Κυριακή, 28 Απριλίου, 2024

ΝΗΣΙΔΑ ΣΟΥΔΑΣ 1911

Tο θέμα που θα απασχολήσει τη σελίδα μας σήμερα και την επόμενη βδομάδα έχει δημοσιευτεί περισσότερο από ένα αιώνα πριν. Πρόκειται για ένα ταξιδιωτικό “φωτορεπορτάζ” με θέμα τη νησίδα της Σούδας, που γράφτηκε στο περιοδικό “Ατλαντίς” τον Ιούνιο του 1911, τη χρονιά δηλαδή που επισκέφθηκε τον τόπο μας και ο Boissonnas. Το ανακάλυψε και είχε την καλοσύνη να μου το στείλει ο Σαμιώτης “διαδικτυακός φίλος”, ιστορικός και συγγραφέας κ. Μανώλης Βουρλιώτης και αξίζει πράγματι να δημοσιευτεί ξανά. Το κείμενο έχει γραφτεί από κάποιον Κωνστ. Σταυρίδη στα Χανιά, για τον οποίο δεν μπόρεσα να βρω κάτι περισσότερο. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν οι φωτογραφίες-7 τον αριθμό- που συνοδεύονται με ένα σχέδιο της νησίδας και των σωζόμενων τότε οχυρώσεών της. Η κατάσταση των οχυρώσεων δε διαφέρει και πολύ σήμερα, δε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος όμως ότι συμβαίνει το ίδιο με τα κτίσματα στο εσωτερικό του φρουρίου. Μετά τον Gerola και τις φωτογραφίες που τράβηξε από τη νησίδα λίγα χρόνια πριν, νομίζω ότι πρόκειται για το σημαντικότερο δημοσίευμα του 20ού αιώνα, που αφορά τον ιστορικό αυτό τόπο και τα μνημεία του. Πριν προχωρήσουμε όμως παρακάτω, ας διορθώσουμε μια μικρή ανακρίβεια του προηγούμενου δημοσιεύματος: Στη δεύτερη φωτογραφία, ο Ντιγριντάκης δεν είναι αυτός που στέκεται αλλά ο καθήμενος.
Νομίζω αξίζει τον κόπο να σας μεταφέρω αυτούσιο το κείμενο του Σταυρίδη, αφού και η μορφή της γλώσσας που είναι γραμμένο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του. Ας το απολαύσουμε, χωρίς δυστυχώς τον πλούτο των παλιών σημείων στίξης του:
«Υπό την ελαφράν και διαλείπουσαν πνοήν οκνού ανέμου απογείου, μόλις κολπούται το ιστίον μικράς λέμβου, η οποία βραδέως ολισθαίνουσα επί των ηρέμων υδάτων, με φέρει επί την ιστορικήν νησίδα της Σούδας. Απέραντος και βαθυκύανος υπό την απαράμιλλον γλυκύτητα του κρητικού ουρανού και την μαλακήν θωπείαν του απριλιανού ηλίου, απλούται με όλην την μαγευτικήν του μεγαλοπρέπειαν ο ακαταμάχητος όρμος της Σούδας. Όλος ο πλούτος των εναλλαγών της Κρητικής φύσεως συγκεντρωμένος ως πλαίσιον περί αυτήν και αντικατοπτριζόμενος με τους θωρηκτούς όγκους των ευρωπαϊκών φυλακίδων επί των λείων υδάτων του, παρουσιάζει τον μαγευτικόν όρμον ως τι το ονειρώδες και φαντασμαγορικόν. Επί της δεξιάς νοτίου παραλίας εκτείνεται εις σειράν λευκών οικημάτων η πολίχνη της Σούδας με τους κατάφυτους κήπους της και τας γραφικάς της λεύκας, αι οποίαι τανύουν πανύψηλον τον ευθυτενή κορμόν των. Εις το άκρον, περιβαλλόμενος με μακρόν περιτείχισμα, διακρίνεται με τα ογκώδη στρατιωτικά του κτίσματα και την πλουσίαν, την άφθονον βλάστησίν του, ο ναύσταθμος. Υπεράνω επικάθηται βαρεία η βραχώδης βουνοσειρά της Μαλάξης φερομένη προς δυσμάς, αλλαχού φαλακρά, διανοιγομένη εις χαινούσας χαράδρας και αλλαχού καλυπτομένη υπό πυκνάς συστάδας κυπαρίσσων ή πλατάνων. Φέρει ακόμη επί των νώτων της τα ίχνη της διελεύσεως των Τούρκων, ερείπια πύργων πολεμικών. Ποταμίσκος, εκβάλλων εις το άκρον της αμμώδους δυτικής παραλίας του μυχού, διεισδύει ως αργυρά ζώνη εις το μέσον πυκνής χλόης και αμυγδαλών, οπόθεν άρχεται εκτεινομένη προς δυσμάς η πεδιάς των Χανίων κατάφυτος και μυριόχρους με την απειρίαν των κήπων της και το κυριαρχούν αργυροπράσινον χρώμα των ελαιώνων της, από των οποίων προβάλλουν υψούμεναι κατεσπαρμέναι επαύλεις. Εις το βάθος διαγράφονται ιόχραι αι βουνοσειραί της Κισσάμου και η λοφοσειρά του Μονοκουμάρου. Εις το άλλον άκρον του μυχού, ο μικρός ερημικός ελαιών του Βλητέ, μάρτυς σιωπηλός ενός αιματηρού δράματος της τελευταίας επαναστάσεως, ποικίλλει με το σκιερόν του χρώμα την μονοτονίαν των πέριξ φαιών βράχων, οπόθεν άρχεται υψούμενον το Ακρωτήριον, αλλού βραχώδες και αλλού κατάφυτον και χλοάζον, εκτεινόμενον προς ανατολάς, προς την είσοδον του όρμου, του οποίου αποτελεί την αριστεράν βόρειον πλευράν. Χωρία λευκάζοντα επί της κοριφογραμμής του, ορμίσκοι γραφικαί διανοίγονται εδώ κι εκεί επί των ελικοειδών ακτών του και χαρουμπίαι (sic) αναφυόμεναι επί τας ρωγμάς παραλίων βράχων προσκλίνουν επιχαρίτως επί των γαλανών υδάτων. Προς ανατολάς, εις απόστασιν πέντε περίπου μιλίων η νησίς της Σούδας, διαγραφομένη φαιόχρους απλούται εις την είσοδον του όρμου προς τ’ αριστερά και απωτέρω, δεξιά, το οροπέδιον του Κεφαλά, αιρόμενον ευθύγραμμον και υπερήφανον, εισρίπτει βαθέως εις την θάλασσαν την άκραν του Δρεπάνου, περισφύγγον ούτω την θάλασσαν του όρμου της Σούδας, ο οποίος φαίνεται ούτω σχεδόν ως λίμνη. Βραδέως διερχόμεθα διά των ευρωπαϊκών φυλακίδων, αι οποίαι αγκυροβολούσιν εις απόστασιν μιλίου από της δυτικής παραλίας του μυχού και αντικρύ του ναυστάθμου. Δεξία μας το άκομψον σκάφος του ρωσικού “Χιβόνιτς” φαίνεται μάλλον ως ρυμουλκημένον, αριστερά το γαλλικόν “Charnet” με τον χαρακτηριστικόν παλαιόν τύπον των γαλλικών πολεμικών υπήρξεν άλλοτε η ναυαρχίς του ναυάρχου Ποτιέ, επί της οποίας ετέθη εκ Μήλου κατερχόμενος εις Κρήτην το πρώτον ως αρμοστής ο πρίγκηψ Γεώργιος. Πόσα πράγματα δεν ενθυμίζει και λέγει διά την Κρήτην το άφωνον σκάφος! Πέραν, πρός την ακτήν του Ακρωτηρίου η αγγλική φυλακίς “Diana” φαίνεται μάλλον ως ελλοχεύουσα παρά ελλιμενισμένη. Ανατολικώτερον των άλλων, προς την έξοδον του όρμου, σταθμεύει το ιταλικόν “San Marco” προσομοιάζων προς το ιδικόν μας “Αβέρωφ”. Το “San Marco” έχει επισύρει ιδιαιτέρως την προσοχήν του λεμβούχου, ενός αγαθού Μουσουλμάνου, ο οποίος κρατών πάντοτε την κώπην επικουρικήν του χαλαρού ιστίου, δεν εμποδίζεται εκ τούτου να πολιτικολογή και να φλυαρή σχεδόν μόνος του, αιτούμενος πάντοτε τους Φράγκους και καταρώμενος τους Νεότουρκους, οι οποίοι απερρόφησαν και απ’ αυτόν εκβιαστικώς αρκετά κερμάτια διά τον τουρκικόν στόλον και ο πτωχός άνθρωπος παραπονείται ότι στόλον δεν βλέπει να κάμουν, γνωρίζει δε όλας τας λεπτομερείας του “Αβέρωφ” και την ομοιότητά του προς το “San Marco”.
Η σκηνογραφία μεταλλάσσεται εφ’ όσον μακρυνόμεθα από τας φυλακίδας αντικρυζούσας ήδη τους φαιούς βράχους του μυχού και την πρασινίζουσαν παραλίαν του ή τα λευκά οικήματα της Σούδας με τους κήπους και τα λεύκας, προς τας οποίας συγχέονται οι ιστοί των. Ο σκιερός όγκος της Μαλάξης τερματίζεται μικρόν κατά μικρόν καμπυλούμενος και αρχίζουν απ’ εκεί να προβάλλουν εις λευκήν γραμμήν, μηκυνομένην εφ’ όσον προχωρούμεν, τα Λευκά Όρη, παρουσιάζοντα νέας απόψεις μαγικάς ώστε να επιθυμεί κανείς να ήτο μακροτέρα η χωρίζουσα την νησίδα απόστασις και μακρότερος ο υπό τοιαύτας συνθήκας πλους.
Αλλ’ ολοέν πλησιάζομεν προς την νησίδα, φερόμενοι παρά την παραλίαν του Ακρωτηρίου.
Εδώ αρχίζουν να εκλείπουν οι ερυθρόφαιοι άγονοι βράχοι και αι εναλλαγαί του πρασίνου κυριαρχούν επί των επανειδομένων λόφων, καλυπτομένων αφθόνως από την ζωηράν βλάστησιν των αγρών και από την μυθώδους ποικιλίας κρητικήν χλωρίδα. Φθάνει μέχρις ημών η απόπνοια των μύρων του κρητικού θύμου και ο μαλακός θρούς των ελαφρώς επί της παραλίας εδώ κι εκεί όλις συγκυλιομένων χαλίκων εις τας θωπείας του κύματος.
Ευρισκόμεθα κάτωθεν των Στερνών και η Λίμνη, ορμίσκος αμιλλώμενος προς το θαυμαστώτερον Ελβετικόν τοπείον, διανοίγεται εισχωρούσα από της στενής της εισόδου ως φαντασμαγορία προς τους αμφιθεατρικώς υπερκειμένους και καταφύτους λόφους, διαγραφομένους επί των κρυσταλλίνων υδάτων με το λευκόν επί χλοαζούσης χερονησίδος εκκλησίδιον. Πλησιάζομεν ήδη εις την νησίδα, διακρίνονται αι γραμμαί των ενετικών τειχών της και υπέρ αυτά διαγράφονται υψούμενοι οι πέντε ιστοί επί των οποίων αναρτώνται αι σημαίαι των Προστατίδων Δυνάμεων και η Τουρκική. Προ της νησίδος της Σούδας προβάλει παρά το βορειοδυτικόν της άκρον μικρόν νησίδιον μη φέρον ιδιαίτερον όνομα περίπου στρογγύλον, εκτάσεως ολίγων στρεμμάτων, μόλις αιρόμενον εις μίαν δεκάδα μέτρων υπέρ την θάλασσαν. Στενός αβαθής πορθμός πλάτους πεντηκοντάδος μέτρων το χωρίζει από την νησίδα και, απηλλαγμένον πάσης διεθνούς φρουρήσεως, χρησιμεύει σήμερον ως βοσκή προβάτων μεταφερομένων από του απέναντι Ακρωτηρίου. Εις παλαιοτέρους χρόνους της τουρκοκρατίας είχε χρησιμεύσει ως λοιμοκαθαρτήριον. Το νησίδιον φεύγει προς τα αριστερά μας και προβάλλει ήδη προ ημών η δυτική παραλία της Σούδας εις ολίγων μέτρων απόστασιν. Τα τείχη της, παρουσιάζοντα τον αυτόν τύπον προς τα τείχη των Χανίων, αλλά μικρότερα και χαμηλότερα αυτών, υψούμενα μόλις οκτώ ή δέκα μέτρα υπέρ το έδαφος, είναι όμοια προς όλα τα ενετικά τείχη με τους τετραγώνους πελεκητούς ογκολίθους και τα λίθινα περιζώματα επί της κορυφής των, καμπτόμενα ή καμπυλούμενα και περικλείουν την νησίδα, φερόμενα από του βορειοανατολικοτέρου της άκρου καθ’ όλον το μήκος της προς τα έσω του όρμου δυτικής ακτής της, της οποίας μία λωρίς βραχώδης και χαμηλή, αλλ’ απροσπέλαστος, αφήνεται μεταξύ αυτών και της θαλάσσης…»
Ο χώρος δε μας επιτρέπει σήμερα περισσότερα από τη γλαφυρή αφήγηση του Σταυρίδη, ο οποίος αποδεικνύεται και ολίγον γλωσσοπλάστης. Ας σταθούμε λίγο στις 3 πρώτες φωτογραφίες και στο σχέδιο της νησίδας που υπάρχουν στο άρθρο:
Στην πρώτη εικόνα, μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη του λιμανιού από τις (πολύπαθες σήμερα) εκβολές του Μορώνη.
Στη δεύτερη το σχέδιο της νησίδας. Η “Μετζαλούνα” αναφέρεται με το τουρκικό όνομα “Κανταρλίκ”.
Στην τρίτη, άποψη του νησιού από τα βόρεια, με το “ανώνυμο” νησάκι “των Κουνελιών” δεξιά του.
Στην τέταρτη, η ανατολική πλευρά του νησιού, διαβρωμένη από τα κύματα του Κρητικού πελάγους, με τις σημαίες των τεσσάρων “Προστάτιδων Δυνάμεων” και της Τουρκίας…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα