Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Τα Χριστούγεννα από τα παλιά

Το καφενείο του Ψευτοστελή βρισκόταν στο δρόμο της Μεσοχωριάς, λίγο παραπάνω από το Δράκο και ακριβώς απέναντι από τον Αγγελομανόλη. Οι καρέκλες του ήταν ελάχιστες και όχι σε καλή κατάσταση. Στη μέσα αριστερή μεριά του, βρισκόταν το Τεζιάκι, ο πάγκος σερβιρίσματος με το κρασί και την τσικουδιά και από κάτω ο πεζαχτάς, συρτάρι, για να φυλάγονται τα χρήματα του καφετζή.


Στην εσωτερική μεριά και στο δεξιό μέρος βρισκόταν ένας επιμήκης ξύλινος κορμός, κατάλληλα πελεκημένος, που έκανε χρέη καναπέ. Σ’ αυτόν μπορούσαν να καθίσουν μέχρι και δέκα άντρες. Το κρύο είχε αρχίσει από νωρίς φέτος και το χιόνι είχε πιάσει τη ρίζα από τους λάκκους, τον Βαθυλάκκο, τις Κλιματσές μέχρι τα Χασίδια και τον Γκουντουλόπρινο. Από εκεί και πάνω κυριαρχούσε το λευκό του χιονιού, έτοιμο να ορμήσει και στο χωριό, πράγμα που δεν θα αργούσε να γίνει. Ήδη μερικές νιφάδες σποραδικά έκαναν την εμφάνισή τους και δεν θα αργούσαν να πυκνώσουν, να γίνουν στούπα και να καλύψουν το έδαφος και τα σπίτια.
Οι ντόπιοι μετεωρολόγοι είχαν πέσει «διάνα» εφέτος στις προβλέψεις τους. Είχαν δει τα «ημερομήνια» τον Αύγουστο και είχαν κάνει έγκαιρα τις προειδοποιήσεις στους ενδιαφερομένους βοσκούς και ζευγάδες.
– Μωρέ, ξανοίξετε οφέτος μέχρι το Νοέμπρη, να φύγετε τα οζά, γιατί θα πιάσει ο παξιμαδιώτης και δεν θα σας απομείνει μουδέ πόδας.
Έτσι εφέτος όλοι, σχεδόν, είχαν προλάβει από νωρίς να κατεβάσουν τα οζά τους από τη Μαδάρα. Μόνο μερικοί είχαν αφήσει τα στείρα, περυσινά αρνιά, για ανανέωση του κοπαδιού και τους κριγιούς εκεί πάνω και τώρα τα ψάχνανε και τα ξεχιόνιζαν.
– Κατέεις, μπρε Πέτρο, αν ήβρήκενε ο Αντρουλής σας τσοι κριγιούς του;
– Γυρεύει τσοι, λέει, από ν τον οψές μα δεν γκατέω είντα κάμανε ανε τσοι βρήκανε…
– Ήτανε παωμένοι μαζί με το Μανούσο του Γιωργάκη και το Σήφη ντωνε…
Ο Γιώργης, που καθόταν στη μέσα μεριά του καφενείου και παρακολουθούσε τη κουβέντα, χωρίς να μιλά, περίμενε να τελειώσουν τη συζήτηση με τα χαμένα στο χιόνι ζώα. Καθόταν δίπλα στη παραστιά και συνέχεια έριχνε ξύλα στη φωτιά. Δίπλα είχε ένα μπουκάλι με φετινή τσικουδιά και ένα ποτήρι, που δεν το άφηνε ποτέ άδειο!
Ο Ψευτοστελής περνούσε καμιά φορά από κοντά και σιγομουρμούριζε:
Μωρέ!. Άφης μωρέ τα ξύλα! Πλια λίγα να ρίχνεις στη φωτιά, γιατί όπως πάει ο καιρός….
Ο Γιώργης, όμως, δεν τον άκουγε και συνέχεια έριχνε. Κάτι άλλο είχε στο μυαλό του και μόλις τελείωσαν την κουβέντα πετάχτηκε πάνω και φωναχτά ρώτησε τους υπόλοιπους:
– Ε! Είντα λέτε δα! Να τα πούμενε θέλει οφέτος τα κάλαντρα! Και συμπλήρωσε: Έχει και βεντέμα οφέτος!…Το τελευταίο ήταν βασική προϋπόθεση, γιατί αν δεν υπήρχε λάδι, τι θα δίνανε στους καλαντράδες;
Μερικοί από τους θαμώνες δεν αντέδρασαν στην πρόταση του Γιώργη, οι περισσότεροι βρέθηκαν σύμφωνοι και πήγαν κοντά στο τραπέζι του, για να κουβεντιάσουν τις λεπτομέρειες και να μοιράσουν τις αρμοδιότητες, που θα έχει ο καθένας.
Ο Γιώργης είχε σηκωθεί και διεύθυνε την κουβέντα. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πώς θα κάνουν κάποιον καλά, να κρατά το ασκί που δεν ήταν και ελαφρύ. Γεμάτο που όσο και νάναι κάποτε θα γέμιζε και μια και δυο φορές, ήταν περίπου 30 – 40 οκάδες. Και να το κρατά κάποιος όλην την ώρα ήταν αρκετά επίπονη δουλειά. Σαν αστραπή πέρασε από το νου του Γιωργή κάποια ιδέα. Την καλοσκέφτηκε και νόμισε ότι βρήκε τη λύση στο ακανθώδες πρόβλημα.
Ο Γιάννης ήταν από καιρό αρραβωνιασμένος και τι δεν θα έδινε να βρεθεί έστω και για λίγα λεπτά κατάμονος με τη Μαρία. Άλλη ευκαιρία δεν θα είχε να της πει μερικές κουβέντες. Στο δρόμο ήταν τελείως αδύνατο, γιατί κάποιο μάτι θα τους έβλεπε και στο σπίτι της που πήγαινε, πάντα, κάποιοι δικοί της ήταν μπροστά. Στους γάμους, που τους καλούσαν, απαραίτητη προϋπόθεση να πάει η Μαρία ήταν να έρθει και ο Σήφης ο αδελφός της μαζί· αλλιώτικα και εκείνη δεν μπορούσε να πάει!
Τώρα, λοιπόν, την ώρα, που, φορτωμένος το λαδάσκι θα πήγαινε μαζί της στο μέσα μπουλμέ, που είχαν τα λαδοπίθαρα ή την ώρα που θα του έβαζε το λάδι, θα είχε όλην την ευχέρεια να της πει μερικές ερωτικές κουβέντες! Σ’ αυτό επάνω πόνταρε ο Γιώργης και δεν έπεσε καθόλου έξω!
– Γιάννη είντα λες εδά να κρατάς θέλεις το ασκί. Να πεις και κιαμιά κουβέντα στο Μαριό, όντε θα σου βάζει το λάδι!
Ο Γιάννης έκανε στην αρχή πως δεν ήθελε.
– Μα, είντα λες εδά εγώ… σταμάτησε για λίγο να σκεφτεί την πρόταση του παμπόνηρου Γιώργη.
Αυτός, για να τον κάνει να δεχτεί, έκανε τάχα ότι άλλαξε γνώμη:
– Ε! Καλά, Γιάννη, αφού δεν θέλεις…
– Όϊ, Όϊ, έσπευσε αυτός να πει.
– Εγώ θα το κρατώ, μα όϊ γι’ αυτό που είπες. Δεν ήθελε να παραδεχτεί αυτό, που του είπε ο Γιώργης, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η μοναδική αιτία, που δέχτηκε.
– Ε! Καλά, του απάντησε ο Γιώργης, είσαι και ο πλια δυνατός από όλους μας. Έτσι λύθηκε και το πρόβλημα και για να μην τους αφήσει στη μέση, είχαν κανονίσει να αφήσουν τελευταίο το… σπίτι της Μαρίας.
Στη συνέχεια άρχισαν να κουβενδιάζουν και για την οργάνωση του γλεντιού, που θα ακολουθούσε.
– Το λάδι θα το φέρνουμε επά στου Ψευτοστελή!
Ο Μανούσος, που καθόταν ακίνητος και δεν είχε πει τίποτα μέχρι τώρα πετάχτηκε:
Εγώ θα βρω τον χοίρο, όπως πέρσι! Ο μπάρμπας μου ο Γιαννάκης έχει ένα και θάναι σαν ογδόντα οκάδες και θα τόνε πάρομενε…
Ο Ψευτοστελής έχει καλό κρασί…
Συνέχισαν με τις λεπτομέρειες, πώς θα σφάξουν το χοίρο, πως θα τον απακιάσουν, πίνοντας τσικουδιά και χαριτολογώντας.
– Μα να πούμενε και τα κάλαντρα, να δούμενε άνε ντα θυμούμαστανε… Όλη η παρέα άρχισε τότε:
Αρχή αρχή τα κάλαντρα, αρχή του Γενναρίου,
αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει
και βγήκε και διαλάλησε ούλους τσοι ζευγολάτες.
Κι’ ο πρώτος που τ’ απάντηξε ήτονε άγιος Βασίλης.
Άγιε Βασίλη δέσποτα καλό ζευγάρι ν’ έχεις,
καλό το λες αφέντη μου καλό και βλοημένο.
Η Χάρη Σου το βλόησε με το δεξί τση χέρι.
Με το δεξί με το ζερβό με το μαλαματένιο.
Λιγάκι στάρι ν’ έσπειρα κάτω στο περιγιάλι.
Και κια τ’ αναργιαστήκανε λαγούδια και περδίκια.
Μουδέ περδίκια ν’ έπιασα, μουδέ λαγούδια ν’ είδα!
Μ’ αλώνεψα και θέρισα και ‘βγαλα χίλια μόδια.
Και τ’ αποσκιβαλίδια μου χίλια και πεντακόσια.
Μα δεν τα καλομέτρησα, γιατ’ ο Χριστός επέρνα.
Γιατί ο Χριστός επέρασε με δώδεκα αποστόλους.
Ακόμα δεν τον ήβρηκες τον μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μασε δώσεις τιβοτσι κι’ ύστερα να σφαλίξεις.
Απάκι γη λουκάνικο για π’ αγριμιού κομμάτι
γι’ από το λαδοπίθαρο κιανένα κουρουπάκι
γι’ από το κρασοπίθαρο κιανένα κανατάκι.
Με τα κάλαντα είχε δημιουργηθεί στο καφενείο μια όμορφη χριστουγεννιάτικη ζεστή ατμόσφαιρα.
Το μπουκάλι με την τσικουδιά είχε αδειάσει. Το χιόνι είχε εισβάλει και είχε καλύψει τα πάντα και συνέχισε να πέφτει πυκνό. Οι καρδιές όμως ήταν πολύ ζεστές εκείνη την παλιά όμορφη εποχή, που οι άνθρωποι χαίρονταν, γελούσαν και διασκέδαζαν με απλά πράγματα!

Υ.Γ.: Τα κάλαντα μου τα είχε πει η μάνα μου Στελιανή, όταν ακόμα ζούσε. Σήμερα, δυστυχώς, λένε ξενόφερτα κάλαντα, που όπως κάπου διάβασα είναι τα κάλαντα της παλιάς Αθήνας. Γιατί όμως να μη λένε τα κάλαντα της περιοχής, που έλεγαν και οι πρόγονοί μας;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα