«Δάσκαλε, το πετσί και τα κόκαλα»
Σήμερα που οι εκπαιδευτικοί συχνά τρομοκρατούνται από γεγονότα μαθητών αλλά
κυρίως των πατεράδων τους, θα παραθέσω ένα μέρος από το σχετικό κείμενο για την εκπαίδευση στα Σφακιά πριν από πολλά χρόνια και από το βιβλίο “Μνήμες Σαμαριάς”.
«Δεν θα ήταν δυνατόν να μην ασχοληθώ και με το θέμα της εκπαίδευσης στο φαράγγι και τα γύρω, μιας και το σχολείο έπαιξε και στην περιοχή τον δικό του καθοριστικό
ρόλο στη ζωή των ανθρώπων.
Τα παιδιά από τον οικισμό Σαμαριάς κατά την σχολική περίοδο, κάθε χρόνο, τα έστελναν στην Αγία Ρουμέλη σε συγγενικά τους σπίτια, ή ορισμένοι διατηρούσαν και εκεί σπίτι, όπου διέμεναν αυτό το διάστημα ορισμένοι από την οικογένεια. Ήταν εκεί δηλαδή σαν οικότροφα.
Ας σημειωθεί ότι συνήθως δεν έστελναν τα κορίτσια για να μάθουν γράμματα, γιατί για
ένα διάστημα θεωρούσαν τη φοίτηση αυτή των κοριτσιών, και ιδίως μαζί με τα αγόρια,
σαν πράγμα όχι συμβατό με την παράδοση, τα έθιμα και την κατεστημένη ηθική.
Μου διηγήθηκαν χαρακτηριστικά για μια μικρή, που διακαώς επιθυμούσε να μάθει
γράμματα και έκρυβε την τσάντα με τα βιβλία σε έναν μαντρότοιχο του σπιτιού και
όταν έλειπε για το σχολείο έβρισκε για κάμποσο διάστημα δικαιολογίες ότι ήταν σε
κάποια θεία ή κάτι παρόμοιο. Δεν μπορούσε όμως αυτό να κρατήσει πολύ και κάποια μέρα η
μικρή ανέφερε στη μάνα της ότι θέλει τόσο πολύ να φοιτήσει στο σχολείο. Η απάντηση της εξαγριωμένης μάνας ήταν: «Μωρή, πουτ… θα μου γενείς;»!
Καμιά φορά οι μαθητές λαχταρούσαν το χωριό τους, τη Σαμαριά, και άφηναν για λίγο τα σπίτια τους στην Αγία Ρουμέλη και ανέβαιναν ως το χωριό, αλλά χειμώνας ήταν και απαιτούνταν μεγάλη προσοχή.
Όταν το νερό ήταν πολύ, κρατούσαν ένα μακρύ ξύλο και όπου έπρεπε να περάσουν μέσα από κολύμπα… βυθομετρούσαν το νερό για να αποφασίσουν αν θα τους έπαιρνε στο μπόι να περάσουν μέσα από αυτήν.
Δεν έστελναν πάντα δασκάλους, αφού οι περισσότεροι δεν ήθελαν διορισμό σ’ αυτήν την απομόνωση.
Στις σχολικές ώρες, και ιδίως στα διαλείμματα, μαθαίνανε σημάδι μέσα στο χωριό. Ας σημειωθεί ότι, όπως μου τόνισε ο Γιάννης Βίγλης, δεν θυμόταν να αρρώστησε ποτέ κανένα από τα παιδιά του σχολείου. Ούτε επιδημίες ούτε εμβόλια και άλλα.
Συνήθως οι μανάδες προσπαθούσαν να βολέψουν όπως όπως τα παιδιά από γραφική ύλη και τους έφτιαχναν και τσάντες, ραμμένες από ύφασμα, συνήθως από κάποιο παλαιό ρούχο, και είχε και κρεμαστήρι, σαν λουρί, από ύφασμα πάλι.
Το παιδαγωγικό σύστημα που ακολουθούσαν ήταν «ξύλο αλύπητο». Είχαν σαν… έμβλημα ότι «το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Κι ήταν συνηθισμένη η φράση του πατέρα προς τον δάσκαλο, όταν του παρέδιδε τον μαθητή:
«Δάσκαλε, το πετσί και τα κόκαλα».
Δηλαδή: Να τον δέρνεις και να τον ταλαιπωρείς με τιμωρίες, μέχρι να μείνει μόνο το πετσί (το δέρμα) και τα κόκαλα. Πίστευαν οι καημένοι ότι με το ξύλο το παιδί τους θα γινόταν
«γραμματιζούμενος».
Συνήθως, μετά το ξυλοφόρτωμα ο ατίθασος «εφουργιάρευε». Γινόταν άγριος.
Επαναστατούσε στο καθεστώς. Και… «εμαδάρωνε». Εγκατέλειπε δηλαδή το σπίτι και το χωριό, για ν’ ανέβει στις Μαδάρες, τα Λευκά Όρη.
Κάποιο διάστημα είχαν στο σχολείο έναν
δάσκαλο δυο μέτρα ψηλό, που έδερνε αλύπητα και φαίνεται οι γονείς να το ανέχονταν.
Οι μαθητές φορούσαν τότες ακόμη βράκες. Έτσι και ο Αετός Βίγλης κάποια φορά που δεν γνώριζε το μάθημα, τον ανάγκασε ο δάσκαλος να μαζέψει από έξω χαλίκια, να τα στρώσει χάμω στην αίθουσα, να γονατίσει πάνω τους και να πει το μάθημα.
Ο αλησμόνητος Γιάννης Βίγλης μου διηγήθηκε πολλές ιστορίες και πως αυτός διάβαζε και ήξερε το μάθημα συνήθως, αλλά είχε πάρει από φόβο τον δάσκαλο και όταν τον έβγαζε στο μάθημα ετρεμούλιαζε και δεν έλεγε τίποτα. Τότε ο δάσκαλος τον άρπαζε στα χαστούκια και στις ραβδιές, με βέργα από ρογδιά.
Τελευταία φορά τον έπιασε με τα δυο του χέρια και τον τίναξε πάνω ανάποδα και ευτυχώς που έπεσε χωρίς να χτυπήσει στο κεφάλι. Τότε διαμαρτυρήθηκε έντονα η μάνα του και ο δάσκαλος μέρεψε κάπως και ο Γιάννης έμαθε γράμματα, που πάντα του αρέσανε πολύ μα δεν τον βοήθησαν να προχωρήσει.
Έτσι ο αδελφός του Γιάννη, Σήφης, εφοίτησε για οκτώ χρόνια στο δημοτικό και κατά μια έκφραση του Γιάννη «μάθαινε τρία ψηφία από το αλφάβητο κάθε χρόνο».
Ο τότε δάσκαλος έδερνε, λέει, τον Σήφη σαν τον γάιδαρο, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ κανείς. Δυο φορές το πρωί και δυο το βράδυ.
Διαλείμματα γίνονταν ένα το πρωί και ένα το απόγευμα. Η παλαιά γνωστή μας εντολή του γονέα «δάσκαλε, το πετσί και τα κόκαλα γερά», ίσχυε πάντα. Και υπήρχαν μαθητές, που κουβαλούσαν βέργες (αγρουλιδόβεργες), γιατί συνήθως δεν αρκούσαν
δύο ή τρεις την ημέρα. Συνηθισμένη τιμωρία για τους αμελείς και ζωηρούς ήταν και το γονάτισμα πάνω σε μικρά πετραδάκια. Ή και πάνω σε κουκούτσια από ελιές – πού ήταν άφθονα τριγύρω, απ’ το φαγητό των παιδιών.
Μεγάλη επισημότητα έπαιρναν οι εξετάσεις, στο τέλος του σχολικού έτους. Από μέρες πριν ετοίμαζαν σε πανέρια ξεροτήγανα, καλιτσουνάκια, σταρένια παξιμαδάκια με σησάμι, αμύγδαλα, σύκα και καρύδια. Δίπλα τα μπουκάλια με το διαλεχτό κρασί και τη ρακή. Γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, κάθονταν ο δάσκαλος, ο παπάς και – αν υπήρχαν- οι άλλοι
γραμματιζούμενοι. Μαζί τους οι δυο – τρεις καπεταναίοι του χωριού, αυτοί που είχαν διακριθεί στις προηγούμενες Επαναστάσεις κι είχαν αποκτήσει τον τίτλο του «Γέροντα».
Οι μαθητές πλησίαζαν κατά ομάδες. Διάβαζαν μερικές αράδες κι έλυναν στον πίνακα κάποιο απλό πρόβλημα. Τα πάντα ήταν εύκολα (και προπαρασκευασμένα), για να απαντούν όλοι σωστά και να ‘ναι ευχαριστημένοι.
Σε λίγο, οι εξετάσεις τέλειωναν. Έφερναν τότε τα πανεράκια και «έπιναν τη μια τους».
Κάθε μαθητής θεωρούσε υποχρέωση, πριν προσφέρει στους συγχωριανούς τα κεράσματά του (τα «καλοχερίδια»), να πάρει μερικά και να τα ρίξει στο άδειο κοφινάκι, που είχε ακουμπήσει δια- κριτικά σε μια γωνιά ο δάσκαλος. Ήταν αυτό, ένας «φόρος
ευγνωμοσύνης» προς τον άνθρωπο που του ‘μαθε τόσα χρήσιμα πράγματα».