Γιος, σκότωσε τη µητέρα. Η είδηση σόκαρε. Οι λέξεις έπεσαν βαριές στην οθόνη. Σχεδόν απίστευτες. Κι όµως ήταν αληθινές. ∆εν είναι εύκολο να το χωρέσει ο νους. Ο άνθρωπος που γεννήθηκε από εκείνη, που βύζαξε από το σώµα της ζωή, στράφηκε εναντίον της µε φονική ορµή. Τι µπορεί να όπλισε το χέρι του; Ο ίδιος στην απολογία του είπε: «Τσακωθήκαµε, θύµωσα και τη σκότωσα». Μήπως δεν ήταν όµως ο θυµός της στιγµής, αλλά η µνήµη ενός θυµού που γλιστρούσε σαν δηλητήριο στις φλέβες για χρόνια; Μήπως δεν ήταν η ανάµνηση µιας άσχηµης σχέσης, αλλά η αίσθηση πως δεν υπήρχε διέξοδος, παρά µόνο πνίξιµο µέσα σ’ ένα δεσµό που από µητρική αγάπη είχε γίνει ασφυκτικός κόµπος; Μήπως ζούσε κάτω από τη σκιά της, που µπορεί να τον µεγάλωσε µε ενοχή και έλεγχο και όχι µε αγκαλιά και εµπιστοσύνη; Μήπως η αγάπη της ήταν ασφυχτική, παγωµένη, απούσα, ή µια αγάπη που µπερδευόταν µε εξουσία και δεν άφηνε χώρο για προσωπική ταυτότητα; Μήπως κάθε του βήµα, µετριόταν µε κριτικά βλέµµατα και µε απαιτήσεις που τον έκαναν να νιώθει ανεπαρκής; Μήπως ήταν κάποια ψυχική ασθένεια, σιωπηλή και αθέατη που πάλευε για καιρό χωρίς βοήθεια; Μήπως ήταν µια λέξη, µια µατιά, µια σπίθα εκείνη τη µέρα, που άναψε τη φωτιά; Η φωτιά, ναι, ξεκινά από µια σπίθα. Αλλά, µόνο εκεί που υπάρχει συσσωρευµένη ξηρασία χρόνων… Και η οργή, άραγε, γεννιέται πάντα δυνατά και έντονα; Μήπως καµιά φορά σιγοβράζει, µαζεύεται στα κύτταρα, κουλουριάζεται στην ψυχή και γίνεται µια σιωπηλή κραυγή; Και όταν το «µέσα» δε χωράει άλλο, ξεχειλίζει προς τα έξω; Και… τι φταίει; Τι γεννά την οργή σε ένα παιδί 21 χρόνων; Μπορεί να φταίει µια παιδική ηλικία γεµάτη φόβο; Ένας πατέρας απών, ή και βίαιος; Μια µητέρα φορτωµένη ή και κακοποιηµένη και η ίδια; Μια οικογένεια που αντί να αγκάλιαζε, πλήγωνε; Όλα µαζί, αλλά και άλλα που τώρα µπορεί να σκεφτείς κι εσύ; Και…µήπως το έγκληµα, είναι το τελευταίο επεισόδιο µιας τραγωδίας που είχε ξεκινήσει, χρόνια πριν, όταν κανείς ακόµη, δεν την παρατηρούσε και δεν την είχε αντιληφθεί;
Όπως και να ‘χει, µήπως η ερώτηση γι’ αυτό το αδιανόητο γεγονός, δεν πρέπει να είναι µόνο, «πώς έφτασε να τη σκοτώσει;», αλλά… «Πότε αρχίζει η βία να γεννιέται σε έναν άνθρωπο; Γιατί κανείς δεν την «άκουσε» σ’ αυτό παιδί, όσο ακόµα ήταν σιωπηλή; Γιατί κανείς δεν «είδε» ότι µπορεί να φτάσει ως εκεί;» Είναι γνωστό, ότι η βία δεν είναι πάντα µια έκρηξη. Συχνότερα είναι µια σταγόνα, έπειτα άλλη µια και µετά άλλη µία, µέχρι να ξεχειλίσει. Και…κοιτάζει άραγε κανείς το νερό, όταν ανεβαίνει σιγά σιγά, ή µόνο όταν πια θα έχει πληµµυρίσει το δωµάτιο; Πολλές οι αναρωτήσεις… Αδύνατον να εξαντληθούν σε λίγες γραµµές… Ίσως τώρα εσύ σκεφτείς: Μπορεί, κανείς να µην «άκουσε τη βία, γιατί η κοινωνία δε θέλει να την ακούει. Θέλει να βλέπει το «καλό παιδί», τον «ήσυχο γιο», τον «εσωστρεφή χαρακτήρα» και να εφησυχάζει. Μπορεί, κανείς από τους κοντινούς του ανθρώπους, να µην είδε, πού θα µπορούσε να φτάσει αυτό το παιδί, γιατί δεν ήθελε να δει. Ή γιατί, δεν έµαθε να βλέπει. Γιατί, δεν τον δίδαξαν να αναγνωρίζει τον ψυχικό πόνο, πίσω ίσως, από την απόσυρση του παιδιού, ή πίσω από τη σιωπή του, ή πίσω από το πνίξιµο αυτών που αισθανόταν. Μπορεί, να µην κατάλαβε, γιατί δεν τον δίδαξαν να καταλαβαίνει, πώς µια οικογενειακή σχέση, µπορεί να είναι παθολογική και για το παιδί αλλά και για το γονιό. Αλλά µπορεί να µην άντεχε και µια αλήθεια. Ότι µια µητέρα, δεν µπορεί πάντα να είναι σωτήρας και µπορεί να είναι και πηγή τραύµατος, άθελά της ή όχι.
Πέρα όµως απ’ όλα τα θεωρητικά και πέρα από τις αναρωτήσεις, το σίγουρο είναι –και νοµίζω θα συµφωνήσεις, ό,τι στο οικογενειακό αυτό δράµα, κανείς δεν «άκουσε», όταν έπρεπε τη βία. Ίσως, γιατί ήταν πολύ νωρίς για να τη φοβηθούν -το παιδί ήταν µόλις 21 χρονών. Και όταν ξέσπασε, ήταν πολύ αργά. Και τότε πια, δεν υπήρχε τίποτα να σωθεί. Μόνο ερείπια. Μιας ζωής, µιας οικογένειας και ενός τόσο ιερού δεσµού. Αυτού… του µητρικού. Κι ο φόνος της µητέρας, καταδικάζει το παιδί να ζήσει µε το βάρος, πως διέπραξε το ανείπωτο. Έκανε την «αρχή» του, αιώνιο τέλος. Και αυτή είναι µια ποινή που κανένα δικαστήριο δεν µπορεί να επιβάλλει. Μόνο η συνείδηση. Εντέλει, δεν είναι απλό όλο αυτό. Και, δεν υπάρχει δικαιολογία. Ούτε µπορεί να συγχωρεθεί, ούτε και να εξηγηθεί µε θεωρίες. Ακόµη κι αν εκείνη έφταιξε, ακόµη και αν η αγάπη της πλήγωνε, αντί να σώζει, η λύση δεν ήταν το αίµα. Γιατί µε το αίµα, δεν κόπηκε µόνο ένας δεσµός, εξαφανίστηκε ολόκληρη η ελπίδα συµφιλίωσης. Κι εκεί πια, δε έµεινε τίποτα για να γιατρευτεί… Κρίµα, που κάποιος δεν «άκουσε» νωρίς τη βία. Πριν µιλήσει µε αίµα. Μακάρι αυτή η τραγωδία, να είναι η τελευταία.
*Η Μαρία Σαρρή – Σαββάκη είναι δασκάλα Ειδικής Αγωγής – συγγραφέας