Εννέα μερόνυχτα ελεύθερης πτώσης, χρειάζεται ένα χάλκινο αμόνι, για να φτάσει πέφτοντας από τον ουρανό, μέχρι τη γη. Κι από εκεί, άλλα εννέα μερόνυχτα, για να φτάσει από τη γη, στα σκοτεινά έγκατα του Τάρταρου, που είναι το βασίλειο του κάτω κόσμου.
Eτσι χαρτογραφούσαν τα σύνορα του μυθικού τους σύμπαντος, οι αρχαίοι μας πρόγονοι.
Γεννήματα της βαθιάς συλλογικής ψυχής, που διαιωνίζονται αενάως αναβιούμενα, οι μύθοι, συνιστούν μιαν αστείρευτη δεξαμενή έμπνευσης, που ποτέ δεν έχει αφήσει ασυγκίνητους, τους δημιουργικούς ανθρώπους.
Όταν ωστόσο ένας φωτογράφος, προσεγγίζει καλλιτεχνικά ένα μύθο, αναλαμβάνει ένα υψηλότατου ρίσκου δημιουργικό εγχείρημα.
Και τούτο διότι, κάθε μύθος είναι μια αυτάρκης μεταγλωσσική οντότητα, που με την κρυμμένη της εικονικότητα, κανενός φωτογράφου την προσέγγιση δεν έχει ανάγκη αλλά υπάρχει αυτοδύναμος, ερμητικός κι ακατάλυτος, πέρα και πάνω από τον χρόνο κι από κάθε προσπάθεια προσέγγισης, ερμηνείας ή και αμφισβήτησης.
Μα πέρα απ’ αυτό, ο ίδιος ο καλλιτέχνης φωτογράφος, είναι ούτως ή άλλως, ένας μυθευτής του πραγματικού.
Όταν επομένως, η πραγματικότητα που έρχεται να εκμυθεύσει, είναι ήδη η ίδια από μόνη της ένας μύθος, τότε το πράγμα γίνεται πολύ δυσκολότερο, και οι κίνδυνοι ολισθήματος, πολλαπλασιάζονται εκθετικά.
Οι μύθοι, ούτε εικονοποιούνται ούτε απεικονίζονται. Οι μύθοι, είναι «εξεικόνες». Προβολές δηλαδή, εσωτερικών σκεπτοδομών, στον έξω κόσμο.
Ο κίνδυνος επομένως γι’ αυτόν που τους προσεγγίζει, είναι να διολισθήσει στα ατοπήματα του ερμηνευτισμού, της φιλολογίας ή της αφηγηματικότητας, να πάψει δηλαδή να είναι εκμυθευτικός και να γίνει απλός παραμυθάς.
Η αξία ενός εγχειρήματος ωστόσο, σταθμίζεται ανάλογα με τους κινδύνους που αντιπαρέρχεται. Κι ο Γιώργος Αναστασάκης, είναι από καιρό μαθημένος, σ’ αυτά τα κατατόπια.
Ήδη από το 2013, έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του, με την «Όχθη του Αχέροντα», όπου διαπραγματευόμενος παραπλήσια μυθική θεματολογία, επιχείρησε εγκατάβαση σε εξίσου βαθιά νερά, με καθόλου ευκαταφρόνητη «συγκομιδή».
Εργασίες σε εξέλιξη (αφού τέτοιου ειδικού βάρους θέματα, δύσκολα περατώνονται) τόσο η «Όχθη» όσο και ο «Τάρταρος», πραγματεύονται τη σκοτεινή και δυσοίωνη πλευρά του κόσμου και της ζωής.
Το κάνουν όμως, με όρους φωτεινότητας κι αυτό πιστώνεται ως κατόρθωμα στο Γιώργο Αναστασάκη, που δεν υποκύπτει στη σκοτεινότητα του θέματός του αλλά μέσα από τις φωτογραφίες του, αναδεικνύει την κρυφή φωταύγεια, που κάθε σκότος συμπαραδηλώνει.
Χάος και φάος, είναι δίδυμα αδελφάκια, στη μυθική (αλλά και την κοσμική) συγκρότηση.
Οι συνυφάνσεις δε και οι αναμεσάδες τους, είναι ο προνομιακός χώρος της έμπνευσης και της δημιουργίας.
Χρειάζεται ωστόσο ικανή βλεμματική «ευρυχώρηση» για να γίνει αυτό αντιληπτό.
Οι φωτογραφίες του Γιώργου, συνιστούν από μόνες τους, η κάθε μια, ένα μύθο.
Με αυτό τον τρόπο, το βάθος, μετατρέπεται αυτόματα σε ύψος.
Έτσι απεμπλεκόμαστε από την οριζόντια και πεζή διάσταση των πραγμάτων και μπαίνουμε στην καθετότητα που ορίζει και δεν ορίζεται.
Η καλλιτεχνική φωτογραφία, είναι ένα μαγικό μέσον, που έχει τη δύναμη να εξυψώνει ακόμα και το πιο ασήμαντο πράγμα, σε μυστικά ύψη τέτοια, ώστε να χρειάζονται εννέα μερόνυχτα ελεύθερης πτώσης, για να φτάσει ως τη γη.
Αυτό όμως, μόνο διακινδυνεύοντας να καταβαραθρωθεί σε αντίστοιχα βάθη, μπορεί να το πετύχει.
Δεν υπάρχει το ερώτημα αν αξίζει τον κόπο, όταν αναλαμβάνονται τέτοια ρίσκα.
Δεν πρόκειται άλλωστε, ούτε για κόπο, ούτε για κάποια αξιολογήσιμη ενέργεια αλλά ούτε και για καμιά εμπράγματη απολαβή.
Όποιος έχει το θάρρος και παίρνει τέτοια ρίσκα, είναι εκ προϊμίου κερδισμένος.
Τα τάρταρα όμως, δεν είναι μόνο ένας μυθικός τόπος αλλά (κυρίως) μια εσωτερική μας πραγματικότητα. Είναι «τρόπος» δηλαδή.
Κι η εγκατάβαση σ’ αυτά τα εσωτερικά μας κατατόπια, μαζί με την μετανάδυση και μετανέλιξη που την ακολουθούν, είναι το μεγαλύτερο ταξίδι που μπορούμε να κάνουμε στη ζωή μας.
Μ’ αυτό τον τρόπο, η ατομική ψυχοσύνθεση καταθέτει τον οβολό της συμμετοχής της, στη συλλογική ψυχή.
Και μ’ αυτόν επίσης τον τρόπο, τόσο ο φωτογράφος όσο και ο θεατής, γίνονται άμεσα εμπλεκόμενοι και συμμέτοχοι στο μυθικό βάθος, που μέσα από την καλλιτεχνική επανεκμύθευση,μετατρέπεται σε μυστικό ύψος και μας αναγεννά.
Ο μυθευτής του μυθικού, στο βαθμό που καταφέρνει να μην εκπέσει σε πραγματευτή του πραγματικού, έχει κερδίσει ένα μεγάλο και δύσκολο στοίχημα κι είναι άξιος του (μυθικού) μισθού του.