Αν και μια από τις πλουσιότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής τις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, η Βενεζουέλα σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η χώρα με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως, που ξεπερνούν ακόμη και αυτά της Σαουδικής Αραβίας, βιώνει μια βαθιά οικονομική αλλά και κοινωνικοπολιτική κρίση, και όλα δείχνουν πως θα συνεχίσει επιδεινώνεται.
H Βενεζουέλα, μια χώρα 32,4 εκατομμυρίων κατοίκων, από χώρα σταθερότητας, ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης και παράδειγμα δημοκρατικής πολιτείας, κατέληξε σήμερα να αποτελεί εστία αστάθειας, με οξύτατα προβλήματα γενικευμένης φτώχειας, διαφθοράς και με μια κυβέρνηση που τείνει προς τον αυταρχισμό. Ωστόσο η σημερινή κατάσταση της χώρας έχει εν μέρει τις ρίζες της στο παρελθόν. Το 1998 ανέλαβε για πρώτη φορά τα ηνία της χώρας ο σοσιαλιστής Ούγκο Τσάβες, με την υπόσχεση να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που εξέφραζε την πολιτική του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα».
Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε σε ευρεία κλίμακα μέτρα αναδιανομής του πλούτου που θα βοηθούσαν σημαντικά τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Πράγματι κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τσάβες έως τον θάνατό του το 2013, το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν κάτω από τα όρια της φτώχειας μειώθηκε σχεδόν στο μισό, από 50% σε 27%, η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε επίσης σημαντικά, βελτιώθηκε η πρόσβαση σε πόσιμο νερό και φαγητό ενώ αντιμετωπίστηκε και η διευρυμένη ανεργία. Όλα αυτά όμως έγιναν σε βάρος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της Βενεζουέλας. Η χρηματοδότηση του προγράμματος κατέστη δυνατή εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης των τιμών του πετρελαίου από το 2004 και μετά. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι δαπάνες της κυβέρνησης τριπλασιάστηκαν για να στηρίξουν τις κοινωνικές πολιτικές του Τσάβες, αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα εφόσον η τιμή του μπρεντ (αργό πετρέλαιο) συνέχισε την ανοδική της πορεία. Η ευμάρεια αυτή οδήγησε την οικονομία στην απόλυτη σχεδόν εξάρτησή της από την εξαγωγή πετρελαίου, που αποτελεί σήμερα το 95% των εσόδων της χώρας. Το φαινόμενο αυτό, που ονομάζεται «ολλανδική ασθένεια», δηλαδή η υπερδιόγκωση ενός κλάδου σε βάρος των υπολοίπων, έμελλε να γίνει και η τροχοπέδη στην ανάπτυξη της χώρας. Την ίδια στιγμή, η κρατική εταιρία εξόρυξης πετρελαίου της Βενεζουέλας η PDVSA, ενώ από την μία στερήθηκε πολύτιμους πόρους για τον εκσυγχρονισμό της, με αποτέλεσμα η παραγωγή σταδιακά να μειώνεται, από την άλλη λειτούργησε και σαν χώρος πελατειακών διορισμών από το σοσιαλιστικό κόμμα, χωρίς αντίκρισμα στην βελτίωση της παραγωγής.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν ραγδαία όταν μετά τον θάνατο του Τσάβες το 2013 και την αντικατάστασή του από τον Νικολάς Μαδούρο οι τιμές του πετρελαίου άρχισαν να καταρρέουν διεθνώς. Έτσι η χώρα βίωσε έναν οικονομικό «στραγγαλισμό» που οδήγησε την κυβέρνηση στη λήψη μέτρων που δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, όπως η υποτίμηση του νομίσματος, που εκτίναξε τον πληθωρισμό. Ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε το 83.000%, οι τιμές διπλασιάζονται ανά 26 ημέρες, ενώ το Δ.Ν.Τ προέβλεψε ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει 1 εκατομμύριο % έως το τέλος του 2018. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως ένας καφές κόστιζε 2 εκατομμύρια μπολιβάρ (εθνικό νόμισμα της Βενεζουέλας) τον περασμένο Ιούλιο. Επακόλουθα, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 35%, ακολουθώντας την πτώση της τιμής του πετρελαίου, πάνω από το 80% του πληθυσμού ζει στη φτώχεια, με το 60% να μην έχει εξασφαλισμένη πρόσβαση σε σίτιση, ενώ έχουν αυξηθεί τα κρούσματα ασθενειών που είχαν εκλείψει όπως η ελονοσία. Ενδεικτικό είναι ότι οι πολίτες της Βενεζουέλας έχουν χάσει κατά μέσο όρο 11 κιλά από το 2017 λόγω της έλλειψης τροφής, αποκαλώντας περιπαιχτικά το φαινόμενο ως «δίαιτα του Μαδούρο». Επιπροσθέτως, λόγω της μείωσης των εξαγωγών, ελλείψει συναλλάγματος η χώρα δεν μπορεί να εισάγει είδη πρώτης ανάγκης όπως τρόφιμα και φάρμακα που είναι πλέον δυσεύρετα, ενώ οι συχνές διακοπές ρεύματος είναι ο κανόνας. Η οικονομική δυσπραγία έχει φέρει στα όρια τους κατοίκους της χώρας η πλειοψηφία των οποίων τάσσεται πλέον ανοιχτά κατά του Μαδούρο και του Σοσιαλιστικού Κόμματος με καθημερινές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, που το 2017 κόστισαν τις ζωές σε τουλάχιστον 120 διαδηλωτές. Ο πιο σημαντικός αντίκτυπος της κρίσης όμως είναι η μαζική έξοδος των κατοίκων της χώρας στο εξωτερικό. 2,4 εκατομμύρια πολίτες εγκατέλειψαν την χώρα από το 2014, ενώ ο αριθμός αναμένεται να φτάσει τα 4 εκ. μέχρι το 2020: αποτελούν την μεγαλύτερη μεταναστευτική κρίση στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Περίπου 5000 άνθρωποι περνούν καθημερινά τα σύνορα είτε για να εγκατασταθούν σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Κολομβία, η Χιλή, το Περού το Εκουαδόρ ή τις Η.Π.Α, είτε για να αγοράσουν είδη πρώτης ανάγκης που είναι σε έλλειψη στη χώρα.
Η κυβέρνηση Μαδούρο πήρε κάποια σπασμωδικά μέτρα για να αντιμετωπίσει την κατάσταση όπως την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 3000%, εισαγωγή ενός νέου νομίσματος του «κυρίαρχου Μπολιβάρ» που φέρει 4 μηδενικά λιγότερα από τον πληθωριστικό προκάτοχό του, και η αύξηση του Φ.Π.Α από 4 σε 15%, βεβαιώνοντας πώς η Βενεζουέλα θα βιώσει ένα «οικονομικό θαύμα». Παρόλα αυτά όμως η κυβέρνηση Μαδούρο φαίνεται να έχει χάσει κάθε νομιμοποίηση, καθώς σύμφωνα με στατιστικές το 1/5 των πολιτών στηρίζει τις πολιτικές της. Ο Μαδούρο προσεγγίζει όλο και περισσότερο τον αυταρχισμό, γεγονός που φάνηκε και στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου του 2018, όταν κόμματα της αντιπολίτευσης όπως το Voluntad Popular τέθηκαν εκτός νόμου, ενώ αρχηγοί κομμάτων όπως οι Leopoldo Lopez και Henrique Capriles φυλακίστηκαν, ενώ υπήρξαν καταγγελίες πως πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι εξαναγκάστηκαν να παρευρίσκονται στις κυβερνητικές διαδηλώσεις ειδάλλως θα έχαναν την πρόσβαση σε κοινωνικά επιδόματα.
Η χώρα βιώνει μια εκ θεμελίων κρίση σε όλα τα επίπεδα που προμηνύουν μεγαλύτερες αναταραχές στο μέλλον. Η κυβέρνηση δεν έχει μια οργανωμένη οικονομική πολιτική, ενώ το νέο νόμισμα θα έχει σύντομα την τύχη του προηγούμενου αν δεν αντιμετωπιστεί ο υπερπληθωρισμός και δεν επιδιωχθεί η διαφοροποίηση της οικονομίας με την ανάπτυξη και άλλων κλάδων. Ο Μαδούρο που κατηγορείται για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν έχει σκοπό να αλλάξει πολιτική και συνεχίζει να κατηγορεί τις Η.Π.Α και άλλες έξωθεν δυνάμεις για την κατάσταση στην χώρα, μοιράζοντας πελατειακά προνόμια στους υποστηρικτές του. Η μαζική έξοδος δεν έχει ακόμη αποσταθεροποιήσει την περιοχή κυρίως λόγω της οργανωμένης υποδοχής των όμορων κρατών. Όμως, είναι θέμα χρόνου η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Βενεζουέλας, με απρόβλεπτες συνέπειες τόσο για την ίδια αλλά και για τη Λατινική Αμερική συνολικά.