Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ημερολογιακά Απτά – γραπτά

Φανάρια κόκκινα η θεατρική

Μυθολογία συναντά τη λευκή

ΑΝΤΙ

Ενα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο    Πειραματικό ευέλικτο χωρίς κλισέ
Που λάμπει μες στη νύχτα -τίποτ’ άλλο    Ροής σπάσιμο του αφηγηματικού χρόνου
Μια φωνή που γρικιέται μες στο σάλο    Οριοθετημένο σε χρονική διάρκεια(2)
Και που σε λίγο παύει -τίποτ’ άλλο    Φλούξους διαδραστικό ως περφόρμανς(3)
Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο     Ανανεωτικό σε σκηνοθετική γραμμή
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο    Νεωτεριστικό χωρίς ακριβή παραγωγή,
Στα βάθη του μυαλού μου -τίποτ’ άλλο     Ηθοποιογραφικό λύσιμο των ερασιτεχνών(4)
«νυχτερινό» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη(1)

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ

ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ Η ΑΦΟΡΜΗ
Σάββατο 14 Μαΐου 2016, παρακολούθησα την παράσταση του θεατρικού έργου «Κόκκινα φανάρια» του Αλέκου Γαλανού, μια παραγωγή του Συλλόγου Φίλων Θεάτρου Χανίων. Εντελώς καλοπροαίρετος στον σκηνοθέτη Νάσο Αθανασόπουλο και στους ερασιτέχνες ηθοποιούς, την παρακολούθησα, φεύγοντας συνεχάρη τους συντελεστές με ανάμεικτα συναισθήματα και  προβληματισμό που αντιτάχτηκε με αφορμή τη συγκεκριμένη παράσταση. Προβληματισμός για τα θεατρικά έργα που γράφονται εδώ και χρόνια από Ελληνες συγγραφείς, εάν και πόσα από αυτά συμπορεύονται υφολογικά με τα αντίστοιχα της παγκόσμιας δια-τύπωσης και εν τέλει όταν ανεβαίνουν στο σανίδι (αν και δεν είναι απαραίτητο στην εποχή μας κυριολεκτικά στο θεατρο του “Ωδείον” που και καλή θέαση επιτρέπει και ακουστική όμως απαιτεί την πολλαπλά κατακτημένη οικειότητα του θεατρικού χώρου). Οταν δίνουν παραστάσεις μεγάλης διάρκειας,  απαιτώντας από το κοινό, μυημένο και μη, στα θεατρικά δρώμενα να παρακολουθήσει σε μη ξεκαθαρισμένο σκηνοθετικό πλαίσιο,  όσον  αφορά την ιεράρχηση της δράσης σε προφανή και υποδόρια. Χρησιμοποιώ ως ζητούμενο μέσω του Ζαν Ντεριντά και του βιβλίου του “Η λευκή μυθολογία” το αριστοτελικό αίτημα ανάμεσα στο κυριολεκτικό και μεταφορικό νόημα. Το ανέβασμα αυτό στο έργο του Α. Γαλανού με έκανε να ξανασκύψω στο περίφημο βιβλίο του Ντεριντά, δεν είχα πρόθεση να μοιραστώ τις σκέψεις μου αυτές και μάλιστα μετά από μια μεγάλη αρθρογραφική αποχή από τα Χ.Ν. λόγω ανειλημμένων επαγγελματικών ασχολιών, εάν δε διάβαζα την άποψη της κυρίας Δέσποινας Τραχαλάκη (Χ.Ν. 24/5) για την παράσταση και την επισήμανσή της «η ιστορία των “Κόκκινων φαναριών” γνωστή και η σκηνοθεσία του Νάσου Αθανασόπουλου ακούμπησε πάνω της με σεβασμό! Δεν την άλλαξε, την άφησε όπως ήταν τότε… απλά την προσκάλεσε να έρθει στην εποχή μας για να μας υπενθυμίσει…».

1963: ΜΠΕΚΕΤ – ΓΑΛΑΝΟΣ ΕΞΙΣΩΣΗ ΑΝΙΣΗ
Με δεδομένο τον σεβασμό του Αθανασόπουλου στο κείμενο του συγγραφέα απομονώνω την πρόταση «δεν την άλλαξε,  την άφησε όπως ήταν τότε», αναρωτιέμαι λοιπόν αυτό που φαντάζει ως έπαινος για τον σκηνοθέτη μήπως είναι εάν πάρεις κυριολεκτικά το απόσπασμα μια «στείρα» προσέγγιση μιας εύκολης προσαρμογής εν ονόματι του κειμένου. Φυσικά και δεν έκανε μια τέτοια σκηνοθεσία ο Αθανασόπουλος μόνο που οι διαφοροποιήσεις του δεν είναι τόσο φανερές. Ο Ιονέσκο γράφει (5) για τα έργα του Μπέκετ «…είναι  φάρσες μα εκείνο που βαραίνει σ’ αυτά είναι η τραγικότητα δοσμένη με νέα αισθητικά μέσα…» και συμπληρώνει «ο Μπέκετ είναι κατ’ ουσία τραγικός γιατί ακριβώς στα έργα του είναι ο πανανθρώπινα. Άνθρωπος, που παρουσιάζεται σαν θεωρημένη μορφή, και όχι ο άνθρωπος μιας τάδε κοινωνίας ή μιας τάδε τάξεως, ούτε ο άνθρωπος που προσδιορίζεται από μια ιδεολογία. Οι ήρωές του, οι αντιήρωές του όπως είπαμε είναι περισσότερο ανθρώπινα σύμβολα, που μες από την ίδια τους αδιάκοπη κι άσκοπη φλυαρία προσπαθούν να βρουν μια μικρή σωτηρία…».
Ο Γιώργος  Καμβυσέλλης γράφει για την πλοκή του έργου τα «Κόκκινα φανάρια» στον κατάλογο μεταξύ άλλων «…τις γυναίκες ελευθερίων ηθών που ζουν, αναπνέουν μέσα σε μια ατμόσφαιρα φαινομενικά χωρίς ηθική, χωρίς ελπίδα λυτρώσεως, αλλά που κάτω απ’ τη μάσκα της παντοτινής χαράς που τους χάρισε η ανάγκη του “επαγγέλματος” κρύβουν αντιδράσεις ανθρώπινες, συγκινητικές…» και εδώ είναι συγκρινόμενη διαφοροποίηση στην υποβόσκουσα “παθητική τραγικότητα” του Μπέκετ που λυτρώνει μέσα από τη μη δράση. Σε σχέση με τη «χωρίς ελπίδα λυτρώσεως» δακρύβρεχτη τραγικότητα του Γαλανού εάν και όποτε γίνεται επιφανειακή. Επιχειρώ μια άνιση σύγκριση δεδομένων των συγγραφικών μεγεθών για έναν λόγο ακόμη το αριστούργημα του Μπέκετ «Ω οι ωραίες (ευτυχισμένες) ημέρες» ανέβηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1963, ενώ το έργο «Κόκκινα φανάρια» πρωτοανέβηκε το 1962 στο «Πορεία» (6) της Αθήνας. Τα “Κόκκινα φανάρια” είναι βασισμένο σε συγκρούσεις παθών και προφανή τραγικά αδιέξοδα, δια-ποτισμένο από το κλίμα -κυρίως στον κινηματογράφο του νεορεαλισμού και δει του ιταλικού, γι’ αυτό και η κινηματογραφική του εκδοχή, γυρισμένη με μαεστρία το 1963 από τον Βασίλη Γεωργιάδη, ο οποίος ελαχιστοποίησε τα μελό στοιχειά του εύκολου συναισθήματος και διακρίθηκε την επόμενη χρονιά δεύτερος μετά το περίφημο  8 ½ του μεγάλου κινηματογραφιστή Φ. Φελίνι.
Απεναντίας στο έργο του Μπέκετ, κορυφαίο θεατρικού παράλογου, η απουσία της εύκολης τραγικότητας προτάσσει ένα έργο που στηρίζεται στο προφανές αντί-συναίσθημα και αφήνει τον απαιτητικό θεατή να νιώσει το χάος της έλλειψης επικοινωνίας βουτηγμένο στο παράλογο της “αναπότρεπτης λογικής” που πνίγει την κραυγή μας και μας οδηγεί σ’ αυτή τη διατυπωμένη υπερβολή του Ιονέσκο. Ο «πανανθρώπινος Άνθρωπος» συμβολισμένος και θα συμπλήρωνα όχι έρμαιο εν ονόματι του θεατρικού λόγου κλισαρισμένων φράσεων με ηθικολογικό επίχρισμα. Φυσικά ο ίδιος ο Μπέκετ (7) δίνει την απάντηση με τον στιβαρό λόγο του στο αν το κείμενο του ’63 είναι και με ποιες προϋποθέσεις επίκαιρο σήμερα «ο κόσμος είναι η προβολή της συνείδησης του ατόμου (μια αντικειμενοποίηση της βούλησης του ατόμου θα ’λεγε ο Σοπενχάουερ) η συνθήκη πρέπει συνεχώς να ανανεώνεται, η δημιουργία του κόσμου δεν έγινε μια μονή φορά αλλά γίνεται  κάθε μέρα… Οι μεταβατικές περίοδοι που χωρίζουν τη μια προσαρμογή από την επόμενη αντιπροσωπεύουν τις επικίνδυνες ζώνες στη ζωή του ατόμου, περιοχή αστάθειας, απειλής πόνου, μυστηρίου και γονιμότητας, όταν για μια στιγμή τη θέση της ανίας της ζωής την παίρνει η οδύνη της ύπαρξης.

ΜΕΣΩ ΝΤΕΡΙΝΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ Σ’ ΑΠΟ-ΔΡΑΣΗ
Το κοινό! Πού να βρίσκεται κρυμμένο
Γιορτινό! Μακρινό κι αγαπημένο
Το κοινό! Στον εαυτό μου να βουτήξω
Και στα βάθη του ν’ αγγίξω ουρανό.
Δ. Σαββόπουλος «ο μικρός μονομάχος»(8)
Οταν στη σχέση κόσμου – ατόμου πρέπει να αντικειμενοποιήσει μέσω συνείδησης – γνώσης (με την έννοια που οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν τη γνώση ανά-μνηση) και μεταφορικά προσδιοριστεί διά μέσου της τέχνης ως αναδημιουργία λέει ο Βασίλι Καντίνσκι (9) το έργο το φτιάχνουν δυο, ο δημιουργός και ο δεκτής του, άρα το κοινό είναι συνδημιουργός, αλλά ποιο κοινό, αυτό που περιγράφει ο Σαββόπουλος ή τόσα άλλα ταυτόχρονα σε συνδυασμούς. Ας πούμε αυτός που καγχάζει πως αγαπά και “γνωρίζει” το θέατρο δεν μπορεί να καταλάβει πως μια λέξη σε ένα ποίημα μπορεί να αλλάξει το περιεχόμενό του συνολικά γιατί το “νυχτερινό” του Λαπαθιώτη θα ήταν ένα κυριολεκτικά κοινότυπο ποίημα χωρίς τον υπερρεαλιστικό στίχο «ένα φεγγάρι πράσινο μεγάλο». Αυτό το πράσινο με οδηγεί πάλι στον Ντεριντά και στη λευκή μυθολογία «…η αριστοτελική προβληματική της μεταφοράς δεν ανατρέχει σε μια πολύ απλή, πολύ σαφή ή μη σε μια κεντρική αντιπαράθεση αυτών που έμελλε να ονομαστούν propre και figure κυριολεκτικό και μεταφορικό νόημα. Τίποτε δεν αποκλείει μια μεταφορική λέξη να είναι propre. Οικεία δηλαδή appropriee, προσιδιάζουσα, πρέπουσα (πρέπον: προσήνουσα, ευπρεπής, όχι δυσανάλογη, αρμόζουσα, εν σχέσει προς το θέμα, την περίσταση, τα πράγματα, έννοια κυριαρχίας είναι το κατευθυντήριο νόημά του. Κύριον: κατ’ επέκταση το κύριον ερμηνεύεται ως πρωταρχικό νόημα… (το δε κύριον και το οικείον ρητορική Γ’ λόγο τρέχον όνομα (κύριον) όποιο χρησιμοποιεί ο καθένας μας» Ποιητική 1457.
Φυσικα αν το θέατρο στηρίζεται στο βίωμα ως «αιτία της μιμήσεως» ως καλλιτεχνική πραξη που το ξεπερνά (γιατί ποια γυναίκα ας πούμε θα μπορούσε να έχει πειστική δραματική απόδοση για μια πόρνη όταν ποτέ δεν έχει επισκεφτεί οίκο ανοχής; Ερχεται, λοιπόν, η γνώση της ιεραρχημένης γλώσσας εργαλειακά να αποδώσει νοήματα μέσα από αυτόματους συνειρμούς του δέκτη – κοινού χωρίς το βίωμα – χρόνος. Αυτό το πύκνωμα του χρόνου, το δικέφαλο τέρας καταδίκης και σωτηρίας, τον χρόνο αλά Μ. Προυστ, τον λαμβάνει υπ’ όψιν πολύ ο καλλιτέχνης που είναι ο χειριστής των θεατρικών μέσων, ο σκηνοθέτης δηλαδή. Τις πολλαπλά διαφοροποιούμενες εικόνες με τα όποια μέσα διαθέτει τις δίνει πρώτα από όλα αυτός στο κοινό.
Π.χ. το σκηνικό το βαμμένο σταθερά κόκκινο από την ομάδα της παράστασης “Κόκκινα φανάρια” είναι άκαμπτο σε διαφοροποίηση εικόνων. Θα είχε άλλη λειτουργία η σχέση κύριον και τρέχον εάν ήταν βαμμένα τα σπετσάτα με ουδέτερο φωτεινό χρώμα, που ενίοτε θα γινόταν με την ιεραρχημένη παρέμβαση κόκκινου φωτός (ψαλιδωτές δέσμες) «πρέπον» ως μεταβολέας στη διαφοροποίηση εικόνων στη νοητική επεξεργασία του κοινού. Φυσικά και ψυχρά χρώματα θα απογείωναν εικαστικά το απλό σκηνικό. Απ’ αυτή την παράσταση κρατώ τη φιλότιμη ερμηνεία των ηθοποιών στη δύσκολη συνύπαρξή τους. Αντιπαραθέτω το έργο με εκείνο που θεματικά έχει κοινά στοιχεία «Η αόρατη Όλγα» του Γιάννη Τσίρου, ανέβηκε το 2014 στο θέατρο «Θησείο» και είχα την τύχη να το δω, μια πόρνη, η Λένα Παπαληγούρα (10) σε έναν οίκο ανοχής που ο αρσενικός άνθρωπος – πελάτης μαστροπός, αστυνομικός, δικηγόρος, γιατρός στον ιστό της νομιμότητας αντιπαλεύει τον αδήλωτο στο προφανές χαρακτήρα της γυναίκας Ανθρώπου που αναζητά την επιβεβαίωση χωρίς συναισθηματισμούς και εύκολες συγκινήσεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Ναπολέων Λαπαθιώτης 1893-1944. Αφιερώθηκε στη μουσική, τη ζωγραφική και τέλος την ποίηση. Παρακμιακός, αυτοκαταστροφικός ποιητής, εναντιώθηκε στις νεωτεριστικές τάσεις. Πρόσφατα, στις 16/5, η ΕΡΤ3 παρουσίασε την ταινία “Μετέωρο και σκιά”, τη ζωή δηλαδή του Λαπαθιώτη, που ενσάρκωσε ο Τάκης Μόσχος. Παραγωγή 1985, σε σκηνοθεσία του Τάκη Σπετσιώτη. Ενα νεορομαντικό έργο με στοιχεία ντεκαντάνς… εποχής.
2) Θεωρώ αδιανόητο ερασιτεχνικές παραστάσεις να περνούν δύο ώρες σε διάρκεια.
3) Διεθνές καλλιτεχνικό κίνημα. Ξεκίνησε το 1962 στη Γερμανία και το ντανταϊστικό του πνεύμα, χωρίς συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, απλώθηκε διακριτικά σε ομάδες και τάσεις παγκοσμίως.
4) Ηθοποιο-γραφικό με την έννοια ότι γράφοντας ή επιλέγοντας έργα πάνω στις συγκεκριμένες δυνατότητες των δεδομένων ηθοποιών.
5) Από τον πρόλογο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου “Ο Σ. Μπέκετ και το σύγχρονο θέατρο” και το βιβλίο “Ω οι ωραίες μέρες”, εκδ. Δωδώνη.
6) Στο θέατρο “Πορεία” στις 24/2/62 σε καλλιτεχνική διεύθυνση Αλέξη Δαμιανού.
7) Από το βιβλίο “O Samuel Beckett” για τον Marcel Proust, εκδ. Ερμείας, μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ.
8) Από το άλμπουμ του Δ. Σαββόπουλου “Μην πετάξεις τίποτα” του 1994.
9) Βασίλι Καντίνσκι. “Τέχνη και καλλιτέχνες” εκδ. “Νεφέλη”, μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
10) “Η αόρατη Όλγα” σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη με την υπέροχη Λένα Παπαληγούρα (που πήρε για την παράσταση το βραβείο Μελίνα Μερκούρη), μαζί της οι Βασίλης Καραμπούλας, Γρηγόρης Γαλάνης.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα