανε σαν… λογαριασµό γιατί µεταφέραµε λογαριασµούς κυρίως», διηγείται σχετικά ο συνοµιλητής µας, ο οποίος τονίζει ότι είχε χτιστεί µια σχέση εµπιστοσύνης µεταξύ των παραληπτών και του ταχυδρόµου. Αυτό όµως κάποιες φορές δηµιουργούσε και προβλήµατα, καθώς, όπως θυµάται ο ίδιος, «ένας συνάδελφος είχε δώσει µια κάρτα πιστωτική στη σύζυγο, ενώ ήταν στο όνοµα του συζύγου, κι έπειτα ο σύζυγος ζήτησε τα ρέστα από τον ταχυδρόµο ο οποίος αναγκάστηκε να πληρώσει τα… 1.000 ευρώ που είχαν ξοδευτεί από τη σύζυγο!».
Μια εικόνα που τού έχει µείνει χαραγµένη στον νου είναι τα Χριστούγεννα στις δεκαετίες ’80 και ’90, όπου υπήρχε τεράστιος όγκος από τις ευχετήριες κάρτες. Τόσες πολλές που δεν χωρούσανε να µπουν στο γραφείο, ενώ θυµάται κι ένα όµορφο έθιµο που ακόµη τηρείται: «Στέλνουν τα παιδιά γράµµα στον αγαπηµένο τους Αη Βασίλη κι υπάρχει υπηρεσία στα ΕΛΤΑ που απαντάει ακόµη και σήµερα».
Κλείνοντας τη συζήτησή µας, ο ίδιος αναφέρεται στο πόσο τον λυπεί που το επάγγελµα του ταχυδρόµου φθίνει και η ύπαρξη λιγοστού προσωπικού, µε συµβάσεις σύντοµου – ορισµένου χρόνου, στη θέση των παλιών ταχυδρόµων που έχουν φύγει και οι οποίοι γνώριζαν και τις πέτρες των Χανίων!

«ΜΠΑΙΝΑΜΕ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ»

Με σύµβαση… 15 ηµερών έπιασε δουλειά ως ταχυδρόµος ο Κώστας Μπαλαντινάκης πριν από 35 ολόκληρα χρόνια, µέχρι που πήρε µετάθεση στην Παλαιόχωρα για ένα έτος, το οποίο τελικά έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ οχτώ χρόνια! Αρχικά έµενε εκεί, µετά για καιρό πηγαινοερχόταν ακόµη και καθηµερινά, µέχρι που ξεκίνησε να εργάζεται στο Ακρωτήρι Χανίων και 26 χρόνια τώρα πια τον ξέρουν όλοι. «Μπαίναµε σε όλα τα σπίτια, ακόµα και σε τσεκ να ήτανε τα χρήµατα, µου λέγανε πάρε το χαρτί και φέρε µου αύριο τα λεφτά, τέτοια εµπιστοσύνη», αναφέρει ο ίδιος, ενώ θυµάται πως δεν ήταν λίγες οι φορές που του προξενεύανε κάποια κοπέλα ή τον τρατάρανε σπιτικά καλούδια.
Το επάγγελµα όµως µε τα χρόνια άλλαξε πολύ, το ίδιο κι οι σχέσεις µε τον εν ενεργεία ταχυδρόµο να λέει πως «κάθε ηλικιωµένος που φεύγει, δεν αναπληρώνεται. Αυτή η πηγαία καλοσύνη που έβγαινε από µέσα τους, να µας αγκαλιάσουν, να µας φιλέψουν… µας λέγανε ακόµα και τα οικογενειακά τους, ενώ τώρα είναι όλα τόσο απρόσωπα. Όπου και να ‘µαι µου κορνάρουν, µου φωνάζουν “γεια σου ταχυδροµάρα µου, Μπαλαντίνε µου!” και αν σκεφτείς όταν ήρθα εδώ (στα Κουνουπιδιανά) δεν ήταν ούτε το 1/3 των σπιτιών», σηµειώνει ο συνοµιλητής µας, ο οποίος τονίζει πως ο ίδιος έβαλε τις µπλε θυρίδες πριν χρόνια στα Κουνουπιδιανά.
Θυµάται και καλά κι άσχηµα περιστατικά που του ‘χουν τύχει όλα αυτά τα χρόνια, αυτό όµως που του ‘χει µείνει είναι η προσµονή των ανθρώπων κι ότι τον έβλεπαν σαν παιδί τους. «Όταν δεν είχανε λεφτά λέγανε “Κώστα µου, θα έρθει η σύνταξη 25 του µήνα, δώσε µου µια προκαταβολή” και φυσικά τα έδινα», λέει.
Ο Κώστας Μπαλαντινάκης είναι ο µόνος παλιός εν ενεργεία ταχυδρόµος στα Χανιά, µε τους υπόλοιπους να είναι συµβασιούχοι και νεότεροι, και τον ίδιο να ευελπιστεί πως σύντοµα θα προσληφθεί κι άλλος κόσµος γιατί η δουλειά δεν βγαίνει έτσι.
Ενθυµούµενος για άλλη µια φορά τα παλιά, αναφέρει στην κουβέντα µας πως πρόλαβε κι εκείνος τη λεγόµενη ντουντούκα στα χωριά! «Είχαµε την κλασική κόρνα των ΕΛΤΑ, την πατούσα και φώναζα “Κυρα-Μαρίκα!” κι έβγαινε και αφού λέγαµε τα νέα µας, µε φίλευε για το δέµα ή το γράµµα που πήγαινα». Η εικόνα µετά άλλαξε, µε τα ξεχαρβαλωµένα γραµµατοκιβώτια να δεσπόζουν στις περιοχές και να πρέπει να θυµάται ο ταχυδρόµος όλα τα ονόµατα για να τα βάζει σωστά. «Εγώ τότε βλέποντας ένα πρόβληµα που είχε δηµιουργηθεί µε “τόνους” χαρτιών πεταµένα στους δρόµους, πρότεινα στον προϊστάµενο να βάλουµε τις γραµµατοθυρίδες που είχαν βάλει και σε άλλα µέρη στην Ελλάδα και κάπως έτσι καθάρισε η περιοχή», κάτι το οποίο ήταν πολύ δύσκολο έργο. Παλιά τις θυρίδες έβαζαν τα ΕΛΤΑ, τώρα τις βάζει ο ∆ήµος Χανίων κι ενώ είχε υποσχεθεί, όπως αναφέρει ο συνοµιλητής µας, να µπουν σε περιοχές µε προβλήµατα, όπως ο Σταυρός, δεν έχουν µπει ακόµη…

ΣΑΝ… ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ

«Τα “Χανιώτικα νέα” 35 χρόνια τα κουβάλαγα στην τσάντα µου µετά που τα φέρνανε πρωί – πρωί στα ΕΛΤΑ δεµένα και τα ζυγιάζαµε», λέει µόλις αρχίζει η κουβέντα µας ο παλιός αγροτικός ταχυδρόµος των Κεραµειών, Ευτύχης Σαρτζετάκης. «Το δροµολόγιό µου ξεκίναγε από τα Χανιά και είχε ως εξής: ∆ευτέρα – Τετάρτη – Παρασκευή: Χανιά, Μαλάξα, Κοντόπουλα, Κατωχώρι, Μαραβελιανά, Κάµποι, Τσακίστρα, Μαδαρό.
Τρίτη – Πέµπτη και Σάββατο: Χανιά, Παναγιά, Άγιος Γεώργιος, Χωραφιανά, Αχλάδες, Αλετρουβάρι, Λούλος, Γερολάκκος, Σκορδυλιανά, Σκουραχλάδα, Τσιχλοπήγαδο, Θυµιά, Σπηλιάρια, Πλατυβόλα, Αλωνάκι, ∆ρακώνα και Σωµατάς.
Τις πρώτες µέρες πήγαινα µε τον γέροντα ταχυδρόµο Χ. Παπαφιλιππάκη να µου δείξει τα χωριά, εκείνος στο µουλάρι, εγώ ακολουθούσα µε τα πόδια µου. Μετά είχα µια µοτοσικλέτα υπηρεσιακή αλλά δεν πήγαινε στον χωµατόδροµο και µε γκρέµιζε», διηγείται και τονίζει χαριτολογώντας πως δεν ήταν ταχυδρόµος αλλά… κοινωνικός λειτουργός. Οι αρµοδιότητες πολλές, µεταξύ άλλων, πήγαινε από τα Κοντόπουλα κι έπαιρνε τον αγροτικό γιατρό που έγραφε τις συνταγές στον κόσµο κι εκείνοι τις δίνανε στον ταχυδρόµο να φέρει τα φάρµακα των γερόντων από τα Χανιά. «Έκανα από όλα, µέχρι και ζωοτροφές τους πήγαινα για να ταΐσουν τα ζωντανά, γιατί ποιος άλλος πήγαινε κάθε µέρα Χανιά για να τους εξυπηρετήσει;».
Μετά από τόσα χρόνια καθηµερινής επαφής αγαπήθηκε µε τον κόσµο των Κεραµειών όπως αναφέρει, ενώ βάφτισε συνολικά 14 παιδιά και πάντρεψε άλλα 4! 
«Μια µέρα κουβαλούσα τις συντάξεις και µου κλείσανε το δρόµο µε δυο βαρέλια για να κατεβώ να φάω µαζί τους επειδή κουρεύανε, αλλά η τσάντα µου ήτανε γιοµάτη µε λεφτά. Έβαλα, λοιπόν, δεσµίδες στο σώβρακό µου και στις κάλτσες µου και κατέβηκα, αλλιώς αν µου τις κλέβανε; Χάθηκα!», θυµάται ο ίδιος ανάµεσα σε πολλά περιστατικά που είχε ζήσει. Τον ρωτάµε για τη σάλπιγγα που χρησιµοποιούσε όταν κατέφθανε στον κάθε οικισµό για να παραδώσει τα γράµµατα και µας λέει µε νοσταλγία πως την είχε µέχρι και το τέλος γιατί την είχε συνηθίσει, ενώ είχε και ατοµική σφραγίδα “αγροτικός διανοµέας 7” και σφράγιζε µε τη δική του τα γράµµατα πριν γίνει η ταξινόµηση.
Πήγαινε λοιπόν τότε στα µαγαζιά του χωριού ή στο κοινοτικό κατάστηµα για να αφήσει τις εφηµερίδες, τα γράµµατα κ.λπ. Μετά, στο σπίτι και στα γραµµατοκιβώτια όπου υπήρχε κουτί, ενώ αν ήταν συστηµένο αυστηρά χέρι µε χέρι, διότι συνέβαιναν πολλά όπως υπογραµµίζει.
Η διανοµή και πρόσβαση σε αυτά τα κακοτράχαλα µέρη δεν ήταν εύκολη για αυτό µετά από το όχηµα που είχε για λίγο καιρό τα πρώτα χρόνια κι έµεινε στα χιόνια το µακρινό ’79, πέρασε σε 4×4. «Να δείτε χιόνια στους Κάµπους να τρελαθείτε τότε, µε βροντές, κακοκαιρίες», µας λέει.
Συνεχίζοντας την κουβέντα µας, ξεπηδούν πάµπολλες ιστορίες, µε τον “πρόεδρο”, όπως τον φώναζαν λόγω αρχαιότητας οι συνάδελφοί του, να περιγράφει κάποιες: «Οι γιαγιάδες στα ορεινά χωριά περιµένανε σε άλλο µέρος τον ταχυδρόµο, όχι στο καφενείο µε τους άντρες. Στους Κάµπους θυµάµαι την κυρά Ελπίδα που είχε ένα µπακαλικάκι µε διάφορα µαναβικά κι έναν καναπέ και καθότανε εκεί µέχρι να περάσω. “Έχω γράµµα; – Έχεις κυρά µου”».
Τέλος, θυµάται πως οι άνθρωποι στους οποίους πήγαιναν τις συντάξεις τους έδιναν πουρµπουάρ και πως «ήτανε και παραµένουν καλοί άνθρωποι, χουβαρντάδες και µε άψογη περιποίηση στον “ξένο” οι Κεραµειανοί».

Η ΠΑΤΕΝΤΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΩΝ
Από το ’79 στους δρόµους και τα χωριά των Χανίων ο κ. Γιάννης Σκαλιδάκης, ο οποίος για σχεδόν 40 χρόνια υπήρξε ταχυδροµικός διανοµέας σε πάρα πολλά χωριά της Κισσάµου, στα Κεραµειά, αλλά µε το περισσότερο διάστηµα -27 χρόνια- να παραδίδει στο Ακρωτήρι, ενώ υπήρξε και αστικός διανοµέας στα Χανιά για να µπορέσει να καλύπτει ανάγκες της δουλειάς.
Θυµάται ένα – ένα τα µέρη και τα ανακαλεί στη συζήτησή µας. «Στο Ακρωτήρι που ήµουνα τόσα χρόνια ξεκινούσα από Αγροκήπιο, Λεωφόρο Σούδας, Τσικαλαριά, Βλητέ, Κορακιές, Πιθάρι, Αργουλιδέ, Αρώνι, Παζινό, Στέρνες, Λουτράκι, Αγία Τριάδα, Γουβερνέτο, Μουζουρά, Χορδάκι κι αεροδρόµιο κι ερχόµουνα κάτω Άγιο Ματθαίο και Ακρωτηρίου. Ένα τεράστιο δροµολόγιο το οποίο φυσικά δεν µπορούσα να καταφέρω κι άρχισαν οι περικοπές. ∆ίναµε και την ψυχή µας κι είχαµε µάθει όλες τις οικογένειες, τα παιδιά, τις ξαδέρφες, τους κολλητούς, όλους!».

Ο ίδιος νιώθει υπερήφανος για την πατέντα του που βοήθησε πολύ τον κόσµο και διευκόλυνε την καθηµερινότητα των ταχυδρόµων. «Έπρεπε να βρω κάτι τότε για να εξυπηρετηθεί ο κόσµος και να βγει η δουλειά. Πήγα λοιπόν στην πλατεία στις Κορακιές, πήρα ένα πλέγµα, µπετό, σιδερένιους στύλους κι ένα ταχυδροµικό κουτί. Γράφω ένα όνοµα επάνω ως “δόλωµα” κατά κάποιο τρόπο για να το δουν οι υπόλοιποι και να κάνουν το ίδιο. Μέσα σε 10 µέρες το πλέγµα επάνω γέµισε µε κουτιά που βάζανε µόνοι τους! Είχε έρθει στο γραφείο ο γενικός διευθυντής από το Ηράκλειο, ένας καλός άνθρωπος, αλλά εγώ φοβόµουν πως θα µπλέξω και ζήτησε να έρθει µαζί µου στο δροµολόγιο. Πήγαινα µε το αµάξι δεξιά – αριστερά µήπως τον ζαλίσω και φύγει αλλά τίποτα… Τον καλοδέχθηκαν οι άνθρωποι παντού και µου ζήτησε να τον πάω στην πλατεία των Κορακιών. Τελικά, όταν φτάσαµε εκεί µου έδωσε συγχαρητήρια και µου είπε ότι αυτό που έκαµα ήταν πρωτοποριακό και πως θα το εφαρµόσουν πιλοτικά στον Ασπρόπυργο Αττικής!».
Οι ταχυδροµικοί διανοµείς εργάζονταν µε ήλιο, βροχή και χιόνι: «Ακόµη έχω τα σηµάδια από τα καψίµατα του ήλιου, ενώ έχω φύγει εδώ και 7 χρόνια».
Τον ρωτάµε για τις σχέσεις του µε την χανιώτικη κοινωνία, «ακόµη και τώρα µε παίρνουν τηλέφωνο άνθρωποι από παλιά», απαντά και προσθέτει: «Η κοινωνία µας εµπιστευόταν ακόµη και τα προσωπικά της, αυτό δεν υπάρχει πια».
«Έχω µια ιστορία να σου πω: Πολλές φορές, κουβαλούσαµε λεφτά. Μια φορά µπαίνω κάπου και ήταν µαζεµένοι και δικοί µου άνθρωποι. Ήπια και έφυγα γιατί είχα τσάντα γεµάτη µε λεφτά και έπρεπε να τα µοιράσω. Από πίσω τώρα µε ακολουθούσανε και µου κορνάρανε και εγώ τρόµαξα και λέω “ωχ αµάν, µε κυνηγάνε να µου πάρουνε τα λεφτά”. Σκέφτηκα να πάω στο αεροδρόµιο που είναι η αστυνοµία. Φτάνω λοιπόν εκεί, βγαίνω έξω και βλέπω από πίσω τον κουµπάρο µου και δυο φίλους µου και µου λένε πως είχα ξεχάσει τα λεφτά και τρέχανε να µε προλάβουνε!», θυµάται.

ΕΠΙΚΙΝ∆ΥΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Παρόλο που µπήκε σχεδόν τυχαία στο επάγγελµα του ταχυδρόµου, έµεινε πιστός σε αυτό για τρεις δεκαετίες ολάκερες κι αν γυρνούσε τον χρόνο πίσω, πάλι ταχυδρόµος θα γινόταν, δηλώνει µε σιγουριά ο Γιώργος Λουγιάκης. Για πάνω από 20 χρόνια ήταν ταχυδροµικός διανοµέας, ενώ την τελευταία δεκαετία, µέχρι και το 2020 που συνταξιοδοτήθηκε, ανέλαβε καθήκοντα προϊσταµένου στο γραφείο των Μουρνιών, αλλά και πρόεδρος ενός πολύ δραστήριου µέχρι τη διάλυσή του Σωµατείου.
«Είχαµε τεράστιο όγκο δουλειάς και καθόµασταν µέχρι αργά το απόγευµα, ακόµα και Σαββατοκύριακα και γιορτές και το διασκεδάζαµε µπορώ να πω, τι να κάνουµε;», σχολιάζει ο κ. Λουγιάκης, ο οποίος τονίζει πως µέχρι και το 2005 περίπου το ταχυδροµείο αποτελούσε αναπόσπαστο κοµµάτι της καθηµερινότητας των πολιτών κι ο ταχυδρόµος τον συνδετικό τους κρίκο µε την πολιτεία. «Μετά όλα αυτά σταµάτησαν, ήρθε η τεχνολογία κι άλλαξαν πολύ τα πράγµατα», σχολιάζει.
Τα χρόνια που εργαζόταν έκανε διανοµή Χαλέπα, ∆ικαστήρια, Πασακάκι, Παχιανά, ενώ ακόµα κι όταν έγινε προϊστάµενος στις Μουρνιές, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε να βγει και πάλι στους δρόµους για να διανείµει.
Το επάγγελµα είχε και τα τυχερά του, καθώς τα πουρµπουάρ ήταν τόσο καλά που ο µισθός θα µπορούσαµε να πούµε ότι εξαπλασιαζόταν ανά περιόδους.
«Παίρναµε περίπου 35.000 δραχµές µισθό και έβγαζα µέχρι και 200.000 από τα πουρµπουάρ. Εκτός από το ωραίο κλίµα δηλαδή, το οικονοµικό κοµµάτι µας έκανε να νιώθουµε βασιλιάδες!».
Ακόµη και σήµερα θυµάται τη σπιτική βυσσινάδα που τον κέρναγε όποτε τον έβλεπε η µάνα του παλιού βυρσοδέψη Χριστουλάκη. «Μόλις άκουγε το µηχανάκι µε φώναζε “Γιώργο, Γιώργο έλα εδώ” και πραγµατικά ξεδιψούσα έτσι», θυµάται µε νοσταλγία.
Εκτός βέβαια από τα ευχάριστα, η διαδροµή είχε και περιπέτειες αλλά και επικίνδυνες στιγµές. «Θυµάµαι που µού είχε ζητήσει ένας µεγαλογιατρός να του βάζω ακόµη και τα συστηµένα στο κουτί.
Μια φορά λοιπόν είχε έρθει ένα συστηµένο δηλωµένης αξίας µε 30 dts αντί για 3.000 που έπρεπε. Το άφησα κι έφυγα. Μετά από δυο µήνες ήρθε αίτηση αναζήτησης από την Σουηδία, καθώς είχανε βάλει µέσα κορώνες αξίας 1.600.000 δραχµών – παράνοµα βέβαια. Εν ολίγοις, για να µην περάσω πειθαρχικό και χάσω τη δουλειά µου αναγκάστηκα να πληρώσω 1.200.000 από την τσέπη µου.
ο συγκινητικό της υπόθεσης είναι ότι µε βοήθησαν οι συνάδελφοί µου και συγκέντρωσαν µισό εκατοµµύριο δραχµές», διηγείται ο ίδιος.
Ο κ. Λουγιάκης µιλάει µε περηφάνια για τους αγώνες ενός ιστορικού Σωµατείου που διετέλεσε πρόεδρος για αρκετά χρόνια, πριν αυτό πάψει να υφίσταται. «Προσπαθούσαµε να βοηθάµε τους εργαζόµενους, να παλεύουµε για καλύτερες συνθήκες εργασίας, απολαβές και φυσικά ασφάλεια», κάτι που µόνο δεδοµένο δεν ήταν, αφού µέσα σε µια δεκαετία έγιναν τέσσερις ληστείες, µε τραυµατισµούς εργαζοµένων αλλά, ευτυχώς, δίχως να θρηνήσουµε θύµατα:
«Οι ταχυδρόµοι ήταν εκτεθειµένοι και στον κίνδυνο γιατί µετέφεραν πολλά χρήµατα. Στις δύο από τις τέσσερις ληστείες σηµειώθηκαν και τραυµατισµοί συναδέλφων. Ζήσαµε µια κινηµατογραφική ληστεία στον δρόµο των Αγίων Πάντων αλλά και στο Καστέλι, στον Αλικιανό και στον δρόµο για Κολυµπάρι που έδεσαν τον ταχυδρόµο σε ένα δέντρο! Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε αρπαγή χρηµάτων, µε την πιο επικίνδυνη να αφορά ένα κλεµµένο φορτηγάκι που εµβόλισε το αυτοκίνητο των ΕΛΤΑ και ακολούθησαν πυροβολισµοί εις βάρος των υπαλλήλων».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα