“Είναι η ανάγκη σου να μετασχηματίσεις αυτά που μπορεί να σε έχουν τραυματίσει σε επικοινωνία, μοίρασμα, ιδέες.”
«Υπάρχει μια λειτουργία της τέχνης που καλεί το κοινό να ξεχαστεί και να εκτονωθεί κι υπάρχει και μια άλλη που επιδιώκει να αφυπνίσει το κοινό. Κυρίαρχα, η τέχνη φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο σαν βαλβίδα εκτόνωσης. Ωστόσο, υπάρχουν και καλλιτέχνες που προσπαθούν να μετασχηματίσουν τα σημαντικά, τα φλέγοντα ζητήματα του εδώ και τώρα σε προβληματισμό, σε μια τοποθέτηση για ό,τι συμβαίνει σήμερα».
Αυτό επισημαίνει ο νεαρός Χανιώτης ηθοποιός Σταύρος Καστρινάκης, τον οποίο συναντήσαμε ενόψει της παρουσίασης της παράστασης “Η φαλακρή τραγουδίστρια” του Ευγένιου Ιονέσκο, από τη θεατρική ομάδα “Loxodox” στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων. Μια παράσταση που μιλάει για το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης και την έλλειψη επικοινωνίας, ακτινογραφώντας την εποχή του συγγραφέα αλλά και τη δική μας. Γι’ αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες του χθες με το σήμερα, τον ρόλο της τέχνης και την “πληγή” που την γεννά, μιλήσαμε, μεταξύ άλλων, μαζί του, λίγο πριν συστηθεί στο χανιώτικο κοινό από σκηνής ως κ. Σμίθ.
Γιατί τη “Φαλακρή τραγουδίστρια”; Πώς επιλέξατε το έργο;
Η επιλογή έγινε από τον σκηνοθέτη και τη σύντροφό του κι εμένα μου προτάθηκε να συμμετέχω. Στην πορεία όμως συνειδητοποίησα γιατί αυτή η επιλογή τώρα. Πρόκειται για ένα έργο του “παραλόγου” από τον Ιονέσκο, που είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Ο παραλογισμός που ζούμε, το γεγονός ότι δεν μπορούμε να βρούμε νόημα σε όλα αυτά που συμβαίνουν ταιριάζουν απόλυτα με το έργο, το οποίο γράφτηκε το 1948 και παίχτηκε για πρώτη φορά το 1950, λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου ο ανθρώπινος παραλογισμός βρίσκονταν στο απόγειό του. Η παράσταση πραγματεύεται το ακατανόητο της ύπαρξης, των σχέσεών μας, του τρόπου αλληλεπίδρασής μας. Στο έργο υπάρχει ένας επιφανειακός διάλογος που δείχνει μια κατ’ επίφαση επικοινωνία. Ίσα – ίσα που παράγεται ήχος, μόνο και μόνο για να μην υπάρχει η αμηχανία της σιωπής και το άβολο της παύσης. Όσο προχωράει το έργο οι διάλογοι αρχίζουν να μην βγάζουν σχεδόν καθόλου νόημα, είναι σαν λέξεις στον “αέρα”. Ο Ιονέσκο “παίζει” με αυτό, θέλει να δείξει πόσο δεν επικοινωνούμε…
Μιλάμε για ασυνεννοησία, αμηχανία, παράλογο, αντιφάσεις. Σαν να περιγράφουμε τον κόσμο σήμερα, την εποχή μας όπου όλα μοιάζουν ρευστά και χωρίς καμία λογική να μπορεί να σταθεί. Κι όμως έχουμε κάνει τόση πρόοδο στην επιστήμη και την τεχνολογία. Δεν είναι παράξενο αυτό;
Αυτό που ονομάζει κάποιος πρόοδο κάποιον άλλο τον τρομάζει. Νομίζω ότι η πρόοδος που έχει σημειωθεί έχει στρέψει τους ανθρώπους σε έναν συντηρητισμό καθώς νιώθουν φόβο και ανασφάλεια. Η πρόοδος εμπεριέχει το άγνωστο, την εξερεύνηση, τον επαναπροσδιορισμό, τον πειραματισμό. Έχει αγωνία και αβεβαιότητα. Συνεπώς καταγράφεται μια πρόοδος η οποία όμως συγχρόνως τρομάζει τους ανθρώπους…
…Σε ηθικό επίπεδο ωστόσο γιατί δε σημειώνονται βήματα; Πόλεμος, φτώχεια, ανισότητα, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν φαίνεται να έχουν προοδεύσει ιδιαίτερα.
Δεν ξέρω αν αυτό είναι ηθικό ή πολιτικό. Αν υπάρχει ένα πολιτικό σύστημα που νομιμοποιεί τη βία, την ανισότητα, την εκμετάλλευση, την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης ζωής και τον πόλεμο, πώς μπορούμε να περιμένουμε κάτι άλλο;
Σε τι οφείλεται κατά τη γνώμη σου η διαχρονικότητα της σκέψης και του έργου του Ιονέσκο; Έβλεπε μπροστά από την εποχή του ή μιλάει για πράγματα που αγγίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη;
Ίσως γιατί πραγματεύεται το αντιφατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Για παράδειγμα στο έργο υπάρχει ένα ζευγάρι που προσπαθεί να επικοινωνήσει χωρίς όμως να μοιράζεται συναισθηματικά κάτι. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να συνδεθούν αλλά δεν μπορούν. Θέλουν να μείνουν σε μια σχέση – να είναι παντρεμένοι – αλλά δεν μπορούν μέσα σε αυτό το πλαίσιο να συναντήσουν ο ένας τον άλλο πραγματικά.
Η τέχνη μας κάνει καλύτερους ανθρώπους;
Στο “Μαγικό Βουνό” του Τόμας Μαν ο φιλόσοφος Σετεμπρίνι υποστηρίζει ότι η μουσική έχει την δυνατότητα κάποιες φορές να υπνωτίσει αντί να αφυπνίσει. Το ίδιο πιστεύω κι εγώ για την τέχνη στο σήμερα. Υπάρχει δηλαδή μια λειτουργία της τέχνης που καλεί το κοινό να ξεχαστεί και να εκτονωθεί κι υπάρχει και μια άλλη που επιδιώκει να αφυπνίσει, να ψυχαγωγήσει το κοινό. Υπάρχει αυτή η διττή λειτουργία δηλαδή. Κυρίαρχα πάντως η τέχνη φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο σαν βαλβίδα εκτόνωσης. Ωστόσο, υπάρχουν και καλλιτέχνες που προσπαθούν να μετασχηματίσουν τα σημαντικά, τα φλέγοντα ζητήματα του εδώ και τώρα σε προβληματισμό, σε μια τοποθέτηση για ό,τι συμβαίνει σήμερα. Με λίγα λόγια, η τέχνη δεν ξέρω αν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους αλλά μπορεί να μας κάνει πιο συνειδητοποιημένους. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει μια ενεργή στάση τόσο από μέρους του καλλιτέχνη όσο και από το κοινό.
Πώς εξηγείς το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε τόσες πολλές θεατρικές σχολές και ομάδες, τη στιγμή που λίγοι καλλιτέχνες καταφέρνουν να βιοπορίζονται από την τέχνη;
Είμαστε ένας μεσογειακός λαός με πολύ πάθος, δραματικότητα και ανάγκη για συναίσθημα. Αυτό λειτουργεί ως υπόστρωμα για να γίνει κάποιος ηθοποιός. Ωστόσο, το να αισθάνεται κανείς την ανάγκη να ζει τη ζωή του μέσα από μια πιο “δραματική” οπτική, δεν σημαίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο στη σκηνή. Πρόσφατα σε ένα σεμινάριο που συμμετείχα, η Αγλαϊα Παππά μάς είπε ότι συναίσθημα πάνω στη σκηνή είναι βαρύ, ανυπόφορο κι ότι το συναίσθημα θα πρέπει ο ηθοποιός να το μετασχηματίσει σε τεχνική ώστε να μπορεί ο θεατής να νιώσει πράγματα. Ως προς το ερώτημα, λοιπόν, νομίζω ότι το πάθος που έχουμε σαν λαός και η ανάγκη για δράμα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ίσως απαντά στο γιατί να γίνεται κάποιος ηθοποιός σε μια συνθήκη κάθε άλλο παρά ευοίωνη επαγγελματικά…
Σε μια συνέντευξή της η ποιήτρια Αγγελάκη – Ρουκ έλεγε ότι «τα ποιήματα φυτρώνουν σε πληγές». Ένα τραύμα δηλαδή πυροδοτεί την ανάγκη να γράψει κάποιος. Θα έλεγες ότι αυτό ισχύει γενικότερα στην τέχνη;
Νομίζω ότι αυτή η είναι η πιο ουσιαστική αιτία που μπορεί να στρέψει κάποιον προς την τέχνη. Είναι η ανάγκη σου να μετασχηματίσεις αυτά που μπορεί να σε έχουν τραυματίσει σε επικοινωνία, μοίρασμα, ιδέες. Να τους δώσεις σχήμα και να τα εκφράσεις με έναν τρόπο που κι εσένα θα σε λυτρώσει αλλά και θα σημαίνει κάτι και για τους άλλους.
Είσαι Χανιώτης και δουλεύεις καλλιτεχνικά και στην Αθήνα αλλά και στα Χανιά. Για έναν καλλιτέχνη η πρωτεύουσα προσφέρει περισσότερα από μια επαρχιακή πόλη; Καλλιτεχνικά πού αναπνέει κανείς καλύτερα;
Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει βιαστικά ότι στην Αθήνα αναπνέει κανείς καλύτερα γιατί υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση και πληθώρα εκδηλώσεων, επιλογών κ.λπ. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αποτελεί και παγίδα γιατί αντίστοιχα ο ανταγωνισμός είναι πολύ υψηλότερος κι η ζήτηση είναι μικρότερη από την προσφορά. Στα Χανιά πάλι λειτουργεί η έννοια της κοινότητας. Προσωπικά γνωρίζω ανθρώπους εδώ που αν επιστρέψω θα είναι εκεί για να συνεργαστούμε καλλιτεχνικά. Υπάρχει, δηλαδή, μεγαλύτερη αμεσότητα στην επικοινωνία. Επιπλέον, νομίζω ότι ένας όμορφος τόπος όπως τα Χανιά προσφέρει πολλά ερεθίσματα και έμπνευση. Μια βόλτα σε μια παραλία μπορεί να σε τροφοδοτήσει με ιδέες. Στην Αθήνα αισθάνομαι ότι πρέπει να ανασύρεις από τα βιώματά σου για να προσφέρεις στην τέχνη. Πάντως, σε κάθε τόσο στα Χανιά όσο και στην Αθήνα βρίσκω θετικά και αρνητικά και τρόπους να συνεργαστώ και να κάνω αυτό που αγαπώ.
Η παράσταση
“Η φαλακρή τραγουδίστρια” του Ευγένιου Ιονέσκο θα παρουσιαστεί από τη θεατρική ομάδα “Loxodox” στο Βενιζέλειο Ωδείο Χανίων, Παρασκευή 20 Οκτωβρίου (21:00), Σάββατο 21 Οκτωβρίου (19:00 και 21:30) και Κυριακή 22 Οκτωβρίου (21:00).
Μετάφραση–σκηνοθεσία: Αλκίνοος Δωρής, σκηνικά: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος, παραγωγή & εκτέλεση: Loxodox, κατασκευή κοστουμιών: Ram Ram, καλλιτεχνική συνεργασία: Ισμήνη Ασημάκη, Αγγελική Τσούπρα. Παίζουν: Κατερίνα Καλουμένου, Κωνσταντίνος Χατζηθεοδώρου, Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Σταύρος Καστρινάκης, Μπέττυ Σαράντη, Νεκτάριος Σμυρνάκης.
Προπώληση: more.com
Τηλέφωνο κρατήσεων: 6948199103 και στο link: https://www.more.com/theater/i-falakri-tragoudistria/