Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024

Ο μεγάλος σεισμός του 1856 στην Κρήτη

» Και τα επακόλουθά του

 

‘Σ τα χίλια οχτακόσια έτος πενήντα έξη
Ηθέλησεν ο Κύριος το θάμμάν του να μπέψη·
‘Σ τσ’ εικοσιεννιά του Σεντεμπριού, ένα Σαββάτο βράδυ,
Μέγας σεισμός εγείνηκε κ’ ούλος ο κόσμος βράζει.
Απού το μέρος τω Χανιώ έρχεται σα μελτέμι,
Μέγας και τρομερός σεισμός, ούλος ο κόσμος τρέμει.
Κ’ η θάλασσ΄ η ακίνητη και οι γι οχτώ ανέμοι,
Τρία λεφτά βοά η γης, καπνός ‘ποκάτω βγαίνει.
Χάνουνται χώραις και χωριά, σαν όντε χάνετ’ άστρο,
Μα δεν υπόφερε κιαμιά σαν το Μεγάλο Κάστρο.
Χαλούν τα μοναστήριαν του, χαλούν κ’ οι μιναρέδες
Κι’ απ΄ ούλους του τση Χριστιανούς μια φωνή μόνο βγαίνει,
Την Παναγιά περικαλού μεσίστρια να γένη·
-Ω Παναγία δέσποινα, κι΄ούλ΄ είμεστα παιδιά σου,
Κάμε την παρακάλεσι, που πιάνετ’ ο ριτζάς σου–
Θεοτική φωθιά ‘πεσε ΄ς του Κάστρου το μεϊντάνι
Κ΄ οι γεμιτζίδες το είδανε ‘π μέσ’ απ΄ το λιμάνι.

 

Έτσι κατέγραψε και διέσωσε, όπως πάντα έκανε στα σημαντικά γεγονότα η δημώδης ποίηση, τον καταστρεπτικό αυτό σεισμό.
Στο σταυροδρόμι της Μεσογείου και του Αιγαίου Πελάγους, η Κρήτη έχει καταστραφεί πολλές φορές από σεισμούς.
Στο σεισμό της 30 Σεπτεμβρίου 1856 διάρκειας τριών λεπτών και ισχύος με τις σημερινές μετρήσεις 7,7 ρίχτερ, ισοπεδώθηκε η Κάντια, το σημερινό Ηράκλειο, όπου ήταν και το επίκεντρο. Τραυματίστηκαν 637 και σκοτώθηκαν 538 Κρητικοί.
Από τα 3.620 σπίτια, 18 μόνο έμειναν όρθια. Ισοπεδώθηκε το χωριό Βούτες, όπου σκοτώθηκαν 42 άνθρωποι, ενώ νεκροί υπήρξαν ακόμη και γύρω από τα Χανιά.
Ήταν 2.45’ της νύχτας του Σαββάτου προς Κυριακή, όταν οι κάτοικοι της Κρήτης πετάχτηκαν πανικόβλητοι από τα κρεβάτια τους από το κτύπημα του Εγκέλαδου.
Δεν πρόλαβαν όλοι να βγούν από τα χαμόσπιτα της πόλης του Ηρακλείου. Εκατοντάδες σκοτώθηκαν από την τρομερή δόνηση που διήρκεσε τρία λεπτά!
Αναφορά για το σεισμό κάνει ο Νικ. Σταυράκης, ο κατόπιν γενικός γραμματέας της Διοίκησης, ο οποίος δεκάχρονο παιδί τότε, έζησε το σεισμό και μάλιστα τραυματίστηκε.
Αυτός ο εξαιρετικά καταστροφικός σεισμός, που έφτασε στο ΧΙ(ακραίο), ή ΧΙΙ(καταστροφικός) στο επίκεντρό του στην κλίμακα έντασης Mercalli, συνέβη σε μια τεκτονική περιοχή που ονομάζεται Ελληνικό τόξο.
Η δόνηση ήταν από τις σφοδρότερες που κτύπησαν ποτέ το νησί. Ο Βασίλης και η Κατερίνα Παπαζάχου στο βιβλίο τους για τους σεισμούς της Ελλάδας υπολόγησαν ότι το μέγεθός του ήταν 7,7 ρίχτερ, σε βάθος περίπου 61 με 100 χιλιόμετρα και το επίκεντρο ήταν στο Ηράκλειο. Γι’ αυτό η πόλη μέτρησε τόσες καταστροφές εκτός από τους νεκρούς.
Στο Ηράκλειο το μέγαρο Μουσταφά Πασά που ήταν ξύλινο, δεν έπαθε ζημιές,και ο Τούρκος αξιωματούχος το μετέτρεψε σε νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών.
Τα μαγαζιά της αγοράς, που ήταν ξύλινα και χαμηλά κτίσματα, δεν καταστράφηκαν από τη δόνηση. Όμως προκλήθηκε πυρκαγιά και αποτεφρώθηκαν 48 από αυτά.
Οι βενετσιάνικοι ναοί, που οι Τούρκοι τους είχαν μετατρέψει σε τζαμιά, έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές.

 

 

 

Ο Άγιος Τίτος, το Βεζίρ τζαμί της Τουρκοκρατίας, γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε το 1869, μετά την επανάσταση, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη Ααλή πασά.
Ο Φιλόλογος Λευτέρης Αλεξίου σε ένα ιστορικό κείμενο του 1948 στα «Νέα Χρονικά», σημειώνει ότι ο Ααλής έδωσε τη διαταγή της ανοικοδόμησης του Αγίου Τίτου, που πήρε πλέον τη σημερινή του μορφή ως αντίρροπο του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Μηνά, τον οποίο οι Έλληνες οικοδομούσαν το 1862.
Σοβαρές ζημιές έπαθε και ο ναός του Αγίου Μηνά, η παλιά και πολύ μικρότερη εκκλησία που υπήρχε στην ίδια σημερινή θέση, ενώ σώθηκε η Δημοτική Σχολή, στην οποία κατέφυγαν πολλές χριστιανικές οικογένειες, που είχαν μείνει άστεγες, για να σωθούν.
Ο Λευτέρης Αλεξίου σημειώνει ότι το κτίριό της βρισκόταν βόρεια του Άγιου Μηνά, όπου και κατά τον 20ο αιώνα λειτουργούσε σχολείο, και κατεδαφίστηκε πιθανότατα πριν την κατοχή «χωρίς αποχρώντα λόγο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο μεγάλο σεισμό του 1856 έπεσαν ακόμη τα τελευταία λείψανα της μονής του Αγίου Φραγκίσκου, που οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε αυτοκρατορικό(Χουνκιάρ) τζαμί.Βρισκόταν στη θέση που χτίστηκε το πρώτο μουσείο της πόλης και σήμερα υπάρχει το αρχαιολογικό μουσείο.
Όπως αναφέρει ο Giuseppe Gerola στο έργο του «Βενετικά Μνημεία της Κρήτης»,(τομ. Β’) που κυκλοφόρησε το 1993 στα ελληνικά σε μετάφραση του Στέργιου Σπανάκη, «αφού κατερειπώθηκε ο ναός με το σεισμό το 1856, κατεδαφίστηκε ολοκληρωτικά από την Τούρκικη Κυβέρνηση, ύστερα από το 1867, είτε για να χρησιμοποιήσει τα μάρμαρα στο καινούριο Βεζίρ τζαμί, είτε για να πουλήσει είτε για να χρησιμοποιήσει τις πέτρες για τη λιθόστρωση της πλατείας των Τριών Καμαρών».
Από όλο το κτίριο διατηρήθηκε ένα μικρό οίκημα, το οποίο μάλλον χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο της μονής στη νότια άκρη της εγκάρσιας καμάρας, το οποίο έγινε τζαμί με το όνομα Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ ή Χουνκιάρ. Υπήρχε και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μέχρι την ανέγερση του σημερινού αρχαιολογικού μουσείου, όταν και κατεδαφίστηκε.
Πιθανώς κατά τον ίδιο σεισμό εξαφανίστηκε και ό, τι είχε απομείνει από το Δουκικό Ανάκτορο του Χάνδακα όπως αναφέρει ο Στυλ. Αλεξίου («Κρητικά Χρονικά»τ.10, 1960). Η κατοικία του Δούκα της Κρήτης, που βρισκόταν απέναντι από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, ήταν κατερειπωμένη από το 1815 όπως γράφει ο Πρακτικίδης.
Κατέρρευσαν ακόμη οι στρατώνες του Αγίου Γεωργίου και η θολωτή Βενετσιάνικη Πύλη των Ακτάρικων, το παλιό Voltone των Ενετών.

 

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

 

Σε όλο το νησί η δόνηση ήταν καταστροφική αλλά ιδιαίτερα στην πόλη του Ηρακλείου και τα κοντινά χωριά. Όπως αναφέρει ο Σταυράκης, έπαθαν ζημιές 11.317 σπίτια, από τα οποία 6.512 καταστράφηκαν εντελώς.
Ο μεγάλος αριθμός των νεκρών σε σχέση με τους τραυματίες σχετίζεται με το γεγονός ότι τα σπίτια του Μεγάλου Κάστρου, είχαν βαριές σκεπές, οι οποίες κατά την πτώση τους , συνέθλιβαν τους κατοίκους.
Βαρύ φόρο αίματος πλήρωσαν οι Βούτες καθώς σκοτώθηκαν 42 άνθρωποι, ενώ δεν έμεινε όρθιος ούτε ενός μέτρου τοίχος, όπως λέει ο Σταυράκης.
Σχεδόν εντελώς καταστράφηκαν τα χωριά Καλέσα, Πετροκεφάλι, Πενταμόδι, Άγιος Μύρων, Κιθαρίδα, Ασίτες. Σοβαρές καταστροφές σημειώθηκαν στην Επισκοπή Πεδιάδος και στα Αιτάνια. Πολλά προβλήματα σημειώθηκαν ακόμη στις επαρχίες Μεραμβέλου και Ιεραπέτρας.
Στα Χανιά έπαθαν ζημιές σχεδόν όλα τα σπίτια, κατέρρευσαν όμως λίγα. Σοβαρές καταστροφές υπήρξαν στους στρατώνες, στο στρατιωτικό νοσοκομείο και στο τέμενος Χουνκιάρ της πόλης. Νεκροί υπήρξαν σε περιοχές γύρω από τα Χανιά, ενώ μέσα στην πόλη, μόνο τραυματίες.
Στην Κίσσαμο μια τοποθεσία βυθίστηκε και δημιουργήθηκε λίμνη απ’ όπου αναδυόταν μυρωδιά θειαφιού.
Στο Ρέθυμνο, σχεδόν όλα τα σπίτια υπέστησαν καταστροφές, αλλά δεν υπήρξε νεκρός.

 

 

Η ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Ο Άγιος Νικόλαος δεν υπήρχε σαν πόλη εκείνη την εποχή, κατά τη διάρκεια του σεισμού του 1856.
Ωστόσο, ο σεισμός άφησε το σημάδι του στην περιοχή που φαίνεται ακόμη και σήμερα.
Κατά τον Thomas Spratt το 1851 η λίμνη του Αγ. Νικολάου είχε βάθος 64 μ. Το 2000 η λίμνη ερευνήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και βρέθηκε να έχει βάθος 48, 8 μ.
Πως εξηγούμε αυτή τη διαφορά βάθους 15 μέτρων , σε διάστημα μόνο 149 χρόνων;
Η απάντηση μάλλον βρίσκεται στο σεισμό του 1856.
Ο μικρός κόλπος της δυτικής γωνίας της λίμνης και η πλαγιά του γκρεμού πάνω από αυτόν, έχει όλα τα σημάδια μιας παλιάς κατάρρευσης που σχεδόν σίγουρα προκλήθηκε από το σεισμό του 1856 και αυτό το υλικό θα έχει πέσει στα βάθη της λίμνης.
Θα πρέπει να υπάρχει με την πάροδο του χρόνου σημαντική συσώρευση λάσπης στον πυθμένα της λίμνης.
Τα οχήματα που ρίχτηκαν στη λίμνη από τους Γερμανούς , όταν αποχώρησαν, σήμερα δεν είναι ορατά.
Όταν ο Spratt είδε τη λίμνη, αυτή ήταν μια λίμνη γλυκού νερού που την τροφοδοτούσε ένα υπόγειο ρεύμα.
Γνωρίζουμε ότι το 1867, όταν το κανάλι σκάφτηκε για πρώτη φορά, το νερό της λίμνης ήταν στάσιμο και μύριζε.
Και αυτό γιατί το υπόγειο ρεύμα είχε σταματήσει να ρέει στη λίμνη.
Το μπλοκάρισμα αυτού του υπόγειου ρεύματος και η στασιμότητα που προέκυψε, προκλήθηκε σχεδόν σίγουρα από τον ίδιο σεισμό του 1856. Σήμερα είναι μια λίμνη αλμυρού νερού.

 

Ο ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ ΑΠΑΝΩΣΗΦΗΣ

Το ξημέρωμα της Κυριακής 30 Σεπτεμβρίου γκρεμίστηκε από το σεισμό και η εκκλησία της μονής Αη Γιώργη Απανωσήφη. Ο Εμμ.Πετράκις στα «Κρητικά Χρονικά», τ.10, 1956, αναφέρει το περιστατικό και παρουσιάζει ένα αυτοκρατορικό φιρμάνι για την ανοικοδόμηση του ναού.
Όταν ο ναός της μονής κατέρρευσε, οι μοναχοί με αναφορά τους στη Υψηλή Πύλη, μέσω του Πατριαρχείου, ζήτησαν να τον ξαναχτίσουν.
Στις 5 Μαρτίου 1862 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι, απευθυνόμενο προς τον Καιμακάμη του Σαντζακίου Χάνδακος Τεβφίκ πασά, στον οποίο αναφερόταν:
«Επειδή μια ρωμαίικη εκκλησία κειμένη εις την επαρχία Μονοφατσίου, υπό το όνομα Άγιος Γεώργιος Απανωσήφη κατέρρευσε, λόγω του επισυμβάντος τελευταίως σεισμού. Επειδή υπεβλήθη αίτησις εκ μέρους των κατοίκων της, ητις προσήχθη εκ μέρους του Πατριαρχείου υπέρ ανεγέρσεως της ως έχει και εζήτησαν την έκδοσιν αυτοκρατορικής διαταγής (ρουχσάτ), χορηγείται η άδεια όπως ανοικοδομηθεί, εις ας διαστάσεις αναφέρεται και όπως ουδείς έξωθεν εμποδίση την ανέγερσίν της».
Για το σεισμό της 30 Σεπτεμβρίου 1856 υπάρχει ενθύμηση στον Κώδικα 10 της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων που αποτελεί μετόχι του Αγίου Όρους στις Μουρνιές Χανίων. Η ενθύμηση («Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών» έτος Θ’, 1932) η οποία ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 1500, αναφέρει:
«1856:Σεπτεμβρίου 30: Κυριακή ξημέρομα εις τας ενέα ωρας της Νυκτος εκαμε εναν τρομερον Σεισμόν και εβάσταξε εως τρια λεπτά, οσθε οπού το Καστρο το Μεγάλον δεν εμιναν παρα τριαντα τρι σπύθια γερα και εχάθησαν ανθρωποι χιλη πεντακοσι. Ομοιως και ενα χωρίον εβούλισε παντάπασης εις αυτο το μερος εις δε τα Χανιά εχάλασαν μερικά σπίθια και εκκλησίαις εχάλασαν και τζαμιά έπεσαν κατο και η αγια Μονή εν ταις Μουρνιαις εχάλασε και τα περισσοτερα σπίθια εράγισαν».
O Ελευθέριος Πλατάκης αναφέρει ότι ο Παπα Χατζής από το Καστέλλι της Φουρνής σημείωσε τα ακόλουθα στο εξώφυλλο ενός εκκλησιαστικού βιβλίου, της Οκτωήχου, της εκκλησίας του αναφέροντας τις 9 παρά τέταρτο ως ώρα που χτύπησε ο Εγκέλαδος. Χρησιμοποίησε δηλαδή την τουρκική ώρα που συμπίπτει με τις 2.45 π.μ. που έγινε η δόνηση.
«1856, Σεπτεμβρίου 30, ημέρα Κυριακή ξημέρωμα 9 παρά κάρτο έγινε ένας σεισμός και εχάλασε το Μεγάλο Κάστρο. Ολα τα σπίτια, μονάχα ολίγα εργαστήρια εμειναν και τα βασιλικά κονάκια όπου εράγισαν αλλά δεν έπεσαν.
Τα χωριά του Μαλεβυζού όλα τα περισσότερα και Γεράπετρο το Καστέλλι και το Κάτω Χωριό της Γεραπέτρου και τα περισσότερα χωριά και το Μεγάλο Μοναστήρι τα κελιά και το Κάτω Χωριό της Φουρνής και οι Λίμνες, το περισσότερο όμως και η ….επλακώθησαν άνθρωποι και στο Μεγάλο Κάστρο καθώς πληροφορούμεθα 500 και….εις δε τα άλλα χωριά του Κάστρου σαντζάκι άλλοι τόσοι και ο Θεός να φυλάττει τον κόσμον , αμήν».

 

ΟΙ ΜΟΥΡΕΛΟΣ, ΞΑΝΘΟΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΠΑΝΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΥ 1856

Ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Μουρέλος στην «Ιστορία της Κρήτης», τόμος 3ος, 1934, περιέγραψε τα του σεισμού, αναφερόμενος και στην παρουσία του τότε διοικητή Κρήτης, του Βελή πασά.
«Τότε ακριβώς, στις 30 Σεπτεμβρίου 1856, γίνηκε ο μεγάλος σεισμός της Κρήτης κι ο λαός εκτός από το θρήνο της καταστροφής του, θρηνούσε και τα μελλούμενα, γιατί για κακό και φρικτό οιωνό συνδυάζοντάς τον με τις διαθέσεις του Βελή πασά».
Και άλλοτε είχαν γίνει σοβαροί σεισμοί στην Κρήτη, όπως την εποχή του Νέρωνος το 66 μ.Χ., την εποχή του Δεκίου το 251μ.Χ που κατέστρεψαν πολλές πόλεις της Κρήτης , και περισσότερο απ’όλες την Κνωσό. Το 365 άλλος τρομερός σεισμός κατέστρεψε και αφάνισε ολόκληρες πολιτείες της Κρήτης. Και το 1303 και το 1508 έγιναν μεγάλοι σεισμοί.
Στον τελευταίο αυτό σεισμό όπως τον περιγράφει ο Δουξ της Κρήτης Ιερώνυμος Δονάτος σκοτώθηκαν 30.000 άνθρωποι. Τότε καταστράφηκε η Σητεία και η Ιεράπετρα κι εχάλασαν όλα τα σπίτια του Χάνδακα εκτός από πέντε.
Στο 1810, έγινε μεγάλος σεισμός κι εσκοτώθηκαν στο Ηράκλειο 3.000. Το 1856 την εποχή του Βελή πασά, πάλι το Ηράκλειο έπαθε τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως μας διηγείται ο ιστορικός Νικ.Σταυράκης που πληγώθηκε τότε παιδί ακόμα δέκα χρονών.
«Ένας θρήνος και μια ατέλειωτη οιμωγή ήταν ξεχυμένα στην πολιτεία και οι άνθρωποι τρελοί από πόνο και αγωνία, προσπαθούσαν σκάφτοντας και με τα νύχια τους ακόμα να ξεθάψουν τους δικούς των που άκουαν τις οιμωγές και τους στεναγμούς των κάτω από τα ερείπια, για να δουν αν θα τους πρόκαναν ζωντανούς.
Η τρομερή αυτή καταστροφή δεν είχε περιορισθεί μόνο στο Ηράκλειο. Έφερε μεγάλες καταστροφές σ’όλες τις πολιτείες και τα χωριά και η δυστυχία των ραγιάδων ευρήκε κι άλλο τρομερό παράγοντα στη στυγνή φτώχια που επακολούθησε».
Ο Στέφανος Ξανθουδίδης («Χάνδαξ-Ηράκλειον, ιστορικά σημειώματα», 1964), έγραψε για το φοβερό σεισμό:
«Η πόλις την πρωίαν της 1ης Οκτωβρίου 1856 ήτο άμορφος όγκος λίθων και ξύλων και χωμάτων και ευκολώτερον εβάδιζεν τις διά μέσου των οικιών παρά των οδών, αι οποίαι είχον σκεπασθή τελείως».
Μεγάλες ήταν οι καταστροφές και στα νησιά κοντά στην Κρήτη ενώ υπήρξαν και πολλοί νεκροί. Στη Ρόδο σκοτώθηκαν 60 άνθρωποι , στην Κάρπαθο 20, στη Σαντορίνη 6-7. Νεκροί υπήρξαν ακόμη στην Αμοργό, ενώ ο σεισμός έγινε αισθητός στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα τη Σμύρνη, τη Δαμασκό της Συρίας, την Αίγυπτο.
Στο Κάιρο 20 τζαμιά καταστράφηκαν, 200 σπίτια επλήγησαν και 10 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο κόσμος, από φόβο κοιμόταν έξω από τα σπίτια τους για αρκετές μέρες.
Η δόνηση έγινε επίσης αισθητή στις Συρακούσες και στη Σικελία όπου σημειώθηκαν κάποιες ζημιές. Καταστροφές υπήρξαν επίσης και στην Παλαιστίνη, όπου αναφέρθηκε μικρό κύμα «τσουνάμι» στα ανοιχτά των ακτών της Χάιφα και του Λιβάνου.
Ο σεισμός έγινε επίσης αισθητός στην περιοχή της Αδριατικής και στην Κύπρο.
Από τους επιφανείς Ηρακλειώτες που βοήθησαν τους πληγέντες της φοβερής αυτής καταστροφής ήταν ο Ανδρέας Καλοκαιρινός. Στα « Κρητικά Χρονικά » ο Στέργιος Σπανάκης αναφέρει : «… Υπέρ των θυμάτων του μεγάλου σεισμού της 30 Σεπτεμβρίου 1856, διέθεσεν εκ των αποθηκών του μεγάλην ποσότηταν ενδυμάτων, αλεύρου, ελαίου και οίνου, εκτός των χρημάτων , τα οποία διένειμε αυτοπροσώπως. Εκάλεσε τα πληρώματα των εν τω λιμένι ελληνικών πλοίων και ειργάσθησαν όλη την ημέραν υπέρ των παθόντων. Εχορήγησεν οικόπεδα και οικοδομήσιμον ξυλείαν δια την κατασκευήν παραπηγμάτων. Διενήργησεν έρανον μεταξύ των ανταποκριτών του, συλλέξας και άλλα χρήματα δια τους σεισμοπαθείς. Δεν διέφυγε την οξυδέρκειάν του, ούτε το ζήτημα της ρυμοτομίας της πόλεωνς, επ ευκαιρία των καταστροφών του σεισμού. Συνέστησεν εις τον τότε Νομάρχην Βελή Πασάν και εκάλεσεν τον Άγγλο αρχιτέκτονα Λιονέρ, προς εκπόνησιν νέου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως , το οποίον όμως δεν άφηκαν να εφαρμοσθή οι μωαμεθανοί κάτοικοι …»

 

ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΒΕΛΗ ΠΑΣΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ ΤΩΝ ΠΛΗΓΕΝΤΩΝ

Στις αναφορές για το σεισμό του 1856 από τον David Barchard, διαβάζουμε:
«Ο πληθυσμός ζει σε σκηνές και καλύβες που έχουν φτιαχτεί πρόχειρα. Πολλά από τα χωριά έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά».
Ο Βελή άνοιξε την έπαυλη του πατέρα του στα Περιβόλια, την πολυτελέστατη έπαυλη Selsebilia, ως Νοσοκομείο και κέντρο ανακούφισης τραυματιών.
Ο Lionel Woodward (ο Βρεττανός μηχανικός που είχε αναλάβει την κατασκευή του δρόμου από Χανιά προς Ρέθυμνο), βοήθησε στην κατασκευή καλυβών και στον καθαρισμό των σπιτιών που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και στην ανοικοδόμηση της πόλης.
«Ο Βελή Πασάς κάνει ό, τι αναμένεται να κάνει ένας ανθρώπινος και ευεργετικός άνθρωπος κάτω από τέτοιες συνθήκες», έγραψε ο άγγλος πρόξενος Ongley.
Tα στοιχεία φαίνονται αδιαμφισβήτητα ότι τα μεταρρυθμιστικά έργα του Βελή για την Κρήτη ήταν καλοπροαίρετα και ουσιαστικά.
Σε πιό ευτυχείς καιρούς ίσως να είχε μείνει στην ιστορία ως ένας εξαιρετικά επιτυχημένος και φωτισμένος διαχειριστής.
Ωστόσο, λιγότερο από τρία χρόνια μετά την άφιξή του, αναγκάστηκε να φύγει από το νησί.
Περισσότερες λεπτομέρειες για τις ενέργειες ανακούφισης των πληγέντων από το σεισμό του 1856 αναφέρουν οι Τούρκοι ιστορικοί και τις παραθέτουμε στη συνέχεια.
Στις 17 Ιουνίου 1857, ο Βελή ανακοίνωσε στους Χριστιανούς των Χανίων ότι είχε πάρει άδεια από τον Σουλτάνο για την ανέγερση μιας νέας εκκλησίας μαζί με τη χορήγηση 100.000 πιάστρων για το κόστος της. (Πρόκειται για τη σημερινή Ιερά Μητρόπολη).
Αυτή η ενέργεια βέβαια εξισορροπήθηκε με τη βοήθεια προς τους μουσουλμάνους της Κρήτης για την οικοδόμηση τζαμιών, αν και το τζαμί του Βελή Πασά στο Ρέθυμνο πήρε το όνομά του από ένα προκάτοχό του τον 18ο αιώνα.
Ο Βελή επέτρεψε επίσης σε 210 Χριστιανούς προσκυνητές να χρησιμοποιήσουν ένα πλοίο του οθωμανικού ναυτικού για να ταξιδέψουν στην Παναγία της Τήνου. Ο παπούς του, να θυμήσουμε, ήταν ορθόδοξος ιερέας.
Κατά τoν τέταρτο μήνα της παραμονής του Βελή στο νησί, το Hatt-ı hümâyun ανακηρύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στις 18 Φεβρουαρίου 1856. Ένα διάταγμα το οποίο παρείχε πλήρη νομική και θρησκευτική ισότητα σε όλους τους Οθωμανούς πολίτες και ήταν μια απόκλιση από όλες τις προηγούμενες ισλαμικές κρατικές πρακτικές.

 

ΤΟ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ

Ο Παύλος Γ. Βλαστός γεννήθηκε στο Βυζάρι Αμαρίου το 1836 και πέθανε το 1926. Ήταν απόγονος της γνωστής Ενετικής οικογένειας των Βλαστών .
Υπήρξε σπουδαίος λόγιος και ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη λαογραφία της Κρήτης. Συνέγραψε την λαογραφική του συλλογή σε 93 τόμους η οποία δωρήθηκε από τους κληρονόμους του στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης το 1963.
Ο Παύλος Βλαστός στο πλαίσιο της πολισχιδούς δραστηριότητας συνέγραψε και το Σεισμολόγιο Κρήτης.
Το Σεισμολόγιο Κρήτης αποτελεί συλλογή πληροφοριών για τους σεισμούς που έγιναν στην περιοχή της μεγαλοννήσου και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου από την αρχαιότητα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, συγκεκριμένα μέχρι το 1926.
Το Σεισμολόγιο αυτό είναι χειρόγραφο, εκτενέστατο , χρονολογικά οργανωμένο και συχνά λεπτομερές.
Εκτός από σεισμούς , ακόμη αναφέρεται και σε άλλα φυσικά φαινόμενα, όπως εμφάνιση κομητών, καιρικά φαινόμενα όπως πλημμύρες κατολισθίσεις και εκρήξεις ηφαιστείων.
Οι σεισμολογικές πληροφορίες που συνέλεξε ο Π.Βλαστός προέρχονται από ιστορικά κείμενα και βιβλία, άρθρα και ειδήσεις που δημοσιέυτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες, από διηγήσεις συγχωριανών του αυτοπτών μαρτύρων, αλλά και από την προσωπική του εμπειρία.
Το γεγονός ότι ο Π.Βλαστός αναφέρει τις πρώτες δημοσεύσεις του Perrey, δείχνει ότι είχε καλή πρόσβαση σε πηγές της εποχής του.
Σχεδόν το σύνολο των συμβάντων που περιγράφει ο Π.Βλαστός χρονολογούνται με βάση το παλιό (Ιουλιανό) Ημερολόγιο παρά το γεγονός ότι το νέο(Γρηγοριανό) Ημερολόγιο καθιερώθηκε στην Ευρώπη το 1582.
Αυτό οφείλεται στο ότι το Νέο Ημερολόγιο καθιερώθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1918.
Το Σεισμολόγιο Κρήτης ξεκινά με τον τίτλο Σεισμοί εν Κρήτη π.Χ. Ακολουθεί σύντομη μυθολογική και ιστορική αναδρομή από την Κοσμογονία το 5. 508 π.Χ. μέχρι τη μάχη των Θερμοπυλών το 481 π.Χ.
Για το σεισμό του 1856 αναφέρει:
«1856 Σεπτεμβρίου 29 προς την 30 ώραν 2 40/60 μετά μεσονύκτιον. Ο μέγας σεισμός του έτους 1856. Ο μέγας σεισμός αφήσας εποχήν δια την Κρήτη ιδίως εν Ηρακλείω και των πέριξ αυτού επαρχιών υπήρξε καταστρεπτικότατος.
Ο σεισμός ούτος εκραγείς εν Κρήτη την 29 Σεπτεμβρίου (12 Οκτωβρίου) ημέραν Σάββατον προς την Κυριακήν και ώρα 2 και 40/60 μετά μεσονύκτιον, υπήρξεν τοσούτον βίαιος, ώστε εκρίμνησεν 6.512 οικίας , έβλαψε δε διαρραγείσας 11.317, μεταξύ των οποίων 48 εγένοντο παρανάλωμα του πυρός εκραγέντος εν Ηρακλείω εις το κέντρον της αγοράς(Αχτάρικα) εκ της συντριβής κηρίων ευρεθέντων εις τας καταπεσούσας οικοδομάς , 538 άνθρωποι εφονεύθησαν και 637 επληγώθησαν κατά το μάλλον ή ήττον βαρέως.
Όλαι αι οικίαι της πόλεως Ρεθύμνης εβλάφθησαν σημαντικά και εις τας επαρχίας, ουδείς όμως εφονεύθη.
Εν Χανίοις προσεβλήθησαν όλαι αι οικίαι, αλλ’ ολίγαι μόνον εκρημνήσθησαν. Οι στρατώνες(Ενετικοί όντες) και το Νοσοκομείον εβλάφθησαν σημαντικά καθώς και το μεγάλο Τέμενος το οποίον εσκόπευον να ανοικοδομήσωσι φοβούμενοι την κατάπτωσιν αυτού.
Και εντός μεν της πόλεως των Χανίων επληγώθησαν τινές, εκτός όμως και εφονεύθησαν.
Εν Ηρακλείω και τας παρακειμένας αυτώ επαρχίας, η καταστροφή υπήρξε, καθώς συνήθως , μεγαλυτέρα ή αλλαχού.
Κατά την γενομένην του 1855 απαρίθμησιν τα τείχη του Ηρακλείου περιέκλειον 3.620 οικίας, εξ ων μόνον 18 δεν εκρημνήσθησαν εκ του σεισμού και ηδύναντο να κατοικηθώσιν.
Το εν αυτώ σεράγιον του Μουσταφά πασσά ωκοδομημένον από ξυλείαν, δεν εβλάφθη παντάπασιν και αμέσως μετεβλήθη εις Νοσοκομείον. Πολλαί εκ των 1314 αποθηκών (καταστημάτων, μαγαζίων) ωκοδομημέναι ωσαύτως με ξυλείαν, διεσώθησαν.
Την 1 Οκτωβρίου ε.ε. αι συνοικίαι του Ηρακλείου παρίστων εν συνόλω σορόν ερειπίων, σειγκείμενον εκ πετρών, κόνεως και σανίδων, και ένθεν και ένθεν των οδών, κρημνησθείσαι επ’ αλλήλων οικίαι, εσχημάτιζον υψώματα όμοια με προμαχώνες.
Η παλαιά μητρόπολη των Ενετών, κειμένη προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως, πλησίον του τείχους , διασώζουσα προ του σεισμού τούτου τους τέσσαρας τοίχους της δύο μέτρων πάχους , ομοίους των κυκλωπείων δια το μέγεθός των εξ ων συνίστατο γιγαντοδών λίθων, εκρημνήσθη κατά το ήμισυ, σχηματίσσασα ρήγμα κολοσσιαίον και καλύψασα δια των ογκωδών αυτής λιθάκων, επέκεινα των εκατόν βημάτων απόστασιν.
Ο αριθμός των φονευθέντων εν τη πόλει του Ηρακλείου, υπήρξε πολύ ανώτερος των πληγωμένων, διότι αι παχείαι και βαρύταται κλήραι δι’ων συνήθως σκεπάζουσι τας οικίας εν Κρήτη, εφόνευον εντελώς, οιονδήποτε επρόφθανον , πίπτουσαι.
Τα εις τους πρόποδας της Ίδης ανατολικώς κείμενα χωρία Καλέσια, Πετροκεφάλι, Πενταμόδι, Άγιος Μύρων, Σταυράκια και Βρυσίδι, κατεστράφησαν σχεδόν ολοτελώς, εν Βούταις, δεν έμεινε μια οργιά τοίχος υψηλότερος ενός μέτρου υπεράνω της γης (όλη η περιφέρεια του χωρίου τούτου είναι λευκόγειος από άσπρουγα –κιμωλία γη) 42 δε άνθρωποι εφονεύθησαν εις το χωρίον τούτο.
Προς τα όρη του Λασιθίου (Δίκτη), η ζημία ήτο ολιγωτέρα, ενώ εις τας επαρχίας Μεραμπέλου και Ιεραπύτνας η καταστροφή υπήρξεν επίσης μεγάλη(«Ραδάμανθυς 27 Φεβρ. 1865 αριθ. 89)
Και ο εν Θήρα κ.Ιω.Κιγάλλας την αυτήν ώραν και λεπτό προσδιορίζει την αρχήν του σεισμού ώραν 2 και 40/60 μετά το μεσονύκτιον του Σαββάτου προς την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου διαρκεσας υπέρ τα δύο λεπτά της ώρας, ου αι οριζόντιοι δονισμοί διευθύνοντο από το βορειοανατολικόν προς το νοτιοδυτικόν (Νέα Πανδώρα τομ. Ζ’, σελ. 351)
Βορειότερον της πύλης του τοίχους του λαζαρέτου λεγομένης, επί της θέσεως ένθα ανοικοδομήθη νυν το αρχαιολογικόν Μουσείον.
Η περίβλεπτος αύτη Εκκλησία μετά την άλωσιν του Χάνδακος υπό των Τούρκων μετεποιήθη εις Τέμενος μουσουλμανικόν ονομασθέν «Χουγκιάρ Τζαμησί», ο ναός του Αγίου Φραγκίσκου κτισθείς υπό του Πάπα».
Ο σεισμός αυτός ήταν πολύ μεγάλου μεγέθους και ενδιαμέσου βάθους . Ισοπέδωσε το Ηράκλειο όπου προκάλεσε εκατοντάδες θυμάτων και έγινε έντονα αισθητός μέχρι τη Μάλτα σε επικεντρική απόσταση περίπου 1000 km.
Ο Παπαδόπουλος(2011) ανέλυσε διεξοδικά τις πάμπολλες πηγές που παρέχουν πληροφορίες γι’ αυτον το σεισμό που υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς σεισμούς της Μεσογείου.
Ο Π. Βλαστός παραθέτει περιγραφή του σεισμού που είναι παραπλήσια με εκείνη του Ν.Σταυράκη (1890), την οποία δεν αποκλείεται να αντέγραψε με μικρές διαφοροποιήσεις.
Προσθέτει, όμως, και ορισμένες νέες πληροφορίες.
Από την άλλη μεριά πρέπει να σημειωθεί ότι κάνει λάθος στην ημερομηνία του σεισμού.
Η ορθή ημερομηνία είναι 30 Σεπτεμβρίου /12 Οκτωβρίου του 1856 με το παλιό και το νέο ημερολόγιο αντίστοιχα.

 

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥΡΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΤΟΥ 1856

Στη μελέτη των Τούρκων ιστορικών Nukhet και Nuri Adiyeke, “1856 Girit Depremi”, (ο σεισμός του 1856 στην Κρήτη), μας μεταφέρουν αξιόλογες πληροφορίες από δύο έγγραφα που εντόπισαν στα Οθωμανικά Αρχεία της Πρωθυπουργίας(ΒΟΑ), που περιέχουν μεγάλο αριθμό με αναλυτικούς πίνακες των καταστροφών σε όλο το νησί, αλλα και από τα βιβλία του Νοσοκομείου Μεμλεκέτ του Ηρακλείου, που αναφέρουν τους τραυματίες.
Ένα από αυτά τα έγγραφα αναφέρει τα κατεστραμμένα κτήρια των Χανίων και του Ηρακλείου και επίσης καταγράφονται οι νεκροί, οι τραυματίες και οι υπόλοιπες ζημιές.
Ακόμη, μας μεταφέρουν τις σημαντικές πληροφορίες του Hafiz Nuri Efendi, δικαστή στην Κρήτη εκείνη την περίοδο.
Συγκεκριμένα αναφέρουν:
«Στις 12 Οκτωβρίου 1856, τα μεσάνυχτα, μεγάλος σεισμός ταρακούνησε την Κρήτη. Αργότερα οι κατάλογοι κατέγραψαν αυτόν το σεισμό ως πολύ καταστροφικό.
Εκτιμάται ότι ήταν μεγέθους 8,1 ή 8,2 Ρίχτερ. Αυτός ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στο ανατολικό τμήμα του νησιού και ειδικά στην περιοχή του Ηρακλείου.
Η Σητεία καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Το Ρέθυμνο και τα Χανιά επιρρεάστηκαν λιγότερο.
Εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν.
Μετασεισμοί και πυρκαγιές που κράτησαν μήνες μετά το σεισμό κατέστρεψαν πολλά καταστήματα και χώρους εργασίας.
Σημαντικά έργα αρχιτεκτονικής υπέστησαν επίσης ζημιές.
Μετά την καταστροφή, οι αρχές κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να επουλώσουν τις πληγές και να ξαναχτίσουν το Μεγάλο Κάστρο».
Αναφορά ακόμη γίνεται και για παλαιότερους μεγάλους σεισμούς στην Κρήτη :

«Την πρώτη χιλιετία π.Χ. σημειώθηκαν δέκα μεγάλοι σεισμοί και τη δεύτερη χιλιετία μ.Χ. δέκα τρείς.
Στα μέσα του 17ου αιώνα, το 1662 και το 1665, όσο συνεχιζόταν ο Κρητικός Πόλεμος, σημειώθηκαν δύο ισχυροί σεισμοί στο νησί.
Μετά την Οθωμανική κατάκτηση, ο σημαντικότερος σεισμός έγινε το 1681, την 1η Ιανουαρίου και κατέστρεψε τη βορειοανατολική Κρήτη.
Σε αυτό το σεισμό, το ένα τρίτο του Ηρακλείου καταστράφηκε και περισσότεροι από 3.400 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 2.400 τραυματίστηκαν, οι 600 σοβαρά.
Ομοίως, το 1717 , στα δυτικά της Κρήτης έγινε μεγάλος σεισμός που προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές σε πολλές περιοχές.
Επίσης, τον Δεκέμβριο 1769, μεγάλο μέρος του κάστρου του Ηρακλείου υπέστη ζημιές.
Ο τελευταίος μεγάλος σεισμός του αιώνα συνέβη στα τέλη Οκτωβρίου 1780.
Αυτός ο σεισμός προκάλεσε ζημιές στο κάστρο της Σπιναλόγκας και κατέστρεψε την Ιεράπετρα και στοίχισε τη ζωή πάνω από 2000 ανθρώπων.
Το 1810 η Κρήτη θα πληγεί δύο φορές από δυνατούς σεισμούς και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο.
Στο σεισμό αυτό, τα τζαμιά του Σουλτάνου Ιμπραήμ Μεχμέτ στο Μεγάλο Κάστρο, του Φαζίλ Αχμέτ Πασά, του Ζουλφικάρ Πασά, του Ντεφτερντάρ Αχμέτ Πασά, του Αμπντουραχμάν Πασά, του Ελ Χάτζ Μεχμέτ Πασά υπέστησαν ζημιές και καταστράφηκαν μιναρέδες.
Επιπλέον, σωλήνες υδραγωγείων που μετέφεραν νερό στην πόλη, οι τοπικοί στρατώνες των γενιτσάρων , το οπλοστάσιο και αποθήκες πυρομαχικών, υπέστησαν μεγάλες ζημιές.
Τείχη της πόλης και πολλά σπίτια και μαγαζιά καταστράφηκαν σ’ αυτό το σεισμό.
Πολλοί από τους επιζώντες σκοτώθηκαν από το μετασεισμό την επόμενη μέρα. Πάνω από 1000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Ηράκλειο. Οι υπόλοιποι έφυγαν από φόβο από την πόλη και ζούσαν σε χωράφια, ενώ είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν και τον βαρύ χειμώνα.
Από την άλλη προσπαθούσαν να βρούν τους νεκρούς συγγενείς τους κάτω από τα ερείπια για να τους θάψουν.
Επίσης οι περιοχές Καινούριου, Μαλεβιζίου, Πυργιωτίσης, ήταν σε παρόμοια κατάσταση. Πολλοί άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και εκεί.
Στον Κάμπο της Μεσσαράς τα σπίτια σε 17 χωριά ισοπεδώθηκαν.
Οι σεισμοί του 1814 και 1815 δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυροί και προκάλεσαν μικρές ζημιές στο νησί. Στην Ιεράπετρα η εκκλησία της Παναγίας υπέστη ζημιές και καταστράφηκε ο μιναρές του τζαμιού.
Οι άλλο σεισμοί του 19ου αιώνα έγινα το 1862 και το 1887 και φυσικά το 1856 που εξετάζουμε.
Οι Ambraseys και Finkel δήλωσαν ότι ο σκοπός των εγγράφων που σχετίζονται με το σεισμό, ήταν οικονομικά προβλήματα.
Αναφέρουν ότι υπάρχουν ζητήματα όπως η επισκευή και ανακατασκευή κατεστραμμένων οικοδομημάτων , ο διοικητικός τρόπος και ο προγραμματισμός των χρημάτων που διατέθηκαν.
Στα μητρώα της σαρία του ιεροδικείου, δεν μας παρέχουν πολλές πληροφορίες για το θέμα αυτό. Για το σεισμό του 1856 δεν βρέθηκε καμιά πληροφορία.
Παρά τον εκσυγχρονισμό των οθωμανικών διοικητικών οργάνων του 19ου αιώνα, η παραδοσιακή στάση στη νοοτροπία του δεν μπορούσε να αλλάξει την ερμηνεία του σεισμού.
Τονίζεται ιδιαίτερα ότι ο σεισμός είναι σοφία του Αλλάχ . Στην πραγματικότητα ο Hafiz Nuri δήλωσε ακόμη ότι οι άνθρωποι ενός από τα κατεστραμμένα χωριά ήταν αποστάτες και έτσι τιμωρήθηκαν με αυτόν τον τρόπο.
Η Σητεία είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Το Ρέθυμνο και τα Χανιά επλήγησαν λιγότερο.
Εκτός από τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κάσο, ο σεισμός αυτός έγινε αισθητός στην Κω , ακόμη και στο Αιδίνι.
Και ακόμη στην Αίγυπτο, στην Κύπρο και σε περιοχές της Ιταλίας.
Ο σεισμός διήρκεσε για περισσότερο από δύο λεπτά.
O Hafiz Nuri Efendi αναφέρει ότι οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν για περισσότερο από επτά μήνες.
Τις καταστροφές του σεισμού συμπλήρωσαν οι πυρκαγιές που αύξησαν και τις απώλειες των ζωών.
Στη φωτιά που ξέσπασε στον πρώτο μεγάλο σεισμό, κάηκαν σπίτια και μύλοι.
Τα σπασμένα μπουκάλια με τα λάδια και τα ποτά που χύθηκαν μετά το σεισμό, βοήθησαν στην εξάπλωση της φωτιάς και κάηκε ολοσχερώς η αγορά Ατταρλάρ.
Οι πυρκαγιές συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια των μετασεισμών. Το βράδυ της Τετάρτης 6 Μαίου 1857 στις 3.30 μ.μ. εκδηλώθηκε φωτιά στη στέγη του τμήματος του κυβερνητικού μεγάρου ‘οπου βρίσκονταν το οικονομικό γραφείο, το δικαστήριο και τα γραφεία του Ταμείου Eytam.
Στην κατάσβεση της φωτιάς στρατιώτες επενέβησαν άμεσα, όμως το κτήριο και κάποια επίσημα έγγραφα καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η κατάσβεση ήταν δύσκολη λόγω του δυνατού αέρα.
Την ίδια περίοδο είχε καεί πολλές φορές το κυβερνητικό κτήριο του Ηρακλείου, Σε μια από αυτές τις πυρκαγιές κάηκε και η ξυλεία που είχε σταλεί για την ανοικοδόμηση της πόλης.
Όπως μπορούμε να καταλάβουμε, επικράτησε μεγάλος φόβος και πανικός. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Nuri Efendi, οι δυο γιοί του έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο ενώ κατέβαιναν τις σκάλες για να γλυτώσουν καθώς είχαν σβήσει οι λάμπες και δεν ήταν εύκολο να κινηθούν στο σκοτάδι.
Εκτός από τις ανεπάρκειες, οι μετασεισμοί και οι χειμερινές συνθήκες, προκάλεσαν προβλήματα που διήρκεσαν για μήνες.
Όπως αναφέρει ο Hafiz Nuri Efendi, λίγες εβδομάδες μετά το σεισμό, η απώλεια του πληθυσμού ήταν μεγάλη. Πάνω από 2000 άνθρωποι παρέμειναν κάτω από τα ερείπια στο Ηράκλειο και τα γύρω χωριά.
Για το Ηράκλειο λέει ότι υπάρχουν περισσότεροι από 400 τραυματίες .
Ωστόσο, μετά από αίτημα για καταμέτρηση του κυβερνήτη Βελή Πασά, αναφέρθηκε ότι δεν υπήρξαν θύματα στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, μόνο τραυματίες στα Χανιά, και ότι υπήρχαν πολλά θύματα και τραυματίες στο Ηράκλειο.
Ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών αυξανόταν μέρα με τη μέρα . Στην τελική καταμέτρηση δέκα άτομα έχασαν τη ζωή τους στα Χανιά και 527 στο Ηράκλειο.
Εκτός από την πόλη του Ηρακλείου, αξιοσημείωτες είναι και οι απώλειες ζωών στις περιοχές Μαλεβιζίου, Πεδιάδος και Μεραμβέλου.
Ο αριθμός των τραυματιών στην πόλη του Ηρακλείου έφτασε τους 629.
Πολλοί άνθρωποι έμειναν άστεγοι σε πόλεις και χωριά. Ο Hafiz Nuri Εfendi αναφέρει ότι δύο ή τρία χωριά στο Ηράκλειο καταστράφηκαν και δεν έμειναν ούτε τα ίχνη τους . Δήλωσε επίσης ότι η θάλασσα σκέπασε τα μέρη που ήταν αυτά τα χωριά και ότι ένας χιλιόχρονος πλάτανος είχε εξαφανιστεί.
Παρομοίως ο Παπαζάχος λέει ότι μια τοποθεσία στην Κίσσαμο ήταν βυθισμένη στο νερό, ακόμη και μια μυρωδιά θείου αναφέρθηκε εδώ.
Αυτά υποδηλώνουν ότι σημειώθηκε τσουνάμι μικρής κλίμακας. Σύμφωνα με τις μελέτες ανίχνευσης που έγιναν στο πρώτο στάδιο, ο συνολικός αριθμός των κατεστραμμένων σπιτιών δίνεται στον παρακάτω πίνακα

Κατοικημένη περιοχή
Πόλη Ηρακλείου 2.090
Δήμοι και χωριά Ηρακλείου 3.426
Πόλη Χανίων 48
Δήμοι και χωριά Χανίων 107
Σύνολο 5.671

Από τα αρχεία του Νοσοκομείου Μεμλεκέτ του Ηρακλείου( Kandiye Memleket Hastanesi), μεταξύ 11-24 Εββέλ (23 Οκτωβρίου-5 Νοεμβρίου 1856) διαβάζουμε:
«Τραυματισμός ή κάταγμα στο πόδι παρατηρήθηκε σε 25 ασθενείς , εξάρθρωση ή κάταγμα ισχίου σε 3, 17 τραυματίστηκαν στο κεφάλι , ενώ 25 τραυματίστηκαν στην κοιλιά, τη μέση, το στήθος ή την πλάτη.
Εννέα είχαν κατάγματα και τραύματα στα χέρια. Ακόμη, 10χρονο αγόρι αναφέρθηκε ότι υπέφερε από το σεισμό, ενώ μια εικοσάχρονη έγκυος απέβαλε το μωρό της από το φόβο.
Μια γυναίκα από τις Αρχάνες με σπασμένο γόνατο έπαθε γάγγραινα, μια άλλη με σπασμένο πόδι και ένα αγόρι μουσουλμάνος τραυματίστηκε στο κεφάλι και έπαθε τέτανο. Και οι τρείς πέθαναν αργότερα».
Σε πυρκαγιές που ξέσπασαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές σημειώθηκαν τραυματισμοί με ελαφρά ή σοβαρά τραύματα.
Στο Ηράκλειο λειτουργούσαν δύο Νοσοκομεία, το Memleket Hastanesi και το Asakir-I Nizamiye Hastanesi. Αυτά είχαν μόνο μικρές ζημιές και παρέμειναν σχεδόν άθικτα.
Επιπλέον, η ξύλινη έπαυλη που ανήκε στον Μουσταφά Πασά, πατέρα του κυβερνήτη Κρήτης Βελιουντίν Πασά, μετατράπηκε προσωρινά σε νοσοκομείο γιατί δεν είχε υποστεί ζημιές από το σεισμό.
Ο κάτω όροφος προσφέρθηκε για τους στρατιώτες, ο μεσαίος και ο επάνω όροφος για τους πολίτες.
Στην περίθαλψη των τραυματιών συμμετείχαν έθελοντικά όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί γιατροί της Κρήτης. Ακόμη, κάποιοι γιατροί επισκέφτηκαν πληγέντα χωριά και προσπάθησαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους τραυματίες επί τόπου.
Ένας γιατρός, ο Monsieur Edran, ήρθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη με πλοίο που μετέφερε βοήθεια στην Κρήτη, για να φροντίσει τους τραυματίες».
Όπως μπορούμε να καταλάβουμε, οι άμεσες ανάγκες των πληγέντων ήταν η στέγαση και η διατροφή.
Συνολικά 22 χωριά υπέστησαν ζημιές στην περιοχή της Σητείας και 24 στην περιοχή του Μεραμβέλου.
Στην πόλη του Ηρακλείου ακόμη καταστράφηκαν αγωγοί μεταφοράς νερού και φούρνοι και ο κόσμος πεινούσε και διψούσε. Μόνο 5 από τους 24 φούρνους που λειτουργούσαν στο Ηράκλειο σώθηκαν.
Ακόμη, τα υπάρχοντα σιτηρά παρέμεναν κάτω από τα ερείπια και οι μύλοι για την επεξεργασία νέου αλευριού καταστράφηκαν.
Για να εξαλειφθεί η έλλειψη ψωμιού, ο κυβερνήτης Βελιουντίν Πασάς έφερε ψωμί και παξιμάδια από τα Χανιά και τα μοίρασε στον κόσμο. Αμέσως άρχισε η επισκευή των αρτοποιείων.
Ακόμη παρατηρήθηκε ότι πολλά ελαιοτριβεία σε αγροτικές περιοχές είχαν υποστεί ζημιές.
Με όλα αυτά, εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είχε σταματήσει σχεδόν εντελώς η οικονομική ζωή στα μέρη που επλήγησαν.
Ζημιές υπήρξαν ακόμη και στη κτηνοτροφία, ένας σημαντικός οικονομικός τομέας στο νησί.
Καταγράφηκε ότι χαθηκαν συνολικά 342 βοοειδή, 171 στο Ηράκλειο, 126 στο Μαλεβίζι και 45 στην περιοχή Πεδιάδος.
Αυτός ο σεισμός άφησε χιλιάδες ανθρώπους άστεγους και ταυτόχρονα προκάλεσε την οικονομική τους καταστροφή.
Η εμπορική ζωή είχε σχεδόν σταματήσει και έχουν εμφανιστεί σοβαρά προβλήματα στην παραγωγή σε κάθε τομέα.
Σε αυτό το σημείο, ένα από τα σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίστηκε στη φορολογία. Μέρος της οικονομικής επιβάρυνσης του σεισμού αφαιρέθηκε από τις δεκάτες που δεν είχαν εισπραχθεί ακόμη.
Το πρόβλημα παρουσιάστηκε ένα χρόνο αργότερα γιατί μετά την καταστροφή δεν ήταν εύκολο να μαζευτούν ποσά από τη φορολόγηση.
Οι αγρότες που δανείζονταν με τόκο 12 τοις εκατό αδυνατούσαν να πληρώσουν με αποτέλεσμα σε πολλες περιπτώσεις να εκποιείται η περιουσία τους.
Σημαντικά δημόσια κτήρια, σχολεία, τζαμιά, μοναστήρια, υπέστησαν επίσης ζημιές από το σεισμό.
Για τα Χανιά αναφέρθηκε ότι κατεδαφίστηκαν περίπου 25 από τα παλιά κτήρια. Στο Ρέθυμνο καταστράφηκαν 17 τζαμιά, ένα οίκημα, πολλά σπίτια και καταστήματα.

 

ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ

Κατ’ αρχήν παρενέβησαν οι τοπικοί διαχειριστές και έδωσαν κάποιες λύσεις στα προβλήματα.
Εδώ να θυμίσουμε ότι 6 χρόνια πριν από το σεισμό, το 1850, η πρωτεύουσα του νησιού είχε μεταφερθει από το Ηράκλειο στα Χανιά.
Ο Βελή Πασάς έλαβε 750 σκηνές, λίγη ξυλεία, αλεύρι και παξιμάδια καθώς και ιατρικές προμήθειες που μπόρεσε να προμηθευτεί από την Κωνσταντινούπολη.
Φτάνοντας στο Ηράκλειο, ο κυβερνήτης φρόντισε να στηθούν σκηνές σε κατάλληλα σημεία.
Κατά τη δεύτερη επιθεώρησή του στην πόλη, ο κυβερνήτης είδε ότι ο κόσμος ήταν σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο στις σκηνές και κάποιοι εξακολουθούσαν να μένουν στην ύπαιθρο.
Με την ξυλεία ξεκίνησε γρήγορα η κατασκευή 16 στρατώνων, Στους σεισμόπληκτους μοιράστηκαν ψωμί και παξιμάδια που έφεραν από τα Χανιά και τα οποία μοιράζονταν καθημερινά.
Ο Βελή Πασάς ανέφερε συχνά τις ενέργειές του και τις εξελίξεις στην Κρήτη στον Σουλτάνο και εξήγησε ξεκάθαρα τις ανάγκες που είχαν προκύψει προς την κεντρική διοίκηση.
Ο Σουλτάνος Αμπντουλμεσίτ απάντησε στον Βελή Πασά γράφοντας ότι εκτιμούσε τις προσπάθειές του. Κατά καιρούς ο Σουλτάνος έστελνε συγκινητικές επιστολές και προς τους πολίτες, δηλώνοντας ότι τους νοιάζεται.
Η κεντρική βοήθεια έπρεπε να σταλεί σε δύο δόσεις. Η πρώτη σαν έκτακτη ανάγκη και η δεύτερη σαν μακροπρόθεσμη βοήθεια.
Κατ’ αρχάς ο Σουλτάνος έστειλε 1000 σάκους με χρήματα και 150.000 kiye (192.420 κιλά) αλεύρι και παξιμάδια για τους πληγέντες και ακόμη ξυλεία για τις πρώτες ανάγκες.
Για την προετοιμασία και αποστολή του υλικού ορίστηκε υπεύθυνος ο Πρέσβης της Αθήνας Χαλήλ Μπέης.
Στις έγγραφες διαταγές τονιζόταν ότι ο περιφερειάρχης Κρήτης έπρεπε να μοιράσει με τον καλύτερο τρόπο τη βοήθεια αυτή.
Τρία πλοία ναυλώθηκαν για την αποστολή της βοήθειας. Τις επόμενες μέρες κατέφθασε κι άλλη βοήθεια.
Ακόμη, από την Αττάλεια και από την Κύπρο στάλθηκαν σιτηρά και ξυλεία για βοήθεια των σεισμόπληκτων της Κρήτης και ακόμη 100.000 γρόσια έστειλε η Κύπρος.
Εκτός από τη βοήθεια της Κωνσταντινούπολης και άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας, φαίνεται ότι ενεργοποιήθηκαν και οι ίδιοι οι πόροι του νησιού.
Οι στρατώνες κατασκευάστηκαν φέρνοντας ξυλεία, καρφιά και άλλα υλικά και εργάτες και μαστόρους από τα Χανιά και το Ρέθυμνο.
Μερικοί άνθρωποι τοποθετήθηκαν σε 22 στρατώνες οι οποίοι χτίστηκαν με συνολικό κόστος 70.000 γρόσια, με κόστος υλικών , μεταφοράς και εργασίας.Συνολικά ο αριθμός τους έφτασε τους 38.
Λόγω του χειμώνα, ο κόσμος χρησιμοποίησε σημαντικό μέρος των οικονομικών ενισχύσεων για την επισκευή των σπιτιών του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο σφοδρός σεισμός στα μέσα Οκτωβρίου 1856 δυσκόλεψε πολύ τη ζωή των ανθρώπων στην Κρήτη μέχρι το καλοκαίρι του 1857 με τους μετασεισμούς του.
Εκατοντάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν, εκατοντάδες τραυματίστηκαν και χιλιάδες έμειναν άστεγοι, και χωρίς φαγητό.
Το κάψιμο των καταστημάτων και των χώρων εργασίας και η καταστροφή προιόντων αύξησαν αναμφίβολα τις δυσκολίες.
Αν και δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες στις πηγές, σε αρκετές περιπτώσεις η λεηλασία που ακολούθησε έκανε τη ζωή των ανθρώπων ακόμη πιο δύσκολη.
Η μεγάλη καταστροφή που συνέβη στην Κρήτη, που βρισκόταν εν μέσω πολιτικών συγκρούσεων, έδωσε ένα διάλειμμα σε όλους τους πολιτικούς υπολογισμούς και τις συγκρoύσεις ταυτότητας.
Η χρηματοδότηση παρέμεινε ένα πρόβλημα και ο Βελή Πασάς εξέτασε τροποποιήσεις στη δεκάτη.
Η δεκάτη θεωρήθηκε ως ένας από τους κύριους λόγους για τη μείωση του πληθυσμού και την υστέρηση της οθωμανικής υπαίθρου.
Ο Βελή Πασάς αποφάσισε να επιβάλλει νέους φόρους, το φόρο του αχύρου και το φόρο των αιγοπροβάτων.Αυτό δημιούργησε αντιδράσεις και από τις δύο κοινότητες.Ακόμη, για τους Χριστιανούς που δεν επιθυμούσαν να καταταγούν στο στρατό, επέβαλε το bedel, με χρέωση 5.000 πιάστρων.
. Το καλοκαίρι του 1858 έχουμε άλλη μια εξέγερση στην Κρήτη η οποία οδήγησε στην καθαίρεση του Οθωμανού Κυβερνήτη Βελιουτίν Ριφάτ Πασά (Βελή Πασά)
Η εξέγερση αυτή υπογράμμιζε τα διλήμματα που αντιμετώπιζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Επίσης, εκτός από τις αναταραχές του 1858 στο νησί, η ήττα του Κριμαικού πολέμου, αντανακλούσε μια γενικότερη Οθωμανική αποτυχία.
Μετά το 1858 το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μετατοπίστηκε. Οι νεοεμφανιζόμενες Χριστιανικές εμπορικές οικογένειες άρχισαν να κυριαρχούν στην επιχειρηματική ζωή του νησιού.
Όπως και ο πατέρας του, ο Βελή Πασάς γνώριζε καλά την επισφάλεια της οθωμανικής εξουσίας στο νησί. Όμως, όπως θα αποδείκνυαν τα γεγονότα, υποτίμησε το πόσο εύθραστη ήταν.
Επίσης, μετά το Χάτι Χουμαγιούν, ο Βελή Πασάς υποτίμησε τα προβλήματα που θα δημιουργούσε η επιβολή της ισότητας.
Έφυγε από το νησί άδοξα εν μέσω της σκληρής εχθρότητας του χριστιανικού πληθυσμού, της ενεργούς αντιπολίτευσης των περισσότερων ξένων Πρόξενων και μιάς διαμάχης με τους Οθωμανούς αξιωματούχους, που είχαν σταλεί να τον αντικαταστήσουν.

– Ιωάννη Μουρέλου, «Ιστορία της Κρήτης», τόμος 3ος, 1934
– Στέφανου Ξανθουδίδη, «Χάνδαξ-Ηράκλειον, ιστορικά σημειώματα», 1964
– Γεράσιμου Παπαδόπουλου, «Το Σεισμολόγιο Κρήτης του Παύλου Βλαστού», Αθήνα, 2013
– Nικόλαου Σταυράκη, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης, Αθήνα 1890
– Παπαζάχου Β. και Παπαζάχου Κ. «Οι σεισμοί της Ελλάδας», 2003
– Κρητικά Χρονικά , Στέργιος Σπανάκης, 1960
– Λευτέρης Αλεξίου, Νέα Χρονικά, 1948

– Α. Νukhet Adiyeke,Nuri Adiyeke, 1856 Girit Depremi
– David Barchard, «Veli Pasha and consul Ongley, A Diplomatic Relationship that got too close»

https://el.wikipedia.org/Σεισμός_στη_ Ρόδο(1856)#Επιπτώσεις _στην Κρήτη
https://www.anatolh.com/2021/06/26/o-seismos-tou-1856-kai-i-limni-tou-agiou-nikolaou/
https://archive.patris.gr/articles/43484/10894


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα