Παρασκευή, 26 Απριλίου, 2024

Το βαθύ αποτύπωμα του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Μακεδονικό ζήτημα

Τι είναι το Μακεδονικό Ζήτημα; Είναι μήπως οι Μακεδόνες που ανασκάπτουν; Αναζητούν ανυπότακτα τη ρίζα της ταυτοτικής επιβεβαίωσης; Είναι οι σκιές των θρυλικών καπεταναίων και των πολλών ακόμη απόντων Μακεδονομάχων, στη σκοτεινή “επωδό των θανάτων” του Μακεδονικού Αγώνα, του υγρού και άγριου βάλτου της λίμνης των Γιαννιτσών (απόρθητο κρησφύγετο Κομιτατζήδων και ελληνικών ανταρτικών σωμάτων) που μας στοιχειώνουν;
Eίναι η λυτρωτική αυταπάτη των σλαβομακεδόνων ότι είναι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και ότι η σλαβομακεδονίτικη γλώσσα, παραλλαγή της ομηρικής διαλέκτου; Ή μήπως εντέλει είναι η κατά τους εχθρούς του «διαβολική δύναμη» του Ελ. Βενιζέλου που άλλαξε τον ρουν της ιστορίας στα Βαλκάνια, με τον θρίαμβο της εξωτερικής πολιτικής του στους βαλκανικούς πολέμους;
Είναι αυτά και επιπλέον όλα εκείνα που συναιρούνται στο ξετύλιγμα μιας ιστορίας, η οποία μεταφέρει ένα φορτίο αξιόλογο, εργαλείο για αυτοσυνείδηση και αυτογνωσία, γυρνώντας στους δρόμους μιας μνήμης με την εμπλοκή της σλαβομακεδονίτικης γλώσσας, του ταραχώδους συχνά Μακεδονικού Ζητήματος και του φοβικού εθνικισμού.
Ανιχνεύοντας τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, αναζητώ το συνεκτικό νήμα που διατρέχει την ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος από την γένεσή του μέχρι και σήμερα, των σημαντικών σταθμών του, ελληνοτουρκικός πόλεμος (1897), εξέγερση του Ίλιντεν (1903), Μακεδονικός Αγώνας (1904 – 1908), των εθνικών κινημάτων, των εθνικών ταυτοτήτων, της μεγάλης ιδέας, των επιθετικών εθνικισμών και επεκτατικών αλυτρωτισμών.
Συνδυάζοντας την εμπειρία και το ένστικτο ενός άμεσα – λόγω καταγωγής – εμπλεκομένου ανθρώπου, νιώθω την ανάγκη να φωτίσω τα ίδια μου τα βιώματα στο φόντο μιας κοινωνίας που την διαπερνούσαν μύθοι, παραδόσεις και κοινωνικές συγκρούσεις, όπως και μία «αόρατη» συχνά καχυποψία ότι μια μερίδα σλαβομακεδόνων διαπλέκονταν κάποτε με τα αλυτρωτικά σχέδια των γειτονικών χωρών και ότι δεν μοιράζονταν μαζί τους όμοιες κληρονομημένες μνήμες, ούτε είχαν κοινή αφήγηση της ιστορίας. Μία ζοφερή εποχή γεμάτη από φανατισμούς και μισαλλοδοξίες, η οποία έχει παραδοθεί στη λήθη.
Η ιστορική επισκόπηση του Μακεδονικού Ζητήματος φωτίζει τους «κρυμμένους» παράγοντες, τις μικρές και μεγάλες εθνικές ιστορίες, αναγκαία συνθήκη για την σύλληψη της μεγάλης εικόνας και των βαθύτερων ανθρωπολογικών δομών, στη μακρά διαμόρφωση του ποικιλόμορφου Μακεδονικού μωσαϊκού.
Αποστάζοντας από την ιστορία των Βαλκανίων – μία άγρια περιοχή χάους και αταξίας – βεβαιότητες, αυτή στην οποία πρέπει να σταθούμε είναι η ιδιάζουσα εθνολογική σύνθεση και η γλωσσική διαστρωμάτωση – ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι, αλβανόφωνοι – του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, που γέννησε εθνικά κινήματα, αντίρροπες εθνικές κινήσεις και αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις των βαλκανικών κρατών, στο ζωτικό αυτό χώρο.
Ήταν μια διεργασία ενταγμένη στις πολιτικές και ιδεολογικές εξελίξεις της εποχής της, απόρροια της Αμερικανικής και Γαλλικής επανάστασης, η οποία κορυφώθηκε ιδίως μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (21-2-1878), που άλλαξε τις γεωπολιτικές ισορροπίες, με την δημιουργία της μεγάλης Βουλγαρίας, που περιελάμβανε ολόκληρη σχεδόν την Μακεδονία, όπως και το συνέδριο του Βερολίνου (13-7-1878) που ακύρωσε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και η Μακεδονία επέστρεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όσα δε ακολούθησαν ήταν συνέχεια και λογική συνέπεια και όχι παρέκκλιση.
Με την ανάδυση των εθνικών κινημάτων σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, τα νέα και ανταγωνιστικά προς την Ελλάδα βαλκανικά κράτη υιοθέτησαν δυναμικές αλυτρωτικές πολιτικές με βάση τις δικές τους μείζονες αφηγήσεις, ιστορικής συνέχειας (αντίστοιχες της μεγάλης ιδέας) με πολιτισμούς και αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Η ανάδυση ενός Ελληνικού εθνικού κινήματος, στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, υπήρξε μια σύνθετη πνευματική διεργασία που αργότερα έγινε γνωστή ως “Νεοελληνικός Διαφωτισμός”, η οποία εστιάστηκε στην προώθηση του πολιτικού φιλελευθερισμού, καθώς ενσωμάτωνε τις ιδέες του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού.
Ήταν φανερό και μάλιστα προδιαγεγραμμένο ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και σύντομα εξελίχθηκε σ’ ένα ζήτημα με ολοένα και πιο βίαιο συγκρουσιακό φορτίο και επίκεντρό της η Μακεδονία. Η Μακεδονία, το αλλόκοτο φαινόμενο χωνεμένων σε βάθος γενεών, ενός γλωσσικού και θρησκευτικού μωσαϊκού που έθεταν το θρήσκευμα πάνω από την εθνοτική ή γλωσσική ταυτότητα, δεν υπήρξε στην αρχαιότητα έθνος Μακεδονικό. Αυτό είναι δημιούργημα του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα. Η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων είναι δεδομένη. Μόνο που έκτοτε παρήλασαν από την περιοχή Θράκες, Ιλλυριοί, Ρωμαίοι, Γαλάτες, Σλάβοι, Τούρκοι, Εβραίοι… Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι πληθυσμοί που κατοικούν σήμερα στη Μακεδονία ελάχιστη σχέση έχουν με τους αρχαίους Μακεδόνες.
Με το πρόσχημα της απελευθέρωσης της Μακεδονίας, η Βουλγαρία δημιούργησε την IMRO στα 1893, η οποία σηματοδότησε την εξέγερση του Ίλιντεν στα 1903 με το συμβολικό σύνθημα “Η Μακεδονία στους Μακεδόνες”. Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν το μοιραίο υστερόγραφο της ελληνικής απάντησης στην εξέγερση του Ίλιντεν και στις ωμότητες των Βουλγαρικών Κομιτάτων της IMRO, για την διάσωση της Ελληνικής Μακεδονίας.
Η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού στοιχείου, έως τα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν μία πολύπλοκη διαδικασία, εφόσον το στοιχείο της θρησκείας και όχι η εθνική συνείδηση – που αποτελεί βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας ενός λαού – δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση. Αυτό αναφέρει στα Μυστικά του Βάλτου και η αδιαμφισβήτητου πατριωτισμού Πηνελόπη Δέλτα, στην ανατριχιαστικής ακρίβειας μετάπλαση του Μακεδονικού Αγώνα, όταν λέει: “Όπως και στα Βυζαντινά χρόνια, οι πληθυσμοί ήταν ανακατωμένοι τόσο, που δύσκολα χώριζες έλληνα από Βούλγαρο – τις δύο φυλές που κυριαρχούσαν. Εθνική συνείδηση είχαν την Μακεδονική μονάχα”.
Η ουσία όμως έγκειται στο γεγονός ότι οι σλαβόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί της μεσαίας και νότιας ζώνης, σε αντίθεση με την βόρεια, παρά τις μακροχρόνιες επιμιξίες Ελλήνων και Σλάβων, δέχθηκαν στην πλειοψηφία τους τη γλωσσική μόνο επίδραση και η εθνική τους συνείδηση παρέμεινε ελληνική. Χωρίς τους πολυάριθμους αυτούς σλαβόφωνους έλληνες, τους “Γραικομάνους” της μεσαίας ζώνης, δεν θα είχε αναπτυχθεί ελληνικό αντάρτικο κίνημα.
Όμως το κίνημα αυτό, στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, δεν είχε σαφή κατάληξη και η μοίρα της Μακεδονίας θα καθοριζόταν αργότερα με την συνθήκη του Βουκουρεστίου στα 1913 μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, με την οποία μοιράστηκε σε τρία μέρη. Η Ελλάδα έλαβε το 53% που περιελάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, η Σερβία το 33% και η Βουλγαρία, η ηττημένη στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, το υπόλοιπο ποσοστό. Η ενσωμάτωση ενός σημαντικού τμήματος της Μακεδονίας στην Ελλάδα παραμένει ακόμη ένα πολύπλοκο και συναρπαστικό ιστορικό κεφάλαιο. Το κίνημα του 1909, με τη μεγάλη θεσμική στροφή, απελευθέρωσε τις πολιτικές εξελίξεις επιτρέποντας την είσοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της χώρας και τη θριαμβευτική επικράτηση του στις εκλογές του 1910. Το προσωπικό χάρισμα και οι ιδιαίτερες ικανότητες του Ελευθερίου Βενιζέλου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, άνοιξαν τον δρόμο για την μεγαλειώδη νίκη της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, που ακολούθησε. Ο χαρισματικός αυτός ηγέτης, με την έννοια του Μαξ Βέμπερ, όπως αναφέρει ο Γεώργιος Μαυρογορδάτος στον Εθνικό Διχασμό, κατάφερε να στρέψει την Ελλάδα προς μια συμμαχία με τους Βαλκάνιους ανταγωνιστές της, διατηρώντας παράλληλα τη χώρα στο πλευρό της Μ. Βρετανίας. Έτσι, στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο οι Οθωμανοί ηττήθηκαν από τα συνασπισμένα Βαλκανικά κράτη (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα), ενώ ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος κατέληξε στην συντριπτική ήττα της Βουλγαρίας από τους πρώην συμμάχους της και από τους Τούρκους. Στο στρατόπεδο των νικητών, χάρη στον Ελευθέριο Βενιζέλο, βρέθηκε επίσης η Ελλάδα και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, σε μια από τις σημαντικότερες ιστορικές περιόδους του νεότερου ελληνικού κράτους. Η έκβαση του πολέμου, με τη νίκη της Αντάντ, υπήρξε η μεγάλη δικαίωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, που μεταφράστηκε σε εντυπωσιακά εδαφικά κέρδη με την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Μια ακόμη ιστορική δικαίωση της βενιζελικής πολιτικής, που άπτεται του Μακεδονικού Ζητήματος, είναι και αυτή που αφορά την μαζική  προσφυγική εγκατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα, με στόχο τον εξελληνισμό και την εξουδετέρωση των κινδύνων των συνυφασμένων με τις αλλοεθνείς μειονότητες. Το δε μεγαλύτερο εμπόδιο για την εξελληνισμό των σλαβόφωνων υπήρξαν τα στοιχεία του σλαβικού πολιτισμού, όπως η διευρυμένη αγροτική οικογένεια (πατριά).
Ο Βενιζελισμός με την ηγεμονία της επιχειρηματικής αστικής τάξης και το αναδυόμενο στρώμα των “οργανικών διανοουμένων” (όπως το αποκαλούσε ο Γκράμσι) στην διαταξική του βάση αντιπροσωπεύει, ως κίνημα, στην νεοελληνική ιστορία, την πιο φιλόδοξη και ολοκληρωμένη προσπάθεια καθολικού αστικού εκσυγχρονισμού. Ο αστικός εκσυγχρονισμός στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μπορεί να οριστεί, υπό αστική ηγεμονία, ως ταυτόσημος με τον εξευρωπαϊσμό. Σε τελική ανάλυση, ο Βενιζελισμός με την μυθική διάσταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον καθορίζουν, είναι αποτέλεσμα των ιστορικών συνθηκών, σε συνδυασμό με την προσωπικότητα.
Ανταποκρινόμενοι στις προκλήσεις των καιρών, σ’ ένα αναστοχασμό για ένα παρελθόν που το τέλος του ακόμη παίζεται, αυτό που παραμένει κεντρικό ζήτημα είναι το πώς στέκεται η κοινωνία των πολιτών, με τη θολή και καχεκτική ενημέρωση, απέναντι σ’ αυτήν την ιστορική διαδρομή, ποια η σύλληψη και η κατάκτησή της, πως συναντάται με την ιστορία η οποία δημιουργεί την ιστορική συνείδηση.
Το πολιτικό λεξιλόγιο, μια συλλογή από ευφημισμούς, καταδεικνύει δειλία να περιγράψουμε τα φαινόμενα, εξαιτίας του ότι δεν δημιουργούν δημοφιλείς αναπαραστάσεις και συνεγερτικά συνθήματα. Επιλέγουμε να συμμετέχουμε στη μέχρι τέλους συνωμοσία του λαϊκισμού, εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, με τον “υπερπατριωτισμό” να γνωρίζει συντριπτική επιτυχία και να έχει αναδειχθεί σ’ ένα είδος “ταμπού” που σ’ ένα βαθμό μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από το πρίσμα των τραυμάτων που κληροδότησε η περιοχή αυτή.
Ωστόσο, το αμείλικτο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Γιατί δεν λύθηκε το Μακεδονικό Ζήτημα εδώ και 25 χρόνια; Ίσως, η απάντηση να βρίσκεται σ’ αυτό που περιγράφει ο γάλλος φιλόσοφος Μοντεσκιέ, εμπνευσμένος από τις ιδέες του Διαφωτισμού σε ανάλυσή του στις αρχές του 18ου αιώνα, περί μη ύπαρξης αυτόνομων ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων που θα προστάτευαν τις πολιτικές ηγεσίες από τις αδιαμεσολάβητες λαϊκές πιέσεις για μαξιμαλιστικές λύσεις. Η ανάλυση του Μοντεσκιέ που δηλώνει μία καχεκτική κοινωνία των πολιτών, επηρέασε τις θεωρίες περί εθνικισμού και λαϊκισμού.
Η ισχνή πληροφόρηση της κοινωνίας των πολιτών για την ιστορική πραγματικότητα θυμίζει το σπήλαιο της πλατωνικής αλληγορίας: Οι άνθρωποι αλυσοδεμένοι μπορούν να δουν μόνο τον τοίχο απέναντί τους. Δεν μπορούν να κοιτάξουν ούτε πίσω, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Καθώς βλέπουν μόνο τις σκιές των πραγμάτων, έχουν την εντύπωση ότι οι σκιές στον τοίχο, είναι τα ίδια τα πράγματα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα