Ἡ συζήτηση εἶχε προχωρήσει, ὅταν ἀπὸ τὸ κοντινὸ µεγάφωνο ἀκούστηκε ἁπαλὴ µουσική, ὑπόκρουση στὴ φωνὴ τοῦ Λουκιανοῦ Κηλαηδόνη. «Φεύγουν τὰ καλύτερά µας χρόνια…» ἦταν τὰ πρῶτα λόγια τοῦ τραγουδιοῦ.
Μικρὴ παύση… σὰν νὰ δόθηκε ἀπὸ κάποιον ἀόρατο µαέστρο ἐντολὴ πρὸς τὸ ἀκροατήριο νὰ σταµατήσουν οἱ κουβέντες, γιὰ νὰ ἀκουστεῖ µὲ τὴν κατάλληλη προσήλωση καὶ µέσα σὲ ἀπόλυτη ἡσυχία τὸ τραγούδι.
«Μεγάλη ἀλήθεια…», ψιθύρισε µὲ σεβασµὸ στὴν ἐντολὴ κάποιος ἀπὸ τὴν ὁµήγυρη. «Ἔφυγαν, καὶ δὲ γυρίζουν πίσω. Μόνο ἡ ἀνάµνησή τους ὑπάρχει σήµερα. Σὰν τὸν καπνὸ ποὺ βλέπουµε στὰ ἀποκαΐδια. Καὶ µᾶς πνίγει».
Ἀκούγαµε οἱ ὑπόλοιποι δείχνοντας µὲ τὴ σιωπή µας ὅτι συµφωνοῦµε µαζί του. Ἀλλὰ ὄχι γιὰ πολύ: ἡ Ἀγγέλα, γνωστή µας ἀπὸ τὰ σχολικὰ χρόνια, γνωστή µας καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη της στὸν ἄνθρωπο, στὴ ζωὴ καὶ στὸ τραγούδι, παραµέρισε τὴν καταχνιὰ τῆς θλίψης ποὺ κόντευε νὰ µᾶς σκεπάσει καὶ ἔντυσε τὸ µεσόκοπο µὰ πάντα λαµπερὸ πρόσωπό της µὲ τὸ χαµόγελο ποὺ εἶχε ἀπὸ µικρὴ στολίδι, ἔκφραση τῶν συναισθηµάτων της.
«Τὸ δάκρυ ποὺ κυλάει ἀπὸ τὰ µάτια µου τὸ βλέπετε», εἶπε. «∆ὲν εἶναι ὅµως ἐπειδὴ ἔφυγαν ἐκεῖνα τὰ χρόνια· εἶναι ἐπειδὴ στάθηκα τυχερὴ καὶ τὰ ἔζησα. Ἔχουν µείνει στὴν καρδιά µου, θησαυρός. Κάθε φορὰ ποὺ περνάω ἀπὸ δίπλα τους γονατίζω γιὰ λίγο καὶ ἀφήνω νὰ πέσει ἕνα δάκρυ, µὴν τυχὸν καὶ διψάσουν τὰ λουλούδια τους. Τὰ λουλούδια τους εἶναι ζωντανὰ καὶ µὲ συντροφεύουν».
Μᾶς συγκίνησε ὅλους µὲ ὅσα εἶπε ἡ Ἀγγέλα – πάντα ἔβρισκε τὸν τρόπο νὰ ἀκουµπᾶ µὲ τὰ λόγια της τὴν καρδιὰ τῶν ἄλλων.
«Συµφωνῶ!», τόλµησα νὰ πῶ. «Ἔχετε σκεφτεῖ γιατί ὑπάρχουν τὰ τραγούδια καὶ γιατί τὰ ἀγαπᾶµε καὶ τὰ τραγουδᾶµε;».
Σιωπὴ πάλι γιὰ λίγο, µέχρι ποὺ ὁ Μπίλης (ἔτσι ζητοῦσε νὰ τὸν φωνάζουν) θέλησε νὰ ἀπαντήσει ἀνοίγοντας νέα συζήτηση – καὶ ἀφοῦ, στὸ µεταξύ, εἶχε πεῖ ὁ Κηλαηδόνης τὰ δικά του.
«Τὰ τραγούδια εἶναι γιὰ νὰ περνᾶµε τὴν ὥρα µας», εἶπε. «Εἶναι γεµάτα ψέµατα. Κανονικά, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς δίνουµε σηµασία».
«Πές µας ἕνα παράδειγµα», τὸν προκαλέσαµε.
«Αὐτὸ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσαµε. Γιὰ µένα τὰ καλύτερα χρόνια εἶναι αὐτὰ ποὺ ζῶ τώρα, αὐτὰ ποὺ ζοῦσα πάντα καὶ ποὺ θὰ ζῶ µέχρι νὰ κλείσω τὰ µάτια µου. ∆ὲν τὰ ξεχωρίζω, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ εἶναι µία καὶ δὲν κοµµατιάζεται».
Μᾶς µπέρδεψε, εἶν΄ ἀλήθεια. Ὡστόσο, δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει ἀπάντηση.
«Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνας ὠκεανὸς κι ἐµεῖς µιὰ βάρκα µὲ κουπιά», εἶπε ἡ Λίτσα. Καὶ συνέχισε: «Πότε γαλήνη, πότε ταραχὴ καὶ φουρτούνα. Καὶ µέσα µας τὸ ἴδιο γίνεται. Τὰ τραγούδια εἶναι σὰν τὶς φωτογραφίες ποὺ δείχνουν τὴν εἰκόνα µιᾶς στιγµῆς. Καὶ δὲν εἶναι ἴδιες ὅλες οἱ στιγµές. Λένε, δηλαδή, τὴν ἀλήθεια τῆς κάθε στιγµῆς».
Ὁ Κωστής, ποὺ τὸν πειράζαµε λέγοντάς τον φιλόσοφο, προσπάθησε νὰ ἰσορροπήσει:
«Καθένας ἔχει τὶς δικές του ἀλήθειες – ποὺ γιὰ ἄλλους τυχαίνει νὰ εἶναι ψέµατα. Αὐτὸ µᾶς µπερδεύει καὶ δὲν µᾶς ἀφήνει νὰ βλέπουµε τὰ πράγµατα καθαρά. ∆ὲν µᾶς ἐµποδίζει ὅµως νὰ ἀκοῦµε µὲ εὐχαρίστηση τὰ τραγούδια καὶ νὰ τὰ τραγουδᾶµε».
Μὲ ὅλα αὐτὰ ξεχάσαµε τὸ θέµα ποὺ νωρίτερα µᾶς ἀπασχολοῦσε καὶ ἀρχίσαµε νὰ µιλᾶµε γιὰ τὸ ἂν τὰ τραγούδια λένε τὴν ἀλήθεια.
«Ὁ κόσµος ἔχει ἄλλα προβλήµατα νὰ λύσει, κι ἐµεῖς ἀσχολούµαστε µὲ κάτι ἀσήµαντο», εἶπε ὁ Βαρδὴς µὲ τόνο ἐπιτακτικό, σὰν νὰ ἤθελε νὰ πεῖ «σταµατήστε»!
«Ἔχεις ἄδικο», τὸν ἔκοψε ἡ Τέτα. «Τὴν ἡλικία µόνο τῆς λέξης τραγούδι ἂν σκεφτεῖς, θὰ καταλάβεις τὴν ἀξία του. Θὰ καταλάβεις καὶ τί ἐννοῶ».
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τῆς Τέτας, ποὺ πάντα ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν οὐσία, ἡ σκέψη µου παραµέρισε καὶ ξεστράτισε. Καὶ ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι συνέχιζαν τὴν κουβέντα (οὔτε ποὺ πρόσεχα τί ἔλεγαν), ἄρχισα τὸ ταξίδι στὸ χρόνο. Καὶ θυµήθηκα λέξεις προγόνους τῆς σηµερινῆς: τραγωδία, τραγωδῶ, τραγώδιον, τραγωδός, τραγώδηµα… ποὺ ἔχουν ὅλες στὸ περιεχόµενό τους τὴν ὠδὴ – τὸ ἄσµα. Αὐτό, δηλαδή, ποὺ ποτὲ δὲν ἔλειψε ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, οὔτε καὶ ποὺ θὰ λείψει.
Στὴ γέννηση καὶ στὸ θάνατο, στὸ τραπέζι καὶ στὸ δρόµο καὶ στὴ δουλειά, στὴ στεριὰ καὶ στὴ θάλασσα, στοὺς δυνατοὺς καὶ στοὺς ἀνήµπορους, στοὺς πλούσιους καὶ στοὺς φτωχούς, µὰ καὶ στὸν πόλεµο, τὸ τραγούδι ἔβγαινε ἀπὸ τὸν µέσα ἄνθρωπο – ὅπως τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή. Ἔκφραση τῆς στιγµῆς ἢ φτιαγµένο ἀπὸ πρίν, ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ πολλῶν µαζὶ δηµιούργηµα ἔδειχνε ἄλλες φορὲς τὴ σκέψη, ἄλλες τὸ συναίσθηµα, ἀσθενικὸ ἢ βίαιο, καὶ περνοῦσε ἀπὸ τὸ ἕνα στόµα στὸ ἄλλο, χωρὶς κανεὶς νὰ νοιάζεται ἢ νὰ σκέφτεται γιὰ τὸ ἂν λέει τὴν ἀλήθεια.
Καὶ ποιά ἀλήθεια, δηλαδή… Ἡ µοναδική, ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν τὴν ἀρνήθηκε, εἶναι πὼς ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη καθενὸς νὰ δοκιµάσει µιὰν ἀλλιώτικη “ὁµιλία” µὲ ἤχους τερπνοὺς καὶ παθιασµένους, πάνω κάτω σὰν κι ἐκείνους ποὺ ἄκουγε νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόµα τῶν πουλιῶν.
Ὡστόσο, λένε κι ἄλλες “ἀλήθειες” τὰ τραγούδια, µόνο ποὺ αὐτὲς δὲν εἶναι γιὰ ὅλους καὶ γιὰ κάθε περίσταση καὶ γιὰ κάθε ὥρα. Τὶς παίρνει ὁ ἕνας καὶ τὶς βάζει κορώνα στὴν κεφαλή του, τὶς ἁρπάζει ὁ ἄλλος καὶ τὶς ρίχνει στὰ ἄχρηστα, ὁ τρίτος µπερδεύεται καὶ ἀπορεῖ. Μιὰ µατιὰ στὰ τραγούδια τοῦ καιροῦ µας, ὅσο σύντοµη κι ἂν εἶναι, δὲν ἀφήνει ἀµφιβολία γιὰ τὸ ὅτι εὔκολα ἐξηγοῦνται οἱ διαφωνίες. Ἐπειδὴ κάνουµε τὸ λάθος νὰ τὰ βάζουµε ὅλα στὸ ἴδιο καλάθι, ἐνῶ ὑπάρχουν ἀνάµεσά τους µεγάλες διαφορές. Μᾶς ξεγελᾶ τὸ ὅτι συχνά, καὶ περιστασιακά, τραγουδᾶµε τραγούδια µὲ ὁλωσδιόλου ἀντίθετο περιεχόµενο. “Κάψε µε νὰ ἡσυχάσω”, “∆ὲν πονῶ κανένα πιά”, “Μὴ µοῦ ζαλίζεις τὸ µυαλό”, “∆ὲ σὲ θέλω, κυρά”, “Εἶµαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι µου θὰ κάνω”, “Ἀγάπης λόγια”, “Ἦρθες σὰν τὴν ἄνοιξη”, “Τὰ µάτια π΄ ἀγαπῶ”, “Ἔλα µαζί µου”, “Ἀπόψε µὴν ἀργεῖς” λέει ὁ τίτλος κάποιων ποὺ ἀναφέρονται στὶς σχέσεις τῶν δύο φύλων.
Κι ἐνῶ, πεζοπόρος ἐγώ, κοίταζα νὰ βάλω σὲ µιὰ σειρὰ τὶς σκέψεις µου, µιὰ φωνή, σὰν ἀπ΄ ἀγγέλου στόµα, µοῦ θύµισε πὼς δὲν ἤµουν µόνος: «Ἕνας οὐρανὸς µ’ ἀστέρια!».
Ἦταν ἡ Τέτα. Μὲ τὴν ἀξιαγάπητη φωνή της, τὴν ὑποβλητικὴ καὶ βελούδινη, ἀτενίζοντας πρὸς τὸ ἀπέραντο τοῦ οὐρανοῦ, µᾶς ὑποχρέωσε νὰ ἀκολουθήσουµε τὴ µατιά της. «Τὸ ξέρετε αὐτὸ τὸ τραγούδι;», ρώτησε, ἀλλὰ δὲν περίµενε ἀπάντηση. «Αὐτὸν τὸν οὐρανὸ βλέπαµε καὶ χθὲς καὶ προχθές, αὐτὸν θὰ βλέπουµε γιὰ πάντα. Τοῦ δώσαµε ὅµως ἄλλη ὀµορφιὰ µὲ τὸ τραγούδι. Ἔτσι τὰ χρόνια µας χαριτώνονται, γίνονται καλὰ καὶ καλύτερα καὶ στὸ τέλος ἀθάνατα».
Τὰ εἶπε αὐτά, ἐνῶ τὴν ἔπνιγε ἡ συγκίνηση. Τόσο, ποὺ καὶ ὁ Μπίλης φάνηκε νὰ ἀλλάζει γνώµη.
«Θέλεις νὰ µᾶς πεῖς», τὴ ρώτησε, «ὅτι εἶναι ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ λέει;».
«Μὰ εἶναι φανερό», πρόλαβε νὰ ἀπαντήσει ὁ Κωστής. «Κάθε στιγµὴ στὴ ζωὴ εἶναι καὶ µιὰ ἀλήθεια· ποὺ τὴ δεχόµαστε, κι ἂς µὴν κολλάει µὲ τὴν προηγούµενη ἢ µὲ τὴν ἑπόµενη».
«Συµφωνῶ», τὸν διέκοψε ἡ Λίτσα. «Ἀλλὰ νὰ µὴν ξεχνᾶµε πὼς κάθε τραγούδι ἔχει τὸν δηµιουργό του – καὶ δὲν εἶναι ὅλοι ἴδιοι. Καὶ πὼς δὲν προορίζεται γιὰ ὅλους καὶ γιὰ κάθε ὥρα καὶ στιγµή».
Λὲς καὶ ἦταν προγραµµατισµένο, ἐκείνη τὴ στιγµὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ µεγάφωνο µιὰ ὑποβλητικὴ µελωδία. Τὰ λόγια ποὺ τὴ συνόδευαν ἦταν σὰν ἀπάντηση στὴν κουβέντα µας: “τὰ τραγούδια παίρνουν κάτι ἀπ΄τὴν ψυχή µας καὶ τὸ µεταφέρουν στὸ στερέωµα…” – ἦταν ἡ γλυκόφωνη Μελίνα Κανᾶ ποὺ τραγουδοῦσε.
«Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια», σκέπασε µὲ τὴ δική της φωνὴ τὴ µουσικὴ ἡ Ἀγγέλα. «Καὶ τὸ δρόµο δείχνουν γιὰ τοὺς ναυαγούς», συµπλήρωσε ἡ Χαρούλα, παιδικὴ φίλη της, ἀκολουθώντας τὴν ἑρµηνεύτρια τοῦ τραγουδιοῦ.
Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουµε, µιὰ πεζὴ συζήτηση ποὺ εἴχαµε τυχαῖα ξεκινήσει ἔφτασε νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ µικρὴ µυσταγωγία.
«Χάρη στὴ µελωδία καὶ στοὺς µουσικοὺς ἤχους», πῆρε πάλι τὸ λόγο ὁ Μπίλης. «Ἴσως ἔπεσα ἔξω µὲ αὐτὸ ποὺ εἶπα στὴν ἀρχή. Πρέπει, δηλαδή, νὰ ψάχνουµε τὴν ἀλήθεια ποὺ κάθε τραγούδι κρύβει µέσα του καὶ µὲ αὐτὴν νὰ ὀµορφαίνουµε τὴ ζωή µας».
Αὐτὴ ἡ κουβέντα δὲν θὰ µποροῦσε νὰ κλείσει καλύτερα, καθὼς ὅλοι ἀπολαµβάναµε, ἀκούγοντας ἀπὸ τὸ µεγάφωνο καὶ σιγοψιθυρίζοντας, τὸ τραγούδι ποὺ µᾶς ἔφερνε ἀπὸ τὰ παλιὰ ἡ ἀειθαλὴς Μαίρη Λῶ: «Ἑφτὰ τραγούδια θὰ σοῦ πῶ, γιὰ νὰ διαλέξεις τὸ σκοπὸ ποὺ θὰ µοῦ πεῖς καὶ θὰ σοῦ πῶ τὸ “σ΄ ἀγαπῶ”».
Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης
Φιλόλογος