Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

Η νύχτα θα είναι μεγάλη

» Santiago Gamboa (μτφρ. Δήμητρα Σταυρίδου, εκδόσεις Διόπτρα)

Όταν είχα διαβάσει τις Νυχτερινές ικεσίες του Σαντιάγκο Γκαμπόα είχα ενθουσιαστεί. Με απογοήτευση είδα τον καιρό να περνάει και να μην κυκλοφορεί άλλο βιβλίο του στα ελληνικά, παρότι είχε τύχει ικανοποιητικής υποδοχής από το εγχώριο κοινό. Με χαρά είδα πως στο ανανεωμένο εκδοτικό πρόγραμμα των εκδόσεων Διόπτρα υπήρχε το όνομά του. Προσδοκίες στο μέγιστο και αναμονή στα κόκκινα. Με την κυκλοφορία του Η νύχτα θα είναι μεγάλη έγινε άμεση άρση οποιουδήποτε αναγνωστικού προγραμματισμού. Δεν γινόταν αλλιώς.
Εκτός από ενθουσιασμό, στη φαρέτρα των προσδοκιών υπήρχε το στυλιζάρισμα στην αφήγηση, οι διακειμενικές αναφορές, η σύγχρονη ποπ κουλτούρα, η έκδηλη αγωνία των προσώπων αλλά και η πρόφαση μιας αστυνομικής πλοκής που θα εξυπηρετούσε τις βαθύτερες συγγραφικές επιδιώξεις, μεταξύ άλλων να πει μια ιστορία από μια ταραγμένη γωνιά του πλανήτη. Ένας ευδιάκριτος, πλην όμως εν μέρει αυθαίρετος, ορίζοντας προσδοκιών είχε κιόλας δημιουργηθεί πριν ακόμα γυρίσω την πρώτη σελίδα. Η αρχή ήταν στο πλαίσιο όσων ανέμενα: Στην Κάουκα, μια επαρχία της Κολομβίας που όπως και οι υπόλοιπες βασανίστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο των τελευταίων ετών, ένα κομβόι αυτοκινήτων πέφτει σε μια καλά στημένη ενέδρα ενόπλων. Μοναδικός μάρτυρας ένα παιδί, δώδεκα ετών, που στα μέρη εκείνα δεν είναι πια και τόσο παιδί. Η αρχική αστυνομική αναφορά θα κουκουλωθεί, η είδηση δεν θα φτάσει ως τις εφημερίδες, το σκηνικό θα καθαριστεί σχολαστικά. Μια ανώνυμη καταγγελία θα γίνει η αιτία για περαιτέρω έρευνα, η αιτία να μην μείνει στην αφάνεια μια ακόμα ιστορία βίας, όπως τόσες και τόσες άλλες, τη στιγμή που διάφορα πτώματα κάνουν την εμφάνισή τους. Μια θαρραλέα, ανεξάρτητη δημοσιογράφος, η Χουλιέτα Λεζάμα, που πουλά τα ρεπορτάζ της σε εφημερίδες του εξωτερικού, θα αφήσει την Μπογκοτά για να ερευνήσει από κοντά την καταγγελία αυτή, που η διαίσθησή της της λέει πως έχει πολύ ζουμί. Στο πλευρό της και ένας αδιάφθορος εισαγγελέας, ένας από τους λιγοστούς ευσυνείδητους υπηρέτες του νόμου.
Με όχημα τη διαλεύκανση της υπόθεσης αυτής, ο Γκαμπόα θα αφηγηθεί μια ιστορία που, παρότι μοιάζει με μεμονωμένο περιστατικό, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης κολομβιανής πραγματικότητας, που οι ρίζες της φτάνουν βαθιά στα σκοτεινά υποστρώματα της βίας και της διαφθοράς. Η Χουλιέτα, με τη βοηθό της, πρώην στέλεχος των ανταρτών, αλλά και ο εισαγγελέας, με τους έμπιστους συνεργάτες του, είναι τα πρόσωπα κλειδιά, οι απαραίτητοι ήρωες που, αντίθετα με τη σιωπηλή πλειοψηφία του σιναφιού τους, δεν αδιαφορούν σηκώνοντας τους ώμους και λέγοντας πως αυτά είναι περιστατικά που συμβαίνουν και καλό είναι να μην μπλέκεται κανείς γιατί θα βρεθεί μπλεγμένος και ο ίδιος, οι απαραίτητοι τρελοί σε έναν κόσμο αρκούντως παράλογο. Είναι επίσης μια ιστορία που δεν αρκείται στην εξωτική βία της χώρας που εν πολλοίς έχει να κάνει με το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά που διαθέτει και άλλα παρακλάδια, όπως η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η παρουσία δεκάδων θρησκευτικών σχημάτων που ψαρεύουν στα θολά νερά της απελπισίας και της φτώχειας. Άλλωστε, το διακύβευμα είναι πάντοτε ο πλούτος και η εξουσία. Είναι όμως και μια υπενθύμιση πως το τέλος του εμφύλιου πολέμου άλλο δεν είναι παρά ένα χαρτί με υπογραφές των δύο μερών, πως η καθημερινότητα της χώρας απέχει αρκετά από το να χαρακτηριστεί αθώα και ήρεμη.
Με ικανοποιητικό τρόπο, ο Γκαμπόα ξεδιπλώνει την έρευνα που θα οδηγήσει στην ανακάλυψη των δύο αντίπαλων μερών, επιδιώκοντας τις αναγκαίες κορυφώσεις, επιφυλάσσοντας τις αναμενόμενες ανατροπές μέχρι τη λύση του αινίγματος, χρησιμοποιώντας με σύνεση τα ευρήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ρέουσα ανάγνωση με το απαραίτητο σασπένς που θα επιβάλλει τον δικό της αναγνωστικό ρυθμό. Παράλληλα, επιδιώκει να χτίσει πειστικά τους χαρακτήρες του, να κάνει εμφανές το υπόβαθρο από το οποίο αντλούν το πάθος και τη θέληση για την αποκάλυψη της αλήθειας, χωρίς να τους λειαίνει τις γωνίες εκείνες που θα τους έκαναν πραγματικούς ανθρώπους και πειστικούς χαρακτήρες και όχι στείρους λογοτεχνικούς ήρωες. Αν το Η νύχτα είναι μεγάλη κρινόταν αποκλειστικά και μόνο ως ένα αστυνομικό, κατά την ευρύτερη έννοια του είδους, μυθιστόρημα, τότε λίγα αρνητικά θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον συγγραφέα, αφού ως τέτοιο στέκεται με ιδιαίτερη άνεση σε μια απαιτητική κατηγορία, θυμίζοντας έναν άλλο αγαπημένο του ελληνικού κοινού, τον Γάλλο Καρίλ Φερέ. Ο τρόπος με τον οποίο ο Γκαμπόα ενσωματώνει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της Κολομβίας προσδίδει περαιτέρω πόντους στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της πώλησης εξωτισμού προς τέρψιν ενός εκτός συνόρων αναγνωστικού κοινού, που στη λογοτεχνία ζητά την επιβεβαίωση ενός πλήθους στερεοτύπων με τα οποία είναι φορτωμένος.
Όμως, από το βιβλίο αυτό περίμενα πολλά περισσότερα από ένα καλογραμμένο και με ένταση αστυνομικό μυθιστόρημα, ας όψονται οι προσδοκίες που ο ίδιος ο Γκαμπόα φρόντισε να με γεμίσει. Θυμήθηκα το Τέρρα Άλτα του Χαβιέρ Θέρκας, ένα συμπαθητικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με αναφορές στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Καταλονίας, άνισο ωστόσο ως προς το ύψος της βιβλιογραφίας του συγγραφέα. Η σύγκριση του έργου ενός συγγραφέα με βάση το δικό του πρότερο έργο μπορεί να είναι άδικη ή αυστηρή, είναι ωστόσο αναπόφευκτη, καθώς εξ αυτής προέρχονται οι προσδοκίες για κάθε επόμενο έργο του, ένα κλειστό κύκλωμα στο οποίο η όποια διαφορά στην τάση του ρεύματος είναι εμφανής. Στο Η νύχτα θα είναι μεγάλη το πρόβλημά μου δεν είχε να κάνει ούτε με τον αστυνομικό μανδύα ούτε με τις συγγραφικές επιδιώξεις, όπως τουλάχιστον μπόρεσα να τις διακρίνω, αλλά με την απουσία του γνώριμου από τις Νυχτερινές ικεσίες στυλ και του τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιούσε λογοτεχνικά την προώθηση της πλοκής. Οι δευτερεύουσες ιστορίες δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν παρά μόνο ως γέμιση της κεντρικής πλοκής, με την εξαίρεση ίσως της πρωτοπρόσωπης αφήγησης της ζωής ενός από τους ηγέτες των συμμοριών. Έλειπε επίσης η αγωνία στην αφήγηση και τα πρόσωπα που δικαιολογούσε ως ένα βαθμό την αφήγηση εκείνης της ιστορίας, ιστορίας αρκετά πιο φιλόδοξης και κοσμοπολίτικης. Στις Νυχτερινές ικεσίες, παρά το πιο βαρυφορτωμένο ταμπλό, ο Γκαμπόα πέτυχε πολλά, εδώ όχι και τόσα τελικά, σ’ ένα αποτέλεσμα πιο αδιάφορο, ένα βιβλίο που δυστυχώς σύντομα θα ξεχαστεί, παρότι ίσως γνωρίσει υψηλότερες πωλήσεις. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την αδιαφορία.
Προσδοκίες προδομένες και ανικανοποίητες. Δυστυχώς.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα