29.4 C
Chania
Κυριακή, 8 Ιουνίου, 2025

Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα

» Cristina Rivera Garza (µτφρ. Ασπασία Καµπύλη, Χριστίνα Φιλήµονος, εκδόσεις Carnívora)

Το φοβόµουν το βιβλίο αυτό. Πώς µπορεί κανείς να προετοιµαστεί για να διαβάσει µια ιστορία γυναικοκτονίας, και ας συνέβη τριάντα χρόνια πριν, χωρίς να υπάρχει ο ελάχιστος έστω υµένας της µυθοπλασίας, µια επινοηµένη ιστορία παρηγορητική, παρότι µε ποικίλους τρόπους και εκδοχές παρµένη από την πραγµατικότητα, ωστόσο επινοηµένη. Άφηνα µέρες και βδοµάδες να περάσουν, το βιβλίο στεκόταν στην κορυφή της στοίβας να µε κοιτά, να µου υπενθυµίζει την παρουσία του, έκανα πως δεν έτρεχε κάτι αν αντί γι’ αυτό επέλεγα κάποιο άλλο στη θέση του, θα ‘ρθει ο καιρός σου, έµοιαζε το βλέµµα µου να του λέει, θα ‘ρθει ο καιρός σου, ποιος µπορεί να είναι ο καιρός ενός βιβλίου όπως αυτό;
Ίσως ακόµα να στεκόταν εκεί ψηλά στη στοίβα, ίσως η σκληρότητά του να παρέµενε άκαµπτη για το στοµάχι µου, αν δεν πήγαινα µια Πέµπτη απόγευµα στο βιβλιοπωλείο Κοµπραί, εκεί όπου η Μαρία Λούκα και η Κατερίνα Σεργίδου µίλησαν για Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα (µτφρ. Ασπασία Καµπύλη, Χριστίνα Φιλήµονος). ∆εν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που µε κρατούσε µακριά.
Μικρή παρένθεση: Οι παρουσιάσεις βιβλίων γενικά, παρότι έχω συµµετάσχει σε αρκετές από αυτές, µου θυµίζουν λίγο κοινωνικές εκδηλώσεις όπως οι γάµοι ή οι βαφτίσεις, το όποιο ενδιαφέρον νιώθεις ως καλεσµένος ποδοπατείται, αρχικά από την υποχρέωση, εν συνεχεία από τη βαρεµάρα. Τι διάολο κάνω εγώ εδώ, αναλογίζοµαι συχνά, γιατί δεν είµαι σπίτι µου να διαβάζω το βιβλίο αντί να βιώνω όχληση, τι διάολο σκεφτόµουν όταν ετοιµαζόµουν να ξεκινήσω, όσο διέτρεχα το αστικό τοπίο στο τέλος µιας κουραστικής καθηµερινής µέρας; Η παρουσίαση εκείνης της Πέµπτης δεν ήταν µια τέτοια περίπτωση και αυτό γιατί υπήρχε πάθος, σπάνιο φαινόµενο, ολοένα και σπανιότερο, όµως υπήρχε. Το πάθος, χωρίς να γνωρίζω τις οµιλήτριες, έµοιαζε να πηγάζει από την αναγνωστική εµπειρία, που τις είχε εµπλέξει για τα καλά, απαλλάσσοντάς τες πλήρως από τη «φιλολογική υποχρέωση», το ίδιο αναµάσηµα επαίνων και κενών επιθέτων που επαναλαµβάνονται από κάθε πάνελ σχεδόν.
∆εν ήταν τελικά η σκληρότητα εκείνη που µε κρατούσε µακριά, το συνειδητοποίησα όταν η Σεργίδου αναφέρθηκε στην ενοχή της απόλαυσης που η ανάγνωση σε πλήρη αντίστιξη µε τη γυναικοκτονία της γεννούσε, όταν έπρεπε κάθε λίγες σελίδες να αναρωτιέται: πώς γίνεται να απολαµβάνω ένα βιβλίο πάνσκληρο όπως αυτό; Κάτι έκανε κλικ µέσα µου, έγιναν λόγια ακριβή διάφορα θραύσµατα σκέψεων και συναισθηµάτων. Η ανάγνωση είναι για µένα (και) καταφύγιο πολύτιµο από την καθηµερινότητα, από την ολοένα και πιο απάνθρωπη καθηµερινότητα. Ο υµένας της µυθοπλασίας είναι ανθεκτικός, ακόµα και αν πρόκειται για αυτοµυθοπλασία, το δεύτερο συνθετικό εξουδετερώνει συναισθηµατικά το πρώτο, δεν θα έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγµατα, σκέφτοµαι, όχι για να αµφισβητήσω την αλήθεια της γράφουσας, αλλά για να αντέξω, για να µη νιώσω την ενοχή που η αναγνωστική απόλαυση, ποικιλότροπα εκπορευόµενη από το σύνολο όσων συνθέτουν µια αφήγηση, µου γεννά.
Ήταν, λοιπόν, µια προκαταβολική ενοχή, η πιθανότητα να µου αρέσει το βιβλίο αυτό και ας έλεγα µετά σε ένα κείµενο όπως αυτό πως γίνεται να πεις µου άρεσε για ένα βιβλίο όπως αυτό. Προσθέστε και το προφανές αντρικό προνόµιο του αναγνωστικού υποκειµένου, τώρα θα έχετε µια εικόνα σχετικά πλήρη για όσα πριν µε κρατούσαν µακριά, για όσα φοβόµουν να δω να αναδύονται στην επιφάνεια, πλήγµατα, πιθανά καίρια, στη γαµατοσύνη του εαυτού, ποιος δεν θέλει να νιώθει γαµάτος και ξεχωριστός, ας µην είµαστε υποκριτές. Γύρισα σπίτι και ξεκίνησα την ανάγνωση το ίδιο βράδυ.
Με τα λόγια της Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα: «Στις 16 Ιουλίου του 1990, η Λιλιάνα Ριβέρα Γκάρσα, η αδερφή µου, υπήρξε θύµα γυναικοκτονίας. Ήταν ένα κορίτσι 20 ετών, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής. Προσπαθούσε για χρόνια να τελειώσει τη σχέση της µε έναν σύντροφο που δεν την άφηνε να φύγει […] το βιβλίο αυτό είναι µια ανασκαφή στη ζωή µιας τολµηρής νέας γυναίκας, που στερήθηκε τη γλώσσα για να περιγράψει, να καταγγείλει και να πολεµήσει την έµφυλη βία. Γράφτηκε για να γιορτάσουµε τη ζωή της. Γιατί το µόνο που µπορεί να µεταβάλει το πένθος είναι η δικαιοσύνη: ούτε η συγχώρεση, ούτε η λήθη». Περί αυτού πρόκειται το βιβλίο αυτό που τιµήθηκε µε το Βραβείο Πούλιτζερ 2024 στην κατηγορία Αποµνηµονεύµατα ή Αυτοβιογραφία.
Μπορεί το 1990 να µην είχε ακόµα εισηχθεί ο όρος γυναικοκτονία, αν και ακόµα πρέπει να διεκδικούµε τη διάκριση του από την ανθρωποκτονία, υπήρχε ωστόσο ήδη το victim blaming, τι φορούσε, πού πήγαινε, µε ποιον πήγαινε, τι έκανε και ώθησε τον δράστη στη δολοφονία. Πέρυσι διάβασα το Καιρός της Τζέννυ Έρπενµπεκ, εκεί που µια κακοποιητική σχέση υπήρχε στον πυρήνα, και δεν το πίστευα πως άκουγα αναγνώστες να αναρωτιούνται γιατί δεν έφευγε από τη νοσηρή αυτή σχέση, γιατί επέτρεπε στον µεγαλύτερο σε ηλικία σύντροφό της να της συµπεριφέρεται έτσι. Απελπισία, που λειαίνει τον δρόµο προς την πλήρη και άκριτη µισανθρωπία, µε πληµµύρισε.
Οι συντηρητικοί, και ας δηλώνουν προοδευτικοί, στην αναφορά στο βιβλίο αυτό θα κάνουν ακόµα ένα βήµα, θα δείξουν µε το δάκτυλο την αδερφή και θα πουν: θαυµάσια ευκαιρία να βγάλει λίγα χρήµατα πατώντας πάνω στην ταφόπλακα της Λιλιάνα. Είναι οι ίδιοι που αναρωτήθηκαν τι φορούσε όταν έβγαινε από το σπίτι. Μη γελιόµαστε.
Το αήττητο καλοκαίρι της Λιλιάνα είναι καρπός έρευνας στα ηµερολόγια της νεκρής, στα όσα µπήκαν σε κούτες τότε και ανοίχτηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα, συνεντεύξεις µε ανθρώπους από το περιβάλλον τους, γραµµένο µε συναίσθηµα που ωστόσο στέκεται στη σκιά της Λιλιάνα και δεν ζητά να πρωταγωνιστήσει και να στρέψει πάνω του τους προβολείς. Όλοι ξέρουµε, µε τον τρόπο του ο καθένας, διάφορες ιστορίες γυναικοκτονίας, δεν γνωρίζουµε ωστόσο τα θύµατα και αυτή η µαρτυρία σκοπό δεν έχει να µιλήσει δοκιµιακά ή ρεπορταζιακά για τις γυναικοκτονίες εν γένει, παρότι µε τον τρόπο του καταφέρνει να το κάνει, αλλά για τη νεκρή, που καµία δικαίωση δεν γνώρισε και τα αποσιωπητικά στις ερωτήσεις: τι φόραγε, πού πήγαινε, µε ποιον πήγαινε, τι έκανε· έµειναν να αιωρούνται και να επαναλαµβάνονται σε κάθε επόµενη έµφυλη δολοφονία, ίδια και απαράλλακτα, µαζί µε τη δήθεν αθώα αναρώτηση, µα γιατί πρέπει να γίνεται χρήση του όρου γυναικοκτονία.
Και τα χυδαία αυτά ερωτήµατα δεν περιορίζονται στη νεκρή, αλλά έρχονται να σφίξουν και την οικογένεια, τι γονείς ήταν αυτοί άραγε που δεν έκαναν τίποτα, που δεν έλεγαν τίποτα, που δεν έβαζαν περιορισµούς, που δεν την έµαθαν να είναι υπάκουη και επιβιωτική, καλοί και του λόγους τους ήταν. Και είµαστε στο 2025, και ακόµα τα αποσιωπητικά αιωρούνται µόνιµα στον δυσώδη αέρα που είµαστε υποχρεωµένοι να αναπνέουµε, τη µπόχα ενός κόσµου σε σήψη, ενός κόσµου γεµάτου από ιδιωτεία και προνόµιο.
Επιστρέφω στην ένοχη απόλαυση της ανάγνωσης. Με το στοµάχι κόµπο, µε το µυαλό να προσπαθεί διαρκώς να κρυφτεί πίσω από µια επιθυµητή µυθοπλασία και, όσο οι σελίδες περνούν και οδηγούµαστε στο σκληρό και ήδη γνωστό τέλος, να επιχειρεί να πείσει πως ένα εναλλακτικό τέλος, ένα έζησε αυτή καλά και εµείς καλύτερα, είναι εφικτό, µε όλα αυτά σφηνωµένα κάπου στον αυχένα, η ανάγνωση υπήρξε απολαυστική, ναι, απολαυστική, η Λιλιάνα ήταν εκεί.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα