Παρασκευή, 10 Μαΐου, 2024

Η λιθόκτιστη γέφυρα του ποταμού Αγιερηνιώτη

Γράφει: Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΩΝ. ΣΕΙΡΑΔΑΚΗΣ

Ανάμεσα στα χωριά Μονή και Λιβαδάς του Ανατολικού Σελίνου υπάρχει μια όμορφη κοιλάδα, την οποία διαρρέει ο ποταμός Αγιερηνιώτης.
Ο ποταμός αυτός πηγάζει από τη λεκάνη που σχηματίζουν οι βόρειες υπώρειες της Μαδάρας και οι νότιες του Αποπηγαδιού. Περνά μέσα από το χωριό Αγία Ειρήνη (εξ ου και το όνομά του), διασχίζει το ομώνυμο φαράγγι και εκβάλλει στον όρμο της Σούγιας, στο Λιβυκό Πέλαγος.
Ο Αγιερηνιώτης είναι ένας πολύ ορμητικός χείμαρρος, ο οποίος σε περιόδους έντονων και απότομων βροχοπτώσεων ή χιονοπτώσεων, συγκεντρώνει τεράστιους όγκους νερών, τα οποία ρέουν ορμητικότατα προς το Λιβυκό Πέλαγος. Η ροή του ποταμού γίνεται ακόμη ορμητικότερη εξαιτίας της μεγάλης κλίσης της κοίτης του και της υψομετρικής διαφοράς ανάμεσα στις πηγές και στις εκβολές του.
Στα ορμητικά του ξεσπάσματα συμπαρασύρει τα πάντα. Οι παρόχθιες περιοχές έχουν επανειλημμένα δεινοπαθήσει διότι στο πέρασμά του σαρώνει τα χωράφια, ξεριζώνει υπεραιωνόβιες ελιές και άλλα δέντρα, κατεβάζει τεράστιους βράχους και φερτά υλικά και, στην κυριολεξία, μεταβάλλει τη μορφή και τη φυσιογνωμία του τοπίου το οποίο διαρρέει.
Παλιότερα που έπεφταν περισσότερες βροχές, ο ποταμός γινόταν ιδιαίτερα επικίνδυνος. Το θέαμά του στα ξεσπάσματά του ήταν άκρως εντυπωσιακό και μεγαλόπρεπο.
Από τις εντονότερες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων είναι οι εικόνες του Αγιερηνιώτη ποταμού κατά τις ώρες της μεγάλης ορμής του. Τον βλέπαμε από το ύψος του Λιβαδά να τρέχει ολόθολος, να συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του και τον ακούγαμε να μουγκρίζει τρομακτικά. Αν μάλιστα στα ξεσπάσματά του τύχαινε να βρεθούμε κοντά στις όχθες του, κάπου στον Ζουριδά, στα Βρυσάλια, στην Ποταμίδα ή στις Ψιακιές, τον βλέπαμε από κοντά, θολό και ορμητικό, να φουσκώνει, να αφρίζει, να ορμά μανιασμένα προς τα κάτω και να σαρώνει τα πάντα. Το πέρασμά του ανάμεσα από τα βράχια και τις απότομες καταβόθρες του Αγιερηνιώτικου φαραγγιού, δημιουργούσε αλλεπάλληλους μικρούς καταρράχτες, οι οποίοι πολλαπλασίαζαν τους αφρούς και τη βουή των νερών του. Κι αισθανόμασταν τις σταγόνες του να ραντίζουν τα πρόσωπά μας και νιώθαμε το έδαφος να τρέμει συθέμελα κάτω από τα πόδια μας. Και νομίζαμε ότι Τρίτωνες και Νεράιδες και άλλες ενάλιες και ποτάμιες δυνάμεις και θεότητες κυβερνούσαν τούτο το «θεριό», μπροστά στο οποίο νιώθαμε τη μικρότητα και τη μηδαμινότητά μας.
Κάθε φορά, λοιπόν, που αυτός ο χείμαρρος φούσκωνε, απέκοπτε και απέκλειε παντελώς από τον υπόλοιπο κόσμο τα χωριά Λιβαδάς και Κουστογέρακο, τα οποία έτσι δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τα υπόλοιπα χωριά του Σελίνου και γενικότερα με τον έξω κόσμο. Μερικές φορές ο αποκλεισμός των χωριών αυτών διαρκούσε εβδομάδες ή και μήνες ακόμη, στις περιπτώσεις που έπεφταν πολλές βροχές ή νεροβόριζε και χιόνιζε επί πολλές ημέρες, όπως συνέβαινε συχνά παλαιότερα.
Ετσι οι κάτοικοι των χωριών αυτών περνούσαν πολύ δύσκολες μέρες, οι οποίες γίνονταν ακόμη δυσκολότερες επειδή όχι μόνον απομονώνονταν από τον άλλο κόσμο, όχι μόνο δεν μπορούσαν να μαζέψουν τις ελιές ή να καλλιεργήσουν τα χωράφια που βρίσκονταν στην απέναντι όχθη αλλά -το σπουδαιότερο- δεν είχαν πρόσβαση σε γιατρό και φάρμακα. Από διηγήσεις παλαιοτέρων μαθαίναμε ότι πολλές φορές κινδύνεψαν ή χάθηκαν ζωές ανθρώπων εξαιτίας αυτής της απομόνωσης. Και όλα αυτά επειδή ο Αγιερηνιώτης ποταμός δημιουργούσε έναν ιδιότυπο αποκλεισμό, μια κατάσταση «πολιορκίας» για τους κατοίκους του Λιβαδά και του Κουστογέρακου.
Την ανάγκη να λυθεί αυτός ο ιδιότυπος αποκλεισμός των χωριών αυτών ευτυχώς αντελήφθησαν οι τότε άρχοντες της  «Κρητικής  Πολιτείας», στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά αγαθή συγκυρία βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας την περίοδο αυτή ήταν ο Λιβαδιανός Εμμανουήλ Β. Σειραδάκης, που αργότερα χρημάτισε και δήμαρχος Χανίων, ο οποίος πρόβαλε την ανάγκη ζεύξης του Αγιερηνιώτη ποταμού.
Στο θαυμάσιο βιβλίο της αρχιτέκτονος ? αρχαιολόγου Χρυσούλας Τζομπανάκη «Η αρχιτεκτονική στην Κρήτη», έκδοση 2005, τόμος Α1 και στη σελίδα 134 διαβάζουμε: «Τον επόμενο χρόνο 1904, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας (Ε.Ε.Κ.Π.), αριθμό Φύλλου 36/τ.Α/30-7-1904 η ´έγκρισις προϋπολογισμού ολικής δαπάνης προς κατασκευήν γεφύρας, ανοίγματος 9 μ., εν τω ποταμώ Μονής – Λιβαδά, προϋπολογισμού 3.000 δραχμών´». Στην ίδια σελίδα διαβάζουμε ότι προγραμματίστηκαν και οι γέφυρες Κακοδικίου και Αγίας Ειρήνης. Και οι τρεις αυτές γέφυρες συμπεριελήφθησαν στον Ν. 532/1903 «Αναγραφή πιστώσεων εις τον προϋπολογισμόν των χρήσεων 1903 και 1904, διά δημόσια έργα εν τω Νομώ Χανίων».
Τη μελέτη κατασκευής και των τριών αυτών γεφυρών υπογράφουν: Ο μηχανικός Δημ. Στρούντζας, ο νομομηχανικός Κων. Δρανδάκης και ο διευθυντής Δημοσίων Εργων Σισίντος Πεζανός. Έτσι προγραμματίστηκε η γέφυρα στον δρόμο Μονής ? Λιβαδά ? Κουστογέρακου και η κατασκευή της πρέπει να συντελέστηκε τα έτη 1906 και 1907.
Τρόπος κατασκευής
της γέφυρας  
Η γέφυρα είναι λιθόδμητη, μονότοξη με ένα αρμονικό και καλοσχηματισμένο τόξο, που έχει άνοιγμα 9 μέτρων. Είναι χτισμένη με ντόπια λαξευτή και ημιλαξευτή πέτρα. Το προστατευτικό στηθαίο ήταν επίσης λιθόκτιστο με ύψος 0,40 ή 0,50 μ. για να προστατεύονται οι διερχόμενοι. Το δάπεδο κίνησης είναι στρωμένο με καλντερίμι από ακανόνιστες πέτρες, παρμένες από τον ίδιο ποταμό και είχε μικρή κλίση, όση περίπου και ο διερχόμενος δι? αυτής δρόμος. Τα δύο πέτρινα βάθρα της έχουν θεμελιωθεί στα δύο χωμάτινα πρανή του ποταμού και έχουν χτιστεί με ντόπια λαξευτή και ημιλαξευτή πέτρα και με θηραϊκή γη (Σαντορινιό χώμα).
Σημειώνω εδώ ότι μέχρι το έτος 1907, στις σπουδαίες κατασκευές χρησιμοποιούσαν τη θηραϊκή γη, από δε το 1907 και μετά χρησιμοποιούσαν «τη γαλλική γη», δηλαδή το τσιμέντο. Από το έτος 1910 – 11 το τσιμέντο έγινε μπετόν αρμέ, δηλαδή οπλισμένο σκυρόδεμα.
Θέλω να τονίσω ότι για την εποχή εκείνη, με τις γνωστές συγκοινωνιακές δυσκολίες αλλά και τη μεγάλη απόσταση από τα Χανιά, η κατασκευή της γέφυρας του Λιβαδά υπήρξε ένας αληθινός άθλος. Ενας άθλος που άλλαξε άρδην προς το καλύτερο την ποιότητα της ζωής των κατοίκων της περιοχής. Οι δύο όχθες του Αγιερηνιώτη ποταμού ενώθηκαν και έπαψε πια αυτός να αποτελεί πρόβλημα και εφιάλτη για την περιοχή.
Τόπος κατασκευής
της γέφυρας
Η γέφυρα κατασκευάστηκε στην τοποθεσία που τότε ονομαζόταν «Φετουφάς» (όχι φετφάς=  τουρκικό διάταγμα) και βρίσκεται λίγο νοτιότερα από την έξοδο του φαραγγιού της Αγίας Ειρήνης. Αυτό το διαπίστωσα από συμβόλαιο αγοραπωλησίας του αείμνηστου παππού μου Γεωργίου Κων. Σειραδάκη ή Κωνσταντογιώργη, ο οποίος με συμβόλαιο του 1908 αγόρασε «?εις θέσιν Φετουφάς αγρόν εκτάσεως κ.λπ…», ο οποίος συνόρευε «νοτίως με ποταμόν κ.λ.π?». Ετσι το βόρειο βάθρο της γέφυρας πάτησε στο χωράφι του παππού μου που και σήμερα ανήκει στους απογόνους του. Μετά την κατασκευή της γέφυρας το τοπωνύμιο άλλαξε και από «Φετουφάς» έγινε  «Καμάρα», όπως ονομάζεται και σήμερα.
Η γεφυροποιία
στην Κρήτη
Στη σελίδα 117 του παραπάνω έργου της η κα Χρυσούλα Τζομπανάκη γράφει: «Για την κατασκευή των γεφυρών ίσως να έδωσαν τα φώτα τους οι περίφημες ´Συντεχνίες´ των Ηπειρωτών οικοδόμων (χτιστάδων, πελεκάνων, ταλιαδούρων, ξυλογλυπτών και ζωγράφων), δηλαδή τα περίφημα  ´Συνάφια´, τα οποία, ξεκινώντας την Άνοιξη από την Ήπειρο, έφταναν σε όλη την Ελλάδα, εκτελώντας οικοδομικές εργασίες, συνήθως προσυμφωνημένες.
Είναι γνωστό ότι η ικανότητα των ανθρώπων αυτών στην τέχνη του ´κατασκευάζειν´ ήταν μοναδική. Ειδικά τα γεφύρια της Ηπείρου είχαν εξαίρετη συμπεριφορά και άρτια αισθητική παρουσία. Ήταν, λοιπόν, πιθανόν να έγινε αποδημία τέτοιων μαστόρων από την Ήπειρο στην Κρήτη;». Ίσως. Είναι επομένως ενδεχόμενο οι απόγονοι των χαρισματικών εκείνων ανθρώπων να ήταν οι γεφυροποιοί των αρχών του 20ού αιώνα στην Κρήτη.
Πάντως όποιοι κι αν ήταν οι κατασκευαστές της Καμάρας του Λιβαδά και των άλλων γεφυριών της Κρήτης, πρέπει να ήταν σπάνιοι τεχνίτες της πέτρας, αφού τα γεφύρια που έχτισαν άντεξαν όχι μόνο στην έντονη καθημερινή τους χρήση αλλά και στη μανία των στοιχείων της φύσης και τη φθορά του χρόνου, αποτελούν δε και σήμερα θαυμάσια δείγματα της λαϊκής μας τέχνης και του λαϊκού μας πολιτισμού. Ένα τέτοιο θαυμάσιο νεότερο μνημείο αποτελεί και η παραπάνω περιγραφείσα γέφυρα, που μαζί με το κοντινό της, επίσης θαυμάσιο νεότερο μνημείο, το καμπαναριό της Παναγίας της Κεράς, αποτελούν εξαίσια δείγματα, λαϊκής τέχνης και πολιτισμού. Και τα δύο στέκουν εκεί, σχεδόν δίπλα – δίπλα, γκρίζα, αυστηρά και ασάλευτα και μοιάζουν με φρουρούς και θεματοφύλακες της νεότερης ιστορίας του τόπου και των ανθρώπων του.
Και το μεν καμπαναριό της Παναγίας της Κεράς διασώθηκε την τελευταία στιγμή από βέβαιη κατάρρευση χάρη στη μέριμνα και τη φροντίδα κάποιων ευαίσθητων κατοίκων της Μονής και όχι μόνο, στους οποίους ανήκει ένα ακόμη «Εύγε». Να ελπίσει κανείς ότι θα βρεθούν και άλλοι υπεύθυνοι και ευαίσθητοι, κάτοικοι ή άρχοντες, που θα διασώσουν και τούτο το νεότερο μνημείο τέχνης και ιστορίας;  Ίδωμεν.
Η ιστορία της γέφυρας
Και τι δεν «είδε» και δεν «άκουσε» στη διάρκεια της εκατόχρονης και πάνω ζωής του τούτο το μνημείο! Είδε πρώτα – πρώτα πολλές φορές το άγριο και αφρισμένο κατέβασμα του Αγιερηνιώτη ποταμού και άκουσε το άγριο μούγκρισμα των νερών του. Και είδε τους Λιβαδιανούς και τους Κουστογερακιώτες να «αντιντέρνουν» απέναντι για να πάνε στα άλλα χωριά του Ανατολικού Σελίνου. Και είδε τον γεωργό, τον ξωμάχο της γης, να σηκώνεται πρωί – πρωί για να πάει στη σπορά ή στο θέρος και τον βοσκό να «παραμένει» τα πρόβατα τον χειμώνα και να τα ποτίζει και να  «τ? αποτσακίζει» το καλοκαίρι.
Κι έζησε τον φόβο και την αγωνία του «στρατολάτη», που νυχτωμένος πολλές φορές τον χειμώνα οδοιπορούσε στη  «Δημοσιά» που ένωνε τα Τρία Χωριά. Και άκουσε το άγριο μούγκρισμα των δύο ποταμών -του Αγιερηνιώτη και του Καμπανιώτη- να συγκρούονται λίγο παρακάτω στα «Διπόταμα», να αφρίζουν και να λυσσομανούν και μετά να οδεύουν μαζί προς την κοντινή ακτή του Λιβυκού πελάγους.
Και είδε τις φλόγες από το ολοκαύτωμα των σπιτιών των Τριών Χωριών Μονής, Λιβαδά και Κουστογεράκου, στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 1943 και άκουσε το εφιαλτικό μούγκρισμα των «Στούκας», που χωρίς οίκτο και έλεος βομβάρδιζαν τα χωριά. Και πέρασε από πάνω του η τραγική συνοδεία των γυναικόπαιδων του Λιβαδά, όταν το βράδυ της 30/9/1943, οι Γερμανοί τα οδηγούσαν στη Σούγια, με σκοπό τη μεταφορά και εξόντωσή τους στα κολαστήρια των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Και άκουσε τις οιμωγές και τους θρήνους τους και δέχτηκε στο οδόστρωμά του το δάκρυ και το αίμα τους…
Τελειώνοντας τούτο το κείμενο ήθελα να μνημονεύσω εδώ εκείνους τους ταλαντούχους εργάτες και μαστόρους του λαϊκού μας πολιτισμού, που άφησαν τη σφραγίδα της τέχνης και της ευαισθησίας τους πάνω σε τέτοια έργα. Να μνημονεύσω ακόμη και να μακαρίσω τους πατεράδες μας και τους παππούδες μας, τους χωριανούς και τους κοντοχωριανούς μας, τους Λιβαδιανούς και τους Κουστογερακιώτες, που πέρασαν και ξαναπέρασαν τη γέφυρα είτε καβαλάρηδες είτε μεταφέροντας κάθε λογής προϊόντα από και προς τα χωριά τους. Να μακαρίσω ακόμη εκείνους τους μοναδικούς και άξιους της αποστολής τους Άρχοντες της  «Κρητικής Πολιτείας», οι οποίοι πριν από έναν και πάνω αιώνα οραματίζονταν, προγραμμάτιζαν και εκτελούσαν τέτοιας πνοής έργα, ακόμη και στα απώτατα σημεία της κρητικής γης. Αιωνία η μνήμη όλων αυτών.

Σημείωση: Τις φωτογραφίες οφείλω στον φίλο Ευτύχη Κορκίδη, το οποίο ευχαριστώ ιδιαίτερα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα