Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Στις καταπράσινες πλαγιές της Πολυρρήνιας

Ήταν ένα πεντάμορφο φθινοπωρινό απόγευμα. Τα λογής – λογής σε χρώματα πυκνά σύννεφα, άλλα μαύρα, άλλα μολυβιά κι άλλα άσπρα σαν το βαμβάκι, από νωρίς το πρωί που είχα βρεθεί έξω στους καταπράσινους ελαιώνες στην περιοχή της Πολυρρήνιας και καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας είχαν σκεπασμένο τον ουρανό, ενώ ο αρκετά κρύος αέρας μ’ έκανε πολλές φορές να τρίβω τα παγωμένα χέρια μου πολύ ώρα για να ζεσταθούν.

H εργασία που έπρεπε να διεκπεραιώσω ήταν το κάψιμο των κλαδιών από τις ελιές μου, που κατά την συγκομιδή του ευλογημένου τους καρπού τις είχα κλαδέψει, κι οφείλω να πω πως δεν ήταν και λίγα εκείνα. Γύρω – γύρω από την τοποθεσία που ήμουνα εγώ, αλλά και σε όλη εκείνη την πεντάμορφη περιοχή, οι διάφορες φωνές και κάπου κάπου το γλυκό τραγούδι κάποιων μερακλήδων ελαιοπαραγωγών, τα βελάσματα των οικόσιτων ζώων – πρόβατα, κατσίκες – αλλά και ο κάτασπρος αναδυόμενος καπνός από τη φωτιά των καιόμενων κλαδιών, πρόδιδαν την παρουσία και άλλων συνανθρώπων μου, δίνοντας στην περιοχή μια σπάνια οπτικοακουστική εικόνα ανεπανάληπτης ομορφιάς. Ήταν χαρά Θεού!

Οι παγωμένες όμως σταγόνες της βροχής που κάπου – κάπου ερχότανε βιτσίζοντας με δύναμη το ροδοκόκκινο από το ξεροβόρι πρόσωπό μου, μ’ ανάγκαζαν να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα την δουλειά μου ώστε να προλάβω το τυχόν ξέσπασμα κάποιας δυνατής μπόρας που αναγκαστικά θα μ’ έκανε να εγκαταλείψω την εργασία μου. Πράγμα βέβαια που δεν ήθελα αυτό να συμβεί. Οι σταγόνες όμως της βροχής σιγά – σιγά πλήθαιναν κι αυτό δεν μου άρεσε καθόλου, ενώ τα κορναρίσματα των διερχόμενων αυτοκινήτων πολύ κοντά από το μέρος που εργαζόμουνα, γνωρίζοντας ίσως πολλοί από τους ιδιοκτήτες τους το δικό μου αυτοκίνητο το παρκαρισμένο κάτω από μια χαρουπιά, ήταν σαν να μου έλεγαν, εκτός από τον εγκάρδιο χαιρετισμό τους: ‘’Φύγε Δημήτρη, η βροχή δεν θ’ αργήσει να έρθει’’.

Οι εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά μου, αληθινά, ήταν εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς και απίστευτης ανθρώπινης ευαισθησίας. Τέλος, ο Μεγαλοδύναμος μου έκανε το χατίρι και απομάκρυνε την βροχή, όχι όμως και τα σύννεφα, αφήνοντας με να εργαστώ αρκετές ώρες μετέπειτα διεκπεραιώνοντας στο ακέραιο την εργασία μου, ενώ οι παγωμένες σταγόνες της βροχής καθ’ όλη την παραμονή μου στην εξοχή δεν έλεγαν να με εγκαταλείψουν μήτε στιγμή.

Τελείωσα! Ο αναστεναγμός της ικανοποίησης βγήκε μέσα από τα στήθια μου ανάλαφρος, γλυκύτατος, ενώ τα χείλη μου, κοιτώντας συγχρόνως τον συννεφοσκεπασμένο ουράνιο δώμα, αυθόρμητα ψέλλισαν: ‘’Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που με άφησες να τελειώσω την εργασία μου’’, ενώ τα πετούμενα τ’ ουρανού, πετώντας από κλαδί σε κλαδί κι από δέντρο σε δέντρο, ήταν σαν να συμμετείχαν κι εκείνα με το χαρούμενο πέταγμά τους στην δική μου χαρά.

Τώρα, μαζεύοντας τα διάσπαρτα σέα μου, χαρούμενος και απίστευτα ράθυμος, λες κι ήθελα να παραμείνω κοντά στην φύση θαυμάζοντας τις αμέτρητες ομορφιές της πριν τις σκεπάσει το κατάμαυρο πέπλο της ερχόμενης νύχτας, σιγομουρμουρίζοντας, έλεγα πόσο τυχεροί είναι εκείνοι και μαζί με κείνους κι εγώ, που μας δίνεται η ευκαιρία έστω και λίγες φορές το χρόνο να απολαμβάνουνε το μεγαλείο της εξοχής. Αλλά και πολλές φορές με θλιμμένη διακεκομμένη φωνή έλεγα πόσο άδικο είναι και πόσο άδικο έχουν εκείνοι, αυτό πιστεύω εγώ, που εγκαταλείπουν την όποια περιουσία που κληρονόμησαν από τους γονιούς τους, είτε είναι ελιές εκείνες ή αμπέλια και πολύ περισσότερο τα σπίτια τους. Και το χειρότερο δεν είναι ότι τα εγκαταλείπουν και γιομίζουν αγριόδεντρα, ασπαλάθους και βάτα τα χωράφια τους και οι ελιές τους, που πολλοί από τους κληρονόμους με τα χρήματα των καρπών τους τους σπούδασαν οι γονείς τους και το πολύ χειρότερο έγκλημα που πράττουν πάρα πολλοί είναι ότι τα σπίτια των εκλιπόντων γονιών τους πρώτα τ’ αφήνουν και γίνονται βορά του καταλύτη χρόνου, γκρεμίζοντάς τα με την ανελέητη σκαπάνη του, γιομίζοντάς τα συγχρόνως φωλιές των διάφορων ερπετών, κι ας έπαιζαν κάποτε όταν ήταν μικροί στην ανθόσπαρτη τότε αυλή τους. Πολλά δε όχι μόνο τα εγκαταλείπουν στο έλεος του καταλύτη χρόνου, αλλά, σε τιμή ευκαιρίας τα πουλάνε και μάλιστα σε ξένους ανθρώπους. Γιόμισαν τα χωριά μας με ξένους ιδιοκτήτες αλλοιώνοντας την πρώτη τους ομορφιά, στολίζοντας τα δήθεν εκείνοι με διάφορες ξενόφερτες δικές τους τεχνικές εργασίες που καμιά σχέση δεν έχουν με την πρώτη τους ομορφιά. Τέτοιες κι άλλες παρόμοιες σκέψεις έκανα μαζεύοντας τα σέα μου για να τοποθετήσω κάποια στιγμή στο αυτοκίνητό μου και να πάρω το δρόμο της επιστροφής, κάνοντας πάλι άλλες διάφορες παρόμοιες σκέψεις.

Κατόπιν, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου στο χωριό μου, έτσι αποκαλώ εγώ την πανέμορφη, την παγκοσμίως γνωστή Αρχαία Πολυρρήνια, οι παγωμένες σταγόνες της βροχής έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους, τώρα πιο έντονα. Όταν δε έφτασα κοντά στην είσοδο του χωριού, στον πλακόστρωτο τώρα δρόμο του, διάφορες ανεπανάληπτες σε ομορφιά εικόνες εμφανίστηκαν στις σελίδες της σκέψης μου, αναμοχλεύοντάς τις ο άνεμος της νοσταλγίας, φέρνοντας στις βρύσες των ματιών μου σταγόνες δάκρυα χαράς. Τέλος, μετά το καλησπέρισμα που έλεγα στους ελάχιστους εναπομείναντες πλέον χωριανούς μου, ο αχός από την δική τους ‘’καλησπέρα’’ απλωνότανε στα μύχια της ψυχής μου σαν θεϊκό, απαλό, γιομάτο τρυφερότητα χάδι.

Τώρα, όταν κάποια στιγμή έφθασα στο σπίτι μου, τακτοποίησα τα σέα μου κι εφόσον άναψα την σόμπα να ζεσταθώ, έπειτα από λίγη ώρα, νιώθοντας την ζεστασιά της φωτιάς ν’ αγκαλιάζει το παγωμένο μου κορμί, μηχανικά, πήρα στα χέρια μου την αγαπημένη μου πένα να γράψω το σημερινό άρθρο. Κι ενώ το θρόισμα από τις σταγόνες της βροχής που χτυπούσαν το παράθυρο ήταν σαν να μου έλεγε: ‘’Τελείωνε, απόστασες, μη γράφεις άλλο ποιητή’’, ανάμεικτά συναισθήματα πλημύριζαν την ψυχή μου. Ξαπλωμένος δε στο λιτό κρεβάτι μου, έχοντας πλάι μου την αιώνια φιλενάδα μου την μοναξιά, ο Μορφέας αθόρυβος, που πότε ήρθε δεν τον ένιωσα, μ’ έσπρωξε στο δικό του, το κάθε φορά ανακαινισμένο βασίλειό του, γιομίζοντας τον απαλό ύπνο μου με λογής – λογής όνειρα.

Τέλος, τ’ ανάλαφρο τρίξιμο από το πόμολο της πόρτας με ξύπνησε. Δεν ήταν όμως από το χέρι της πολυαγαπημένης μου ύπαρξης που χρόνια καρτερώ να εμφανιστεί μι’ αυγή στην πόρτα του σπιτιού μου. Ήταν από το αρκετά δυνατό φύσημα του αέρα, ενώ τα ρόδα της αυγούλας άρχιζαν σιγά – σιγά ν’ απλώνονται πέρα μακριά στα βάθη της ανατολής!

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα