Τι καλή τύχη είναι αυτή, να περπατάς στα κρητικά βουνά και να συναντήσεις έναν φουρόγατο.
Να τρίξει η γης από το πάτημα του αλαφροΐσκιωτου ζώου, να κατέβει το σύννεφο της Μαδάρας να γίνει ποδήλατο στα όνειρά σου. Κάθε τόπος και μια μυθολογία του Σαββάτου. Την Κυριακή εξανεμίζονται, χάνονται τα όνειρα, μένει ο φουρόγατος μόνος, αυτάρκης, περιζήτητος.
Φουρεύει μια στάλα η φαντασία με τον φουρόγατο.
Το πάτημά του, το γκρι του χρώμα (ίδιο κι απαράλλακτο με την πέτρα των βουνών) οι θρύλοι των βοσκών που το συνοδεύουν κάνουν την Κρήτη ένα νησί των πειρατών.
Μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία, θά ’χουμε τούτη τη μυθολογία του Σαββάτου.
Πλήρεις εμείς μέσα στα όνειρά μας, ακούμε το πάτημα σαν χνούδι, τον στριγκό ήχο της φωνής, τα νύχια που λάμπουν στο σκοτάδι.
Να πάμε σε ένα ορεινό χωριό, να μάθουμε τα θρυλούμενα για τον φουρόγατο. Φουρόγατοι κι εμείς στον μακάριον τούτον ύπνο.
Ξυπνάς μόνο, με το στριγκό ήχο τον αλλόκοτο της φωνής του.
Ενα πάτημά μου, χωρίζει τον ύπνο απ’ το ξύπνιο. Κατεβαίνει το σύννεφο…