Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Κρητικοί νεραϊδοθρύλοι

“Ένα πράγμα υπάρχει πιο όμορφο απ’ το ωραιότερο όνειρο,
κι αυτό είναι μια μαγευτική πραγματικότητα”

ΛΑΤΡΕΥΩ τις λαϊκές ιστορίες μύθου και μυστηρίου. Μεγαλωμένος σε μακεδονίτικες βουνοπλαγιές γεμάτες βελανιδιές, φτέρες, πλατάνια, πεύκα, νεροσυρμές και βρυσομάνες, γευόμουν τους παράξενους θορύβους, τα τριξίματα των ξεραμένων φύλλων, τα κοάσματα νεροβατράχων, τα αιφνίδια συρσίματα φιδιών, το ξεπέταγμα ενός λαγού, τα κραξίματα πουλιών, τις αλλόκοτες σκιές των δέντρων, το φθινοπωρινό φευγιό των αποδημητικών. Κάθε δέντρο έκρυβε μέσα του, έτσι νόμιζα, παράξενα όντα: ξωτικά, νεράιδες, δράκους, δρυάδες.

ΜΕΤΑ, ήλθαν οι σπουδές, η Θεσσαλονίκη, η Σύμη, το Κιλκίς, αργότερα τα Χανιά, με τις γλαυκές απέραντες θάλασσες και τη σκληρή καθημερινότητά τους. Οι πρώτες πράσινες παιδικές μου αναμνήσεις καταχωνιάστηκαν στης λησμοσύνης τα συρτάρια, μέχρι που διάβασα τα “Οργισμένα στάχυα”: μια εκπληκτική ηθογραφική σειρά κρητικών δηγημάτων του Κωστή Φραγκούλη (1), τα οποία καλύπτονταν από μια αύρα αθωότητας, αλλά και ένα υποβόσκον κρητικό χιούμορ, που με γοήτευσαν· κι ας μη “κάτεχα” κρητικά. Αλλά, το ίδιο δεν συμβαίνει με τις βυζαντινές ψαλμωδίες στην εκκλησία; Τις ακούς, γοητεύεσαι, χωρίς να τις πολυκαταλαβαίνεις; Σε μια αφήγηση ή σε έναν πίνακα ζωγραφικής έχει περισσότερη σημασία το άρωμα που αναδίδεται και λιγότερο η λεπτομέρεια.

ΤΑ “ΔΑΙΜΟΝΙΚΑ” κυριαρχούν στην κρητική λαϊκή φαντασία. Η θαυμάσια “απεικονιστική” δύναμη του Κωστή Φραγκούλη θυμίζει κλασικούς του είδους:
“… Μα να μη φοβάται και τα δαιμονικά (1) του Δαιμονοσπήλιου;
Είχε ακούσει πως γινόταν τόσα πολλά εκεί μεσα, που τον απόφευγε ακόμη και την ημέρα, και δεν άφηνε μήτε οζώ να σταλίσει στο δροσερό ίσκιο του.
Ήταν μεγάλος, βαθύς και φαρδύς, με σταλαχτίτες παράξενους, με κολώνες σαν από γαλάζιο μάρμαρο, με πεζούλες στις άκρες, πατάρια γραμμωτά και σχήματα λοΐσιμα εδώ κι εκεί, και μια δροσερή πηγή που τσίγκαζε το νερό της και το’ σταζε σε μια μεγάλη απλωτή θεοπελέκητη γούρνα σαν αγίασμα. Εκεί μέσα οι ανεράϊδες, έβγαζαν τα πέπλα τους κι έλουζαν τα χυτά κορμιά τους προτού πιάσουν να χορεύουν. Το νερό εκείνο που ξεχείλιζε χανόταν από μιαν αθέατη σκισμάδα στα σπλάχνα της γης. Οι αμόρφωτοι όμως βοσκοί πίστευαν πως το’ πιναν οι δαιμόνοι που κατοικούσαν εκεί μέσα, γιατί, πουθενά δεν ξαναφαινόταν η σκάρμη του.
Στο Δαιμονοσπήλιο ήταν ανακατερά θηλυκά κι αρσενικά τα δαιμονικά, του ’χε πει ο γερο Θοδωρής. Τα’ χε δει με τα μάτια του, όταν μέρα μεσημέρι, περνούσε απόξω κι άκουσε μια στιγμή ν’ αντιλαλεί ο σπήλιος και να βρουχάται από λυροντάουλα. Πρόβαλε να δει περίεργος και άφοβος από την ανοιχτή πόρτα ποιοι παίζουνε μέρα μεσημέρι και είδε τότε μια ντουζίνα πεπλοφόρες γυναίκες, με κάτασπρη γύμνια και κάτι μαλλιαρούς και κουδουνάτους άντρες, με γένια και πόδια σαν του τράγου, να χορεύουν και να διάζουν σαν τα οζά όντε σμίγουνε με τσι κριγιούς του Δευτερόλη.
Φοβήθηκε τότε κι έκαμε να φύγει. Μα η πιο όμορφη χύθηκε σαν αστραπή και προτού προλάβει τον έπιασε από το χέρι και τον έσυρε μέσα να χορέψει και να κάμει κι αυτός τα ίδια με τους άλλους. Κείνος όμως αρνήθηκε, αντιστάθηκε, αγωνίστηκε, πάλαιψε και μ’ όλο που τον είχε αγκαλιάσει κι ένιωσε το ζεστό κορμί της σφιχτά περιπλεγμένο στο δικό του, στο τέλος την ‘πώθησε και της ξέφυγε.
-Πόσο χρονώ’ σουνε τότε, μπάρμπα Θοδωρή; τον είχε ρωτήσει με κομμένη την ανάσα το βοσκάκι.
-Μια πενηνταρά, πάνω-κάτω, απάντησε ο γέρος χαϊδεύοντας τα ψαρά γένεια του.
-Για κείνο τση ξέφυγες! Αν ήσουν όμως πιο νέος, μπορεί και να μην τα κατάφερνες.
-Δεν κατέχω πως θα’ διαχνα, γιατί ‘τονε σαν τα κρύγια νερά η αφιλότιμη, μα όσοι πήγανε μαζί ντως, άλλος εβουβάθη, άλλος έμεινε ζουγλός, κι άλλος σακάτης. Κανένας δε γλυτώνει άμα τωσε συβαστεί! Κι έχε κι εσύ το νου σου, ανέ σου παντήξουνε καμμιά φορά, που πράσσεις προς εκειά πάνω, μην πλανευτείς και πας μαζί ντως γιατί χάθηκες κακομάζαλε!…”

Η ΛΕΞΗ “Νεράϊδα” προέρχεται από παρετυμολογία της λέξης “νερό”. Ανάγεται στις μυθικές Νηρηίδες που ήταν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας -θεότητες του νερού. Έτσι, οι νεράιδες των ελληνικών παραμυθιών μοιάζει να’ ναι πλασμένες απ’ το υγρό στοιχείο. Ζουν, όπως και οι νύμφες σε βουνά, δάση, ποτάμια, πηγές, σπηλιές. Τις συναντούμε και ως αν(α)εράδες. Στη Σύμη τις λένε Αλουστίνες (Αυγουστίνες, επειδή βγαίνουν στις δρίμες του Αυγούστου). Βέβαια έχουμε και τα νεραϊδοπάρματα με τους νεραϊδοπαρμένους ή αλαφροΐσκιωτους. Οι δοξασίες θέλουν τις νεράϊδες να κινούνται σε χώρους κυκλικούς- αλώνια, λίμνες ή στέρνες- καθώς κυκλικές είναι και οι κινήσεις των χορών τους. Είναι όμορφες, με μακριά ξανθά μαλλιά και πράσινα σαγηνευτικά μάτια, πεπλοφόρες και θεσπέσιες: τις βλέπουν μόνο οι σαββατογεννημένοι!

ΟΙ ΝΕΡΑΪΔΕΣ, σαν “απαντήξουν” περαστικό ”κακομάζαλο”, σπεύδουν να τον περιπαίξουν. Και βάζουν στοίχημα ποια θα τον πλανέψει πρώτη! Φορές, βρίσκουν το μάστορά τους όπως στην παρακάτω κρητική μυθοπλασία με τη “Νεράιδας που Κλαίει” στο νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών (Ηράκλειο) (2):

“Μια νύχτα, ένας νέος, καλός λυράρης, άκουσε το τραγούδι των νεράιδων και από περιέργεια μπήκε στη σπηλιά και τις είδε. Οι Νεράιδες, με ξέπλεκα μαλλιά, πεπλοντυμένες, λουσμένες στο φως μιας αιώνιας άνοιξης, χόρευαν. Η λάμψη τους διασπούσε το σκοτάδι, το τραγούδι τους του χάιδευε τ’ αυτιά και τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τον “αέρινο” χορό τους. Συνεπαρμένος απ’ όλα τούτα τα πρωτόγνωρα που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια του, έπιασε χωρίς να το καταλάβει τη λύρα του και τις συνόδεψε στο χορό. Οι Νεράιδες ακολούθησαν το παίξιμό του και ξετρελάθηκε ο νέος από τα όσα γίνηκαν μπροστά του. Μα το επόμενο και το μεθεπόμενο βράδυ, οδηγημένος από κάποια αόρατη δύναμη, βρέθηκε πάλι στη σπηλιά και με τη λύρα του έπαιζε ασταμάτητα για τις Νεράιδες που χόρευαν. Σιγά σιγά, η ματιά του σταμάτησε πάνω σε μια απ’ αυτές και δεν χόρταινε να την κοιτάζει. Ήταν ερωτευμένος μαζί της… Όταν το συνειδητοποίησε, πήγε σε μια γριά πολύξερη και ζήτησε τη βοήθειά της. Η γριά, αφού τον άκουσε με προσοχή, του είπε πως άμα πλησιάζει η ώρα να λαλήσουν οι πετεινοί (οπότε χάνονται οι Νεράιδες), ν’ αρπάξει από τα μαλλιά εκείνη που αγαπούσε και να μην την αφήσει με κανέναν τρόπο. Ήρθε το βράδυ και ο νέος πήρε τη λύρα του και πήγε στη σπηλιά, όπου άρχισε να παίζει όσο γλυκύτερα μπορούσε, χορευτικούς σκοπούς. Σε λίγο, παρουσιάστηκαν οι Νεράιδες και πιάστηκαν στο χορό. Λίγο προτού λαλήσουν οι πετεινοί, ο νέος άφησε τη λύρα του και έκαμε όπως τον είχε συμβουλέψει η γριά. Η Νεράιδα αντιστάθηκε με λύσσα, αγρίεψε, έβαλε τις φωνές, μα τίποτα. Ο νέος την κρατούσε γερά. Άρχισε τότε να μεταμορφώνεται πότε σε σκύλο, πότε σε φωτιά, πότε σε φίδι, πότε σε καμήλα, αλλά ο λυράρης την κρατούσε γερά από τα μαλλιά και δεν την άφηνε. Ξαφνικά, λάλησαν οι πετεινοί κι οι άλλες Νεράιδες εξαφανίστηκαν. Τότε εκείνη που κρατούσε ο νέος ξανάγινε πανέμορφη, όπως ήταν πριν και τον ακολούθησε στο σπίτι του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο, του γέννησε ένα γιο, αλλά τη μιλιά της δεν την άκουσε ποτέ. Δυστυχισμένος καθώς ήταν ο νέος λυράρης με τη βουβαμάρα της Νεράιδας – γυναίκας του, μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να την κάνει να μιλήσει, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Ξαναπήγε λοιπόν στη γριά και της ζήτησε τη συμβουλή της. Εκείνη του ορμήνεψε να πυρώσει καλά το φούρνο κι ύστερα να πάρει το παιδί από τα χέρια της γυναίκας του, να κάνει πως θα το πετάξει μέσα στο φούρνο και να πει: “Δε μου μιλείς; Τότε ρίχνω κι εγώ το παιδί σου στο φούρνο”. Ακολούθησε πιστά τη συμβουλή της, μα τη στιγμή που έκανε ότι θα έριχνε το παιδί στη φωτιά, η Νεράιδα χίμηξε πάνω του σέρνοντας φωνή: “Μη σκύλε το παιδί μου.”. Του τ’ άρπαξε από τα χέρια και έγιναν άφαντοι, μάνα και παιδί μαζί. Απελπισμένος τους αναζήτησε με φωνές, παρακάλια και κλάματα, αλλά μάταια. Η Νεράιδα – μάνα και το παιδί, δεν ξαναφάνηκαν πια. Πήγε λένε στις αδελφές της, αλλά αυτές δεν τη δέχτηκαν. Δεν της συχώρεσαν το ότι άφησε άνθρωπο και την άγγιξε και τη μόλυνε. Γι’ αυτό αναγκάστηκε και πήγε λίγο πιο πέρα σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα. Εκεί τη βλέπουν δυο – τρεις φορές το χρόνο να κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της και να κλαίει. Οι άλλες εξακολουθούν να χορεύουν και να τραγουδούν, χωρίς όμως να έχουν πια λύρα να τις συνοδεύει και χωρίς την αδελφή τους. Η Νεράιδα – μάνα κάθεται λυπημένη παραπέρα και κλαίει. Τα δάκρυά της πέφτουν πάνω στο νερό και το θολώνουν. Γι’ αυτό τα νερά του Νεραϊδόσπηλιου εμφανίζονται θολά πότε – πότε. Γύρω από το Νεραϊδόσπηλιο των Αστρακών υπάρχουν πολλές πηγές που βγαίνει νερό, συνοδευόμενο από ένα ελαφρύ θόρυβο, κάτι σαν κλάμα και μετά από κάθε νεροποντή, τα νερά των πηγών θολώνουν. Αυτά τα φαινόμενα έκαναν τη φαντασία των ντόπιων να φτιάξει τον μύθο της νεράιδας που κλαίει.”

… ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ μήνας χωρίς μύθους, μελτέμια, Πανσέληνο και μαγεία, γίνεται; Δεν γίνεται! (5/8/2022)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1)Κωστής Φραγκούλης (1905-2005): λογοτέχνης του κρητικού ιδιώματος, στον πεζό και στον ποιητικό του λόγο. Το απόσπασμα είναι παρμένο από το διήγημα “Τ’αερικό του Δαιμονοσπήλιου” της συλλογής διηγημάτων “Οργισμένα στάχυα” (1999)-Ηράκλειο, β’ έκδοση.
-(2)Ο “Νεραϊδόσπηλιος των Αστρακών” βρίσκεται περίπου 23 χλμ απ’ το Ηράκλειο, κοντά στο έρημο χωριό των Κάτω Αστρακών και τη, Μυρτιά. Είναι ένα μικρό διώροφο σπήλαιο μέσα στο καταπράσινο. Κατά τον Γάλλο αρχαιολόγο Paul Faure αποτελούσε το ιερό της Τριτογένειας Αθηνάς, που είχε το επίθετο αυτό από το αρχαίο όνομα του ποταμού Κρατερού, που ήταν Τρίτων. (https://www.cretanbeaches.com/el)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα