Ητανε βλέπεις που είχαμε μάθει ν’ ακούμε παραμύθια, ήταν που ρορόνιζε η χριστουγεννιάτικη θαλπωρή, ήταν η αιώνια προσδοκία πως τούτες τις μέρες όλο και κάτι θα μπορούσε ν’ αλλάξει.
Στα παιδικά μου χρόνια λέγαμε «Χριστούγεννα μύρισε» και μία ευωδία άπλωνε στο σπίτι, στη γειτονιά, στην καρδιά μας.
Οσο μεγάλωνα γινότανε όλο και πιο ανήσυχα τα Χριστούγεννα μέσα στη ζωηράδα της νιότης, τους κρυφούς έρωτες, τη χρυσόσκονη τη μαγική, που σκέπαζε τότε τα Χανιά, το παλιό λιμάνι, τον θόρυβο της ζωής.
Ηταν βλέπεις που χρονιάρες μέρες όλοι περιμέναμε κάτι αναπάντεχο να συμβεί.
Ενα χαμόγελο, ένα ζεστό φιλί, μια νεραϊδένια αγκαλιά.
Τα Χριστούγεννα είχαν έναν επιθετικό, συναισθηματικό προσδιορισμό.
Οι χοροί, τα τραγούδια, το γλυκό πουλί της νιότης, τα μεγάλα ξενύχτια μπροστά σε ένα μεγάλο ξημέρωμα, έκαναν τη ζωή να μοιάζει με αληθινή ζωή.
Κι ύστερα αποκαμωμένοι από τη γητειά της νύχτας, γύρευες τη μέρα, τη μάνα, τον πατέρα, την αδελφή, αυτή τη γλυκιά ζεστασιά που μόνο το σπίτι σου μπορεί να σου προσφέρει.
Πάντα κάτι περίμενες…
Αλλοτε ερχόταν κι άλλοτε όχι…