Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Η τραγική μοίρα των γυναικόπαιδων του Λιβαδά

Κατά την πυρπόληση του χωριού στις 29/9/1943

…πυκνές φλόγες και καπνοί ξεπετάγονταν από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών μας, έγλυφαν τους τοίχους και ανέβαιναν ως τα ουράνια. Κόποι και ιδρώτας πολλών χρόνων γίνονταν σε μια στιγμή παρανάλωμα φωτιάς και ολέθρου…

«Η μάνα σφίγγει τα παιδιά
σφιχτά στην αγκαλιά της
γιατί ‘ναι χρόνοι δίσεχτοι
και τρέμει μην τα χάσει»

Στο κείμενο αυτό θα περιγράψω την τραγική ιστορία των γυναικόπαιδων του Λιβαδά κατά την ημέρα της πυρπόλησής του στις 29-9-1943.
Τονίζω ότι η περιγραφή μου στηρίζεται σε προσωπικά βιώματα τα οποία αποκόμισα σαν ένα από αυτά τα παιδιά αλλά και στα λεγόμενα της αείμνηστης μάνας μου, της Σειραδοκωστίνας, η οποία έζησε από πρώτο χέρι και στην πρώτη γραμμή τούτη την τραγική ιστορία.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Ξημερώματα 29 Σεπτεμβρίου 1943… Μόλις ξυπνήσαμε καταλάβαμε ότι το χωριό ήταν μπλοκαρισμένο από όλες τις μεριές. Σε λίγο εμφανίστηκαν τρία αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης, τα φοβερά “Στούκας”, που αμέσως άρχισαν να εφορμούν σαν γεράκια προς το χωριό και να το βομβαρδίζουν ανελέητα.
Κλειστήκαμε στα σπίτια μας. Τρομακτικοί κρότοι ακούγονταν από τις βόμβες που έσκαγαν. Τα σπίτια έτρεμαν συθέμελα, τα τζάμια έσπαζαν με θόρυβο και τα Στούκας, σαν δαίμονες της κόλασης, συνέχιζαν για ώρες το δολοφονικό τους έργο.
Σε λίγο ο βομβαρδισμός σταμάτησε και οι Γερμανοί όρμησαν προς τα σπίτια και με φωνές και κλωτσιές μας έβγαλαν έξω και μας έκλεισαν στο “Τηλέφωνο”. “Το Τηλέφωνο” ήταν ένα ακατοίκητο σπίτι που χρησίμευε ως αποθήκη ζωοτροφών και όφειλε το όνομά του στο γεγονός ότι εντός αυτού λειτουργούσε το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού. Αμπάρωσαν τις πόρτες και τα παράθυρα και έβαλαν φρουρούς με πολυβόλα γύρω από το σπίτι. Yστερα άρχισαν μιαν άγρια λεηλασία των σπιτιών του χωριού διαρπάζοντας ό,τι πολύτιμο υπήρχε σε αυτά.
Στη συνέχεια επιδόθηκαν σε έναν άγριο ψυχολογικό πόλεμο εναντίον μας. Μας είπαν ότι θα βομβαρδίσουν “το Τηλέφωνο” για να μας σκοτώσουν ομαδικά! Eτσι όταν ακούσαμε πάλι το μούγκρισμα των στούκας πιστέψαμε πως ήλθε το τέλος μας. Σαν από ένστικτο ορμήσαμε προς την “λεμπάρτα” και βρεθήκαμε όλοι μαζί στο ισόγειο. Ξαφνικά στο παράθυρο του ισογείου εμφανίζεται ο γερμανός φρουρός με το όπλο στο χέρι και αρχίζει να πυροβολεί στο σωρό. Εδώ σκοτώθηκε επί τόπου η Αμαλία Νικ. Τσουρή 14 χρόνων και τραυματίστηκε θανάσιμα η Μαίρη Χαραλ. Σειραδάκη, 16 χρόνων, την οποία οι Γερμανοί εκτέλεσαν την επομένη στην πλατεία της “Κείθε Βρύσης”. Έτσι “Το Τηλέφωνο” έμεινε μέχρι σήμερα στη μνήμη των μεταγενέστερων ως εμβληματικό σημείο του Λιβαδά, σύμβολο μαρτυρίου και θυσίας των Λιβαδιανών, που καθαγιάστηκε από το αίμα των δύο αθώων κοριτσιών.
Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο γυρίσαμε πάλι πίσω στον πρώτο όροφο από τον ίδιο δρόμο. Εν τω μεταξύ η κατάσταση της πληγής της Μαίρης ήταν πολύ άσχημη και η πρόχειρη επίδεση που της έκαναν δεν σταμάτησε την αιμορραγία.
Το απόγευμα της τρίτης ημέρας μάς έβαλαν στο δρόμο για τη Σούγια. Η άτυχη Μαίρη, εξαντλημένη από την αιμορραγία, δεν μπορούσε να περπατήσει. Eνας Γερμανός τη λυπήθηκε και θέλησε να της φέρει ένα γαϊδουράκι να καθίσει. Όμως ένας δεύτερος, πιθανότατα γκεσταμπίτης, έσπρωξε βίαια τον πρώτο, τον έριξε κατά γης και αμέσως έσυρε το πιστόλι του, το ακούμπησε στο σαγόνι της τραυματισμένης Μαίρης, την πυροβόλησε εξ επαφής και την εκτέλεσε.
Εν τω μεταξύ πυκνές φλόγες και καπνοί ξεπετάγονταν από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών μας, έγλυφαν τους τοίχους και ανέβαιναν ως τα ουράνια. Κόποι και ιδρώτας πολλών χρόνων γίνονταν σε μια στιγμή παρανάλωμα φωτιάς και ολέθρου. Από την πλατεία της Κείθε Βρύσης ξεκινήσαμε για τη Σούγια. Μας συνόδευαν πολλοί και βαριά οπλισμένοι Γερμανοί. Περνώντας έξω από το δάσος “Μαχιά” μας απείλησαν ότι θα μας βάλουν μέσα και θα μας κάψουν ζωντανούς!
Σε λίγο φτάσαμε στη Σούγια. Εκεί μας έκλεισαν σε ένα περιφραγμένο στρατόπεδο και μας φρουρούσαν πάνοπλοι Γερμανοί. Η μητέρα μου είχε μαζί της και τα πέντε παιδιά της. Πίστευε, όπως και όλοι, ότι μας πήγαιναν για εκτέλεση. Προσπάθησε να βγάλει έξω από τον κλοιό ένα τουλάχιστο παιδί της, για να μην ξεκληριστεί, όπως έλεγε, ολόκληρη η οικογένειά της.
Με τη βοήθεια του Νίκου Παπαγρηγοράκη κατόρθωσε να βγάλει έξω από το γερμανικό στρατόπεδο εμένα. Eτσι εγώ, στάθηκα πιο τυχερός αφού η αιχμαλωσία μου σταμάτησε στη Σούγια, σε αντίθεση με τα αδέλφια μου και τα άλλα παιδιά του χωριού που τα οδήγησαν στις φυλακές της Αγιάς.
Διερωτώμαι ποιες διεφθαρμένες και διεστραμμένες συνειδήσεις οργάνωσαν και εκτέλεσαν τέτοιο σωματικό και ψυχικό μαρτύριο σε βάρος γυναικόπαιδων.
Πόσο αρρωστημένα ήταν αυτά τα μυαλά που απειλούσαν με ομαδική εκτέλεση διά βομβαρδισμού ή με κάψιμο γυναίκες και παιδιά τα οποία, κατά τεκμήριο, δεν είχαν καμιά δυνατότητα άμυνας και αντίστασης εναντίον τους.
Δεν είναι αυτό άραγε έγκλημα πολέμου ή καλύτερα δεν είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας;
Αλήθεια ποιος τιμωρήθηκε γι’ αυτά τα ολοκαυτώματα των χωριών μας; Ποιος απολογήθηκε για το αθώο αίμα της Αμαλίας, της Μαίρης και των άλλων θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας;
Ποιος λογοδότησε και ποιος πλήρωσε για τις αμέτρητες υλικές καταστροφές στα χωριά και στις πόλεις της Ελλάδας;
Ολα θυσία στο βωμό και στις σκοπιμότητες της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα