Καλοκαιρινές εικόνες του νου και της ψυχής…
Μου άρεσε κάποτε, µε την πλάτη γυρισµένη στον συνοικισµό να κάθοµαι µε το γέρικο σκυλί µου εκεί που σπάει το κύµα, στην ερηµική µου παραλία του νότου. Τυλιγµένη γερά, για να µην µε πιάνει ο αέρας, µε την κούπα το ζεστό τσάι µισοχωµένη στην άµµο, να κρατώ στο ένα χέρι λευκό, άγραφο χαρτί, στο άλλο τ’ αγαπηµένο µου µαρκαδοράκι, να ρεµβάζω, ν’ απολαµβάνω τη φύση σ’ όλο της το µεγαλείο και να καταγράφω εικόνες, συναισθήµατα, εντυπώσεις…
Με ξεκούραζε τις χλιαρές ώρες του δειλινού να βολεύοµαι πάνω σε µια πέτρα στην άκρη του ακρωτήριού, να κοιτώ τις σκούρες σιλουέτες καραβιών να προβάλουν ξαφνικά απ’ τη γωνιά, να τα παρακολουθώ καθώς αποµακρύνονται και σβήνουν στον ορίζοντα, και να συµπορεύοµαι µαζί τους σε µέρη όµορφα, ονειρικά…
∆εν έβλεπα την ώρα να σκοτεινιάσει για να κάτσω στην κουνιστή πολυθρόνα του παππού, να κουνιέµαι, το βλέµµα να πλανιέται στην αέναη κίνηση των αλµυρικιών της αυλής. Να προβάλει που και που ανάµεσα στα παλλόµενα κλαδιά τους κάποιο µακρινό, λαµπερό αστέρι και να µε χαιρετά. Να µένω εκεί ολότελα µαγεµένη ακούγοντας τον παφλασµό της θάλασσας κι όλους του ψίθυρους της νύχτας, και να ‘ρχονται οι Μούσες µαζεµένες να µε πολιορκούν…
ΑΘΗΝΑ ΚΑΝΙΤΣΑΚΗ
Βουτιές στο ποτάµι
Επιστροφή πίσω στον χρόνο την περίοδο 1960.
Στις όχθες του ποταµού «ΚΟΙΛΙΑΡΗ» συγκεντρωµένοι πολλοί νέοι αλλά και µεγαλύτεροι από το κοντινό χωριό.
Περίπου ήταν καθιερωµένο την περίοδο του καλοκαιριού να µαζευόµαστε κατά διαστήµατα εκεί για να κάνουν βουτιές στα παγωµένα νερά του ποταµού οι νέοι ηλικίας 15 – 18 ετών.
Σε υψηλή (2,50 – 3 µέτρα) όχθη του ποταµού συγκεντρωµένοι οι βουτηχτές, ένας ένας µε την σειρά τους, έτοιµοι να κάνουν τις τολµηρές εντυπωσιακές βουτιές τους στο επιλεγµένο βαθύτερο σηµείο του ποταµού όπου τα νερά είχαν χρώµα περίπου γαλάζιο.
Όλων τα πρόσωπα ήταν χαρούµενα και γελαστά µε τα πειράγµατα και τις ατάκες να συνοδεύουν κάθε ένα που έπεφτε στο ποτάµι αλλά και µετά που αναδυόταν.
Άλλοι βουτηχτές να δείχνουν το … σόκ από το παγωµένο νερό και άλλοι να έχουν ψυχραιµία και χαρούµενη διάθεση!
Οι βουτιές ξανά και ξανά µε τα έντονα χειροκροτήµατα των παρευρισκόµενων.
Στο τέλος όλοι περιµέναµε την εντυπωσιακή βουτιά του εµπειρότερου και καλύτερου, που όντως για την εποχή εκείνη ήταν ξεχωριστή η ικανότητα του!
Κρίµα να µην είχαµε τότε την δυνατότητα να αποθανατίζουµε φωτογραφίζοντας όλη την εικόνα της αυτοσχέδιας πρωτότυπης όµορφης εκδήλωσης.
Γιάννης Μ. Γαβριλάκης
Καλοκαιρινές Aναµνήσεις
Με µικρά δειλά βήµατα, και τσαλαβουτώντας στην ακροθαλασσιά, προχωρούσα ατενίζοντας νοερά την οδό του όποιου µέλλοντός µου.
Ο ήλιος καυτός έστελνε τις µε νάζι παιγνιδιάρες αχτίδες του να θερµάνουν και την πιο κρυφή γωνίτσα, ενώ ο παφλασµός των κυµάτων προσκαλούσε τον κάθε θνητό, έστω και για λίγο να νοιώσει το απαλό τους χάδι.
Εκεί όπου το ακροκύµα τραγουδούσε το γεµάτο ερωτισµό τραγούδι του, ήρθες πλάι µου, χαµογέλασες και ουράνια µυροβόλα άνθη έστειλαν ευθύς το εξωτικό—ερωτικό τους άρωµα, στης καρδιάς µου το περιβόλι.
-Έλα ψιθύρισες, αντάµα ν’ ατενίσουµε το µαγικό χαλί των ονείρων, και ας αφήσουµε αυτό το καλοκαίρι την απεραντοσύνη του πελάγου να µας ταξιδέψει εκεί που τα νούφαρα είναι πάντα ανθισµένα, ενώ η αρµύρα της γαλάζιας σκανδαλιάρας, θ’ απλώσει την βελούδινη πάχνη της για να προστατέψει τα όποια όνειρά µας.
Η αγάπη, µας καρτερεί. Άκουσε το τραγούδι της, και άνοιξε το µυστικό σεντούκι της ψυχής να φωλιάσει.
Και.. κρατώντας σφιχτά το χέρι ο ένας του άλλου, ας ξεκινήσουµε –ακολουθώντας την πορεία των γλάρων στο αέναο ταξίδι τους— το σεργιάνι της αγάπης µας, φυλάσσοντας στο µυαλό και την καρδιά, τις υπέροχες καλοκαιρινές µας αναµνήσεις.
Ελευθερία Κατσιφαράκη
συντ. δηµοσιογράφος
Πανηγυράκια του χωριού µας «Βλάτος»
Πανηγυράκια έχοµε, πολλά εις το χωριό µας
κι από παλιά γλεντίζαµε, περνώντας τον καιρό µας.
Άγιο Παντελεήµονα, στον πλάτανο πιο πέρα,
Ιούλιο γιορτάζαµε, καλοκαιριού ηµέρα.
Γλέντι µεγάλο κάναµε, στον Άγιο Κωνσταντίνο,
στην πέρα µπάντα του Τυφλού, εκειά ‘µαθα να πίνω.
Στον Άγιο Γεώργιο, Μηλιά και Καρυδάκι,
περίσσια πως γιορτάζαµε, θυµούµ΄από παιδάκι.
Τ΄Αγιού Θωµά την Κυριακή, ετρώγαµε σαρδέλλες
και νόστιµο τσιγαριαστό, πού ν΄του κρασιού µεζέδες.
Αγιά Τριάδα του χωριού, η κεντρική εκκλησία,
κόσµο συγκέντρωνε πολύ, µεγάλη παρουσία.
Όπως και το Σεπτέµβριο, γέννηση Θεοτόκου
που νέο κτίσαµε Ναό, ατάκα κι επιτόπου.
Και το διασκεδάζαµε και την ηµέρα κείνη,
που όσο και αν γεράσαµε, αξέχαστ΄έχει µείνει.
Το πανηγύρι τ΄ Άϊ Λιά, πιο πάν΄από τσι Μύλους
πάντα πανηγυρίζαµε, µε Στροβλιανούς µας φίλους.
Όλα τα πανηγύρια µας, θυµάµαι πιτσιρίκι,
ανάµνηση ΄ναι παιδική, άσος εις το µανίκι.
Μα τα πιο πρόσφατα ξεχνώ, καινούργια γεγονότα,
δεν µένουνε στη θύµηση, ως µείνανε τα πρώτα.
Στο πανηγύρι τ΄ Άϊ Γιαννιού, που γράφει ιστορία,
εξέχασα ν΄ αναφερθώ κι εχάθη στην πορεία.
Εννιαχωριανός
Κάποια µακρινά καλοκαίρια…
Ανασκαλίζω ανάµνησες στου νου µου το συρτάρι,
π’ ακόµα δεν κατάφερε ο χρόνος να µου πάρει
Έγιν’ αιτία κι αφορµή το πρώτο τζιτζικάκι,
που φώναξε τραγουδιστά «ήρθε καλοκαιράκι»
Αυτό µου ξαναθύµισε τα παιδικά µου χρόνια,
τότε που δεν το ήξερα, πως δε θα ζει αιώνια
∆εν ήξερα «το κύκνειο το άσµα» του, πως λέει,
ούτε πως αποχαιρετά κι αιτία έχει να κλαίει
Γιατί αν το γνώριζα, ΠΟΤΕ δε θα το κυνηγούσα,
ούτε τα διάφανα φτερά δε θα του τα στερούσα
Μα τότε, τα παιχνίδια µας ήτανε µετρηµένα
και τα τζιτζίκια γίνονταν θύµατα τα καηµένα
Ψυχούλα αν έχουν και γροικούν, συγνώµη τους ζητάω
και τη γενιά τους-όσο ζω-πάντοτε θ’ αγαπάω
Θυµάµαι, πως πολλές βραδιές, που η ζέστη ήταν µεγάλη,
συνέχιζαν να τραγουδούν κι ας βγήκε το φεγγάρι
Τα γειτονόπουλα κι εγώ, στήναµε µια αυλαία
εις του σπιτιού µου την αυλή και νιώθαµε σπουδαία
Παράσταση θα δίναµε,-νοµίζαµε-µεγάλη
κι ας ήτανε οι θεατές µόνο δυο-τρεις µεγάλοι
Τη µουσική επένδυση έκαναν τα τζιτζίκια
κι εµείς απολαµβάναµε όλα τα συχαρίκια
Και στων Κληδόνων τη γιορτή, εις την αυλή µας πάλι,
τραγουδιστάδες ήτανε οι τζίτζικες µεγάλοι
Κι έλεγε η µανούλα µου σ’ όλους µια µαντινάδα
και τα τζιτζίκια όλα µαζί, την έκαναν καντάδα
Αυτά τα λίγα και απλά, συγκίνηση µου φέρνουν
κι όλο το βάρος της ζωής, από τους ώµους παίρνουν
Και τώρα το τραγούδι τους ,µε την ψυχή µου σµίγει
και µου θυµίζει «η ζωή πρόσκαιρη είν’ και λήγει»
Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
φιλόλογος
Εις του σπουργίτου τη κορφή
Είς’του Σπουργίτου τη κορφή µε του Σταυρού τη τρούλα,
ν’αναριζώνω µ’άρεσε πάντα τα καλοκαίρια.
Τα κύµατα εθώρουνα οι ρεµατιές που κάνουν,
στη θάλασσα του πράσινου στ’απέραντα πελάγη.
Στα κελαηδήσµατα πουλιών µε του νερού τραγούδια,
ταξίδευα µε όνειρα µέσ’τ’ουρανού τα ύψη.
Έφευγα και στη θάλασσα που ήτονε µπροστά µου,
και µε βαρκούλες µε πανιά έψαχνα για γοργόνες.
Είς’τον’αφρό που κολυµπούν παίζουνε µελωδίες,
και τραγουδούν µαγευτικά µε λίρες και λαγούτα.
Χορεύουν µε τα κύµατα µε άστρα στολισµένες
και µε φεγγάρια πλουµιστά που τσ’ασηµοφωτίζουν.
Κοντά στη Νεραγδότρυπα µε τρόµο κι’η µαθιά µου,
για τσι νεράγδες έψαχνε να δεί να µπαίνωβγαίνουν.
Να πλήνουν και να τραγουδούν στο διπλανό το ρυάκι,
να δώ και ρούχα νυφικά στσι σπάρτους απλωµένα.
Πάνω στο Πύργο, στο Σταυρό µε τσ’αετούς πετούσα,
και µε τα πετρογέρακα που ήταν φωλεµένα.
Μέσ’τα χαράκια στα γκρεµνά στα χάλαρ’απού δίπλα,
στο ρυάκι στα Καβρόνερα µε το κριγιό νεράκι…
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
συγγραφέας