Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024

Το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου

Β. ΜΕΡΟΣ
Τον Απρίλιο του 1957 έφτασε στην Αθήνα ο Μaximilian Merten, επικεφαλής της στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης κατά την Κατοχή.
Σκοπός του ταξιδιού του Μέρτεν στην Ελλάδα ήταν να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του πρώην μεταφραστή του.
Πριν εμφανιστεί στο δικαστήριο, ο Μέρτεν επισκέφθηκε μάλιστα τη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι ήταν ασφαλές να καταθέσει στη δίκη.
Οι Γερμανοί διπλωμάτες τον διαβεβαίωσαν πέρα οποιουδήποτε δισταγμού, ότι δεν διέτρεχε κανέναν απολύτως κίνδυνο.
Η παροχή αυτών των διαβεβαιώσεων υπήρξε όμως μεγάλο λάθος αφού αμέσως μετά την κατάθεσή του στο δικαστήριο, ο Mέρτεν συνελήφθη με την κατηγορία της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου.
Τόσο οι Γερμανοί αξιωματούχοι, αλλά και ο ίδιος ο Mέρτεν, θεώρησαν αρχικά πως η σύλληψη αποσκοπούσε στην άσκηση πίεσης στη Γερμανία με σκοπό την ικανοποίηση του αιτήματος για την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα και ανέμεναν πως η σύλληψη του Γερμανού θα ήταν ένα παροδικό γεγονός. Ο Τούσης ξεκαθάρισε όμως πως η σύλληψη δεν αποτελούσε μέσο πίεσης, αλλά πράξη που υπαγόρευαν λόγοι δικαιοσύνης. Η δήλωση του εισαγγελέα σήμανε συναγερμό.
Οι γερμανικές Αρχές έσπευσαν να έρθουν σε επαφή με την Αθήνα απαιτώντας εδώ και τώρα την απελευθέρωση του Μέρτεν.
Οι γερμανικές υπηρεσίες εξέταζαν μάλιστα την επιβολή «αντιποίνων» εναντίον της Ελλάδας, απειλώντας πως θα προέβαιναν στη δημοσίευση επίσημης ανακοίνωσης στον γερμανικό Τύπο, με σκοπό να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για τους κινδύνους που έκρυβε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά και για τις διμερείς σχέσεις. Η ελληνική πλευρά δεν φαινόταν όμως καθόλου πρόθυμη να ικανοποιήσει την επιθυμία της Γερμανίας. Η σύλληψη είχε πάρει μεγάλη έκταση στον τύπο και η αντίδραση της κοινής γνώμης σε μια ενδεχόμενη απελευθέρωση αναμενόταν να είναι σφοδρή. Η  ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε συνεπώς να επωμιστεί τις αρνητικές συνέπειες που θα επέφερε μια ενδεχόμενη αποφυλάκιση του Mέρτεν.
Παρά τις δυσμενείς εξελίξεις, οι Γερμανοί αξιωματούχοι συνέχισαν να ψάχνουν τρόπο για να “λογικεύσουν” τους Έλληνες. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 1957, όταν ο υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας Παναγής Παπαληγούρας ζήτησε την παροχή οικονομικής βοήθειας με την μορφή δανείου. Τον Ιανουάριο του 1958, ο Καραμανλής γνωστοποίησε στους Γερμανούς την επιθυμία του να επισκεφθεί και ο ίδιος τη Βόννη προκειμένου να διαπραγματευτεί την παροχή του δανείου.
Οι γερμανικές Αρχές κατανοούσαν ότι είχαν πλέον στα χέρια τους ένα πολύ σημαντικό χαρτί που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν με τον σωστό τρόπο την κατάλληλη στιγμή. Πράγματι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την παροχή του δανείου, τον Νοέμβριο του 1958, οι Γερμανοί χωρίς περιστροφές κατέστησαν απολύτως σαφές ότι η απελευθέρωση του Μέρτεν και η γενικότερη οριστική ρύθμιση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου θεωρούνταν ως «αυτονόητη» προϋπόθεση για την παροχή δανείου ύψους 200 εκ. Μάρκων.
Προκειμένου να λάβει το δάνειο, ο Καραμανλής δεσμεύτηκε να ρυθμίσει το ζήτημα Mέρτεν όσο πιο γρήγορα του το επέτρεπε η εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα.
Πρόθεση του Ελληνα πρωθυπουργού ήταν η διευθέτηση του ζητήματος μέσω ειδικού νόμου. Το σχέδιο αυτό προσέκρουσε όμως στην άρνηση του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Καλλία, ο οποίος είχε ήδη δεσμευτεί με δηλώσεις του ότι ο Μέρτεν θα δικαζόταν στην Ελλάδα και δεν φαινόταν καθόλου πρόθυμος να σηκώσει στους ώμους του το πολιτικό βάρος της απελευθέρωσης του Γερμανού. Ως εκ τούτου η διεξαγωγή της δίκης του Μέρτεν στην Αθήνα αποτελούσε στην ουσία μονόδρομο. Ο Καραμανλής διαβεβαίωσε πάντως τους Γερμανούς αξιωματούχους πως αποκλειόταν η επιβολή της θανατικής ποινής στον Μέρτεν. Αν τελικά το δικαστήριο επέβαλλε κάποια ποινή, αυτή σίγουρα θα ήταν εξαιρετικά μικρή. Επιπλέον ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε πως οι υπόλοιπες υποθέσεις εγκληματιών πολέμου που εκκρεμούσαν θα διευθετούνταν με ειδικό νόμο.
Η δίκη του Μέρτεν ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1959 και έληξε μερικές εβδομάδες αργότερα με την καταδίκη του σε 25 χρόνια φυλάκιση.
Οι Γερμανοί δεν έκρυψαν την έκπληξη και τη δυσαρέσκειά τους για την πολύχρονη ποινή, η οποία ερχόταν σε αντίθεση και με τις υποσχέσεις του Καραμανλή.
Αμέσως μετά τη δίκη, οι πιέσεις της Βόννης για την άμεση απελευθέρωση του Μέρτεν έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, με τους Γερμανούς αξιωματούχους να υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία πως οι Έλληνες είχαν πάρει την χρηματική βοήθεια των 200 εκ. Μάρκων που είχαν ζητήσει και τώρα ήταν πλέον ώρα να τηρηθούν οι δεσμεύσεις και ο Μέρτεν να αφεθεί ελεύθερος.
Οι ελληνικές Αρχές βρίσκονταν όμως σε εξαιρετικά δύσκολη θέση καθώς η υπόθεση Μέρτεν συνέχιζε να απασχολεί τόσο τον τύπο όσο και την ελληνική κοινή γνώμη, με τις εφημερίδες της Αριστεράς μάλιστα να μην χάνουν την ευκαιρία να κατηγορήσουν την κυβέρνηση Καραμανλή για την ανεκτικότητα που είχε επιδείξει απέναντι στους Γερμανούς εγκληματίες πολέμου τη στιγμή που πολλοί αντιστασιακοί, παρέμεναν ακόμη στις φυλακές. Τελικά οι πιέσεις των Γερμανών απέδωσαν καρπούς τον Νοέμβριο του 1959, όταν η κυβέρνηση εξέδωσε το Ν.Δ. 4016. Επρόκειτο για φωτογραφικό νόμο, τον lex Merten, όπως τον ονόμασαν τα γερμανικά Υπουργεία, με τον οποίο ο Γερμανός αφηνόταν ελεύθερος. Ο νόμος προέβλεπε την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των διώξεων εναντίον Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου, ενώ καταργούταν και το Εθνικό γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου.
Τα δικόγραφα που εκκρεμούσαν στις ελληνικές δικαστικές Αρχές θα αποστέλλονταν στη γερμανική δικαιοσύνη, προκειμένου αυτή να επιληφθεί για την περαιτέρω ποινική διαδικασία και τη διεξαγωγή των δικών.
Φυσικά οι γερμανικές δικαστικές Αρχές δεν είχαν καμία απολύτως πρόθεση να ασχοληθούν ουσιαστικά με το ζήτημα και με συνοπτικές διαδικασίες μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανέστειλαν όλες τις ποινικές διώξεις εναντίον Γερμανών υπηκόων για τέλεση εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα, με αιτιολογία ήταν την έλλειψη επαρκών αποδεικτικών στοιχείων είτε επειδή κατέστη αδύνατο να εντοπισθούν οι κατηγορούμενοι.
Ο Μέρτεν αναχώρησε για τη Γερμανία κάτω από άκρα μυστικότητα μόλις δύο ημέρες μετά την υπογραφή του νόμου.
Η ομοσπονδιακή δικαιοσύνη τον απάλλαξε πλήρως από όλες τις κατηγορίες που τον βάρυναν. Μάλιστα για το διάστημα της κράτησής του στις ελληνικές φυλακές, την περίοδο δηλαδή των «ελληνικών παθών» του όπως τη χαρακτήριζε ο γερμανικός Τύπος, έλαβε και αποζημίωση από το γερμανικό κράτος.
Η απελευθέρωση φάνηκε όμως πως δεν ήταν αρκετή για τον Μέρτεν. Έναν χρόνο αργότερα ο Γερμανός επέστρεψε για να πάρει εκδίκηση, εξαπολύοντας κατηγορίες για συνεργασία με τις γερμανικές αρχές κατά την κατοχή εναντίον του Καραμανλή και άλλων σημαντικών πολιτικών προσώπων της εποχής, όπως ο υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής και ο Υφυπουργός Εθνικής Αμυνας Γεώργιος Θέμελης. Η βασιμότητα των κατηγοριών δεν αποδείχθηκε ποτέ, επρόκειτο απλά για μια προσπάθεια σπίλωσης, όμως ο σάλος που ξεσήκωσαν στην ελληνική κοινή γνώμη ήταν αρκετός για να οδηγήσει τη χώρα σε πολύμηνη πολιτική κρίση που λίγο έλλειψε να καταλήξει στην πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή, ένα ενδεχόμενο που αποτελούσε πραγματικό εφιάλτη για τις γερμανικές Αρχές, οι οποίες δεν τολμούσαν ούτε καν να διανοηθούν ότι ο υπήκοος τους για την απελευθέρωση του οποίου είχαν ασκήσει ασφυκτική πίεση, θα γινόταν η αιτία ανατροπής της φίλης και συμμάχου κυβέρνησης Καραμανλή.
Θα πρέπει βέβαια να επισημάνουμε πως αποδέκτες της ελληνικής γενναιοδωρίας δεν υπήρξαν μόνο οι Γερμανοί υπήκοοι.
Της ίδιας ευνοϊκής μεταχείρισης έτυχαν, ήδη μάλιστα από τις αρχές του 1948, και οι Ιταλοί που κατηγορούνταν για διάπραξη ή συμμετοχή σε εγκλήματα πολέμου, καθώς η Ελλάδα πρώτη από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα έκλεισε με δική της πρωτοβουλία το ζήτημα της ποινικής δίωξης των Ιταλών εγκληματιών πολέμου, εκτιμώντας πως η οικονομική και γενικότερη βοήθεια που είχε λαμβάνειν από την Ιταλία ήταν πιο σημαντική, απ’ ότι η προσκόλληση σε ένα ζήτημα του παρελθόντος.
Η πιο σημαντική δίκη Ιταλού που διεξήχθη ποτέ στην Ελλάδα, ήταν αυτή του Τζιοβάνι Ραβάλλι, προϊσταμένου του ιταλικού Φρουραρχείου Καστοριάς κατά τον πόλεμο. Το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου καταδίκασε τον Ιταλό τον Ιούνιο του 1946 σε ισόβια. Τον Αύγουστο του 1950 του απενεμήθη χάρη και έτσι μπόρεσε να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου ανέλαβε και δημόσια αξιώματα.
Αντίθετα οι Βούλγαροι κατηγορούμενοι για βιαιοπραγίες κατά τη διάρκεια της κατοχής αντιμετωπίστηκαν πολύ πιο σκληρά από τις ελληνικές αρχές, καθώς η Ελλάδα δεν προσδοκούσε κάποια συνεργασία, ή βοήθεια στα διεθνή ζητήματα της ή ακόμα και την άμεση καταβολή επανορθώσεων από την Βουλγαρία, με την οποία βρισκόταν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Εν τέλει στις αποφάσεις των κυβερνώντων βάρυναν πολύ περισσότερο οι πολιτικές συμμαχίες και τα οικονομικά συμφέροντα.
ΤΕΛΟΣ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα