Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024

Γλώσσα και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

Τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε το Ελληνικό κράτος, η Ελλάδα της Μελούνας όπως αποκαλείτο στις αρχές του 20ού αιώνα, πέρα της οικονομικής και διοικητικής αδυναμίας του, ήταν: α) το εθνικό, η εθνική αποκατάσταση και ολοκλήρωσή του, όπως εκφραζόταν με τη Μεγάλη Ιδέα,

β) το γλωσσικό, δηλαδή ποια γλώσσα θα επικρατήσει, τι γλώσσα θα χρησιμοποιεί η Εκπαίδευση και
γ) το πελατειακό πρόβλημα, δηλαδή η πρακτική των κομματαρχών και της εκάστοτε ελληνικής κυβέρνησης, να διορίζει στις διάφορες υπαλληλικές θέσεις τούς ημέτερους και να απολύει τους οπαδούς των

αντιπάλων κομμάτων, κάτι που στιγμάτιζε το δημόσιο πολιτικό βίο της χώρας.
Αναλύοντας το θέμα της Γλώσσας και Εκπαίδευσης, έχουμε να παρατηρήσουμε ότι μετά το Γλωσσικό Μανιφέστο του Ψυχάρη “Το ταξίδι μου”, 1888 και ιδιαίτερα μετά τον καταστροφικό πόλεμο 1897, σήμανε το ξέσπασμα μιας υποβόσκουσας αντίθεσης μεταξύ δύο διαφορετικών κινημάτων με αφορμή τη Γλώσσα.
Το πρώτο κίνημα ευαγγελιζόταν την αναβάπτιση στο αρχαίο μεγαλείο με την επιστροφή στην προγονική γλώσσα τής οποίας φυσική συνέχεια θεωρήθηκε η καθαρεύουσα.
Το δεύτερο κίνημα απέβλεπε στην αναγέννηση του λαού μέσα από μία εθνική Γλώσσα τη δημοτική. Εμπροσθοφυλακή του κινήματος αυτού ήταν ο Κωστής Παλαμάς.
Η Εκπαίδευση, όπως ήταν φυσικό θα γίνει αποδέκτης της δυναμικής που θα αναπτυχθεί μεταξύ των δύο κινημάτων: γλωσσαμυντόρων (καθαρών) και δημοτικιστών (μαλλιαρών), όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνταν και θα δεχθεί σημαντικές επιρροές από αυτή τη διαμάχη. Θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα και πολλοί θα μιλήσουν για μεταρρύθμιση, ριζικές αλλαγές, λήψη μέτρων για την εξυγίανσή της.
Οι οπαδοί του λογιωτατισμού εξεγέρθηκαν ιδιαίτερα μετά την προσπάθεια που έκανε η εφημερίδα “Ακρόπολις” να δημοσιεύσει σε συνέχειες το Ευαγγέλιο σε μετάφραση ενός πρωτοπόρου δημοτικιστή του Αλέξανδρου Πάλλη.
Ήταν η εποχή που οι αντιτρικουπικοί με τους θρησκόληπτους ενώθηκαν σε μια περίεργη συμμαχία και προέβησαν σε πρωτοφανή επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας.
Η αστυνομία χτύπησε ανελέητα, επενέβη ο στρατός για να διαλύσει τα εξαγριωμένα πλήθη. Στα πεδία των μαχών μετρήθηκαν 8 νεκροί και 80 τραυματίες.
Οι ταραχές αυτές ονομάστηκαν “Ευαγγελικά”, 1901. Οι γλωσσαμύντορες προσωρινά νίκησαν. Την 1η Φεβρουαρίου του 1902 με διάταγμα του Υπουργείου Στρατιωτικών κατασχέθηκε ό,τι είχε  σχέση με τη μετάφραση του Ευαγγελίου. Ακολούθησαν το 1903 τα “Ορεστειακά”, όπου στο Βασιλικό Θέατρο, παίχτηκε η τριλογία του Αισχύλου “Ορέστεια”, μεταφρασμένη σε απλή ελληνική γλώσσα. Και οι γλωσσαμύντορες με επικεφαλής τον Γ. Μιστριώτη έβαλαν «μπουρλότο στην Αθήνα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ. Βάρναλης.
Είναι όμως γεγονός ότι το νερό δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στο αυλάκι. Μάταια οι οπαδοί της Καθαρεύουσας προσπάθησαν να ανακόψουν την πορεία της εθνικής μας γλώσσας επιστρατεύοντας ακόμη και τους πρωτοπόρους φοιτητές. Σε λίγο καιρό ο Φώτης Φωτιάδης κυκλοφόρησε το έργο του “Tο γλωσσικό μας ζήτημα και η εκπαιδευτική μας αναγέννηση”, τονίζοντας την αναγκαιότητα της γλωσσικής εξομάλυνσης και την υιοθέτηση του ορθού λόγου, της δημοτικής. Ηταν η ίδια εποχή που η Πηνελόπη Δέλτα διατύπωνε την άποψη ότι «ο μόνος τρόπος να γραφούν παιδικά βιβλία που να αγγίζουν το ψυχικό κόσμο του παιδιού, είναι να γραφτούν σε γλώσσα δημοτική, γλώσσα κατανοητή».
Το 1905 το περιοδικό “ΝΟΥΜΑΣ” που πρωτοκυκλοφορεί, υποστηρίζει ότι ο Δημοτικισμός είναι αναγκαίος στην Ελληνική Εκπαίδευση και προκηρύσσει διαγωνισμό για τη συγγραφή Αναγνωστικών στη δημοτική.
Από τα κείμενα που υποβλήθηκαν, βραβεύτηκε εκείνο του Γ. Καρατζά, δασκάλου από την Πόλη, αλλά δεν τυπώθηκε σε μορφή βιβλίου.
Στις 14 Αυγούστου του 1909 το Κίνημα στο Γουδί πυροδότησε τα όνειρα των Ελλήνων για εθνική ανάταση. Το θέμα της δημοτικής ξανά στο προσκήνιο. Συγκεκριμένα το 1910 το ζήτημα Γλώσσα και Εκπαίδευση ξανατίθεται επί τάπητος από το νεοϊδρυθέν “Εκπαιδευτικό Όμιλο”. To δημοτικιστικό αυτό Σωματείο παίρνει πρωτοποριακές θέσεις για τον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Εκπαίδευσης. Όπως παλαιότερα ο Νουμάς έτσι και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, το 1913 προχωρεί στην προκήρυξη διαγωνισμού για τη συγγραφή του καλύτερου αλφαβηταρίου. Παρότι κανένα κείμενο από όσα υποβλήθηκαν στον Εκπαιδευτικό Όμιλο δεν κρίθηκε άξιο για να πάρει βραβείο, η προσπάθεια είναι σημαντική και ουσιαστική, αφού γίνεται πλέον κατανοητό ότι το πλαίσιο των παιδαγωγικών αρχών υπαγορεύουν τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό, τουλάχιστον για τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός άλλωστε με τη διορατικότητά του, προσβλέπει στην κατανοητή γλώσσα, στη «γλώσσα που ακούνε», όπως έλεγε, «οι συμπαγείς πληθυσμοί του αλύτρωτου Ελληνισμού». Το “πιστεύω” του ειδικότερα στο τομέα της Εκπαίδευσης είναι ότι τα πρώτα γράμματα πρέπει να δίνονται στο παιδί σε γλώσσα καθομιλουμένη. Το γεγονός ότι ανέθεσε στη Γαλάτεια Καζαντζάκη να γράψει σχολικά βιβλία, το έκανε γιατί είχε εμπιστοσύνη ότι η νέα προσπάθεια ήταν εθνικά αποδοτική και παιδαγωγικά γόνιμη. Δυστυχώς όμως το Υπουργείο της εποχής κινήθηκε σε συντηρητικούς άξονες και έκρινε ότι δεν ήταν η εποχή ώριμη και υπήρξε ανασταλτικό σε κάθε αναμορφωτική προσπάθεια στον τομέα της Εκπαίδευσης.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Το 1914 για πρώτη φορά κυκλοφόρησε το πρώτο κρατικό αλφαβητάρι με αρκετές παραχωρήσεις στη δημοτική. Το 1916 το Κίνημα Εθνικής Άμυνας, δηλαδή η Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης νομοθετεί την καθιέρωση της Δημοτικής για τις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Το νομοθετικό διάταγμα, που θα επικυρωθεί στην Αθήνα το 1917, ανέφερε στην αιτιολογική του έκθεση: «Εκτός όμως των γενικών τούτων λόγων νομίζομεν ότι επέστη η στιγμή, όπως ληφθή πρόνοια, ώστε να επιλύεται ικανοποιητικώς το μέγα και θεμελιώδες παιδαγωγικόν πρόβλημα της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσης το οποίον, όν μόνον διά το έθνος ολόκληρον ανυπολόγιστον έχει σημασίαν, αλλά και ιδιαίτατα χάριν των Ελλήνων οι οποίοι έχουν μητρικήν γλώσσαν ξένην».
Τα Αναγνωστικά που θα κυκλοφορήσουν στη συνέχεια είναι βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει παλαιότερα και τώρα παρουσιάζονται μεταγλωττισμένα στη Δημοτική. Συγγραφείς τους η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Αριστοτέλης Κουρτίδης, ο Επαμεινώνδας Παπαμιχαήλ. Η εξωτερική όψη των βιβλίων δηλώνει βιασύνη και προχειρότητα και υστερεί των παλαιότερων εκδόσεων. Το περιεχόμενό τους δεν είναι το αναμενόμενο. Παρατηρείται ακόμη φτώχεια γλωσσική, ύφος συμβατικό, στερεοτυπικές εκφράσεις, είναι πλημμυρισμένα από ακυρολεξίες και ασάφειες.
Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ασκεί δριμύτατη κριτική στα βιβλία αυτά και γρήγορα νέο νομοθέτημα έρχεται να βελτιώσει ουσιαστικά την κατάσταση. Ο νέος νόμος του 1918 επιτυγχάνει την πραγματικά μεγάλη και ποθητή αλλαγή στο τομέα της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ορίζει ότι οι συγγραφείς δε θα είναι υποχρεωμένοι, όπως πριν, να ακολουθούν διάγραμμα ορισμένο από το Υπουργείο, μόνο γενικές οδηγίες. Ακόμη ότι επιτρέπεται η έγκριση αναγνωστικού ειδικά για ορισμένες περιφέρειες του κράτους ή για ορισμένα είδη σχολείων!
Το περιεχόμενο των βιβλίων συνέταξε μια Επιτροπή που ορίστηκε από το Υπουργείο και το βάρος έπεσε στον τρόπο γραφής, ώστε κατά πρώτον τα βιβλία να είναι ευανάγνωστα, να έχουν ύφος ζωντανό και να διεγείρουν τη φαντασία του παιδιού, δημιουργώντας κατ’ αυτούς τους τρόπους θετικό αυτοσυναίσθημα στο μικρό μαθητή.
Το περιεχόμενο άπτεται της θρησκευτικής αγωγής, ενδυναμώνει την εθνική συνείδηση, καθιστά «προσφιλήν τον οικογενειακόν βίον» στο παιδί και εξοικειώνει το νεαρό μαθητή στην καθημερινή ζωή και στη φυσιολατρική διάθεση. Τα κείμενα πλαισιώνουν οι ίδιοι ήρωες, ώστε τα πρόσωπα να γίνονται οικεία στα παιδιά. Ο εθνοκεντρικός και ηθικοπλαστικός προσανατολισμός είναι πρόδηλος. Τα πρακτικά της επιτροπής τα υπογράφει ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Καρπός της ανανεωτικής αυτής προσπάθειας είναι η συγγραφή βιβλίων μνημειακών για τα δεδομένα της Ιστορίας της Εκπαίδευσης. “Το Αλφαβητάρι με τον ήλιο” σε εικονογράφηση Κων/νου Μαλέα και “Τα Ψηλά Βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου είναι οι καλύτερες αποδείξεις.
Μπορεί στις τέσσερις πρώτες τάξεις της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης η δημοτική να ’χε καθιερωθεί, αλλά στις υπόλοιπες τάξεις του Δημοτικού, τα βιβλία εξακολουθούσαν να ’ναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Καθώς επίσης και στο Γυμνάσιο αλλά φυσικά και στο Πανεπιστήμιο. Ο γλωσσικός κλασικισμός κυριαρχούσε στις ψηλές βαθμίδες της Εκπ/σης και περνούσε με τους εκπροσώπους του πολλές φορές σ’ αντεπίθεση προκειμένου να κατεδαφίσει κάθε λαϊκό έρεισμα στο μεταρρυθμιστικό έργο που συντελείτο στο δημοτικό σχολείο.
Ο γλωσσολόγος Γ. Ν. Χατζηδάκης με ειδικό φυλλάδιο “Γεννηθήτω το φως” και άρθρο. “Ο Μαλλιαρισμός εις τα Δημοτικά Σχολεία” διατύπωσε τις ανησυχίες του με βαριές μομφές για εκείνους που πρωτοστάτησαν στην προσπάθεια για το περιεχόμενο των βιβλίων. Ενα ψήφισμα καταδικαστικό προήλθε και από τις σχολικές εφορείες της Σμύρνης που τότε υπάγονταν στην Ελληνική Αρμοστεία. «Οσον αφορά εις το γλωσσικόν ζήτημα τα δύο σώματα μετά σαφή εισήγησιν της Α.Σ. του Μητροπολίτου λαμβάνοντας υπ’ όψει ότι και εν Σμύρνη από τινος μετά φανατισμού ανεξήγητου ήρχισε να επιδιώκεται υπό τινών η εξάπλωσις του νέου γλωσσικού δόγματος της δήθεν δημοτικής γλώσσης… Παμψηφεί αποφασίζουσιν, όπως απαγορεύσωσι την εισαγωγήν των δήθεν δημοτικών τούτων ιδιωμάτων εις τα σχολεία».
Φαίνεται η διαίσθηση των γλωσσαμυντόρων αντέδρασε στην προδιαγραφόμενη προοπτική ότι οι αλλαγές στο δημοτικό σχολείο, θα επιβάλλουν σταδιακά το νέο πνεύμα και σ’ ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Την περίοδο του 1915-1919 νομοθετήθηκε για την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση η ίδρυση τριών διδασκαλείων της Τεχνικής Εκπαίδευσης, της Γυμναστικής και των καθηγητών της Γαλλικής.
Στην ανώτερη βαθμίδα την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε ιδιαίτερη δραστηριότητα. Το ενδιαφέρον στράφηκε όχι στις παραδοσιακές θεωρητικές σπουδές, αλλά σε νέες πρακτικότερες κατευθύνσεις. Ετσι το 1914 το “Σχολείον των Βιομηχάνων Τεχνών” αναδιοργανώθηκε και έγινε ισότιμο με το Πανεπιστήμιο. Το 1919 ιδρύθηκε το Χημικό Τμήμα στο Πανεπιστήμιο. Το 1920 ιδρύθηκαν δύο νέες μονάδες πανεπιστημιακής βαθμίδας η “Ανωτέρα Γεωπονική Σχολή” και η “Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών Σπουδών”.
Οι κυβερνητικές αλλαγές που ακολούθησαν μετά την ήττα του Βενιζέλου το 1920 ανέτρεψαν τους συσχετισμούς των δυνάμεων στο Υπουργείο Παιδείας. Εφυγαν από το Υπουργείο Παιδείας τα στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Η αντίδραση εκδηλώθηκε πάλι βίαια και ρεβανσιστικά.
Διορίστηκε από τη νέα Κυβέρνηση μια Επιτροπεία προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων στην οποίαν μετείχαν ανάμεσα σ’ άλλους δύο γνωστοί πολέμιοι της Δημοτικής, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής Ανδρέας Σκιάς και Νικόλαος Εξαρχόπουλος.
Το πρόβλημα εστιάσθηκε στην πολιτική αλλαγή χωρίς να εξετασθεί η ουσία της παιδαγωγικής μεταρρύθμισης. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν διορισμένοι για να εκθειάσουν το παλιό, τον συντηρητισμό. Όφειλαν να ανατρέψουν ό,τι είχε κάνει ο μεγάλος τους πολιτικός αντίπαλος και ηττημένος στις εκλογές του 1920, Βενιζέλος.
Και το αποτέλεσμα του πορίσματος της επιτροπής είχε ως εξής: «Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι τα σήμερον εν χρήσει υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και κακόβουλου προθέσεως και να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι των προς διαφθοράν της ελληνικής γλώσσης και παιδείας τελεσθέντων πραξικοπημάτων». Απόδειξη για μία ακόμη φορά ότι η Ελλάδα του μεγαλείου του ’20, της Συνθήκης των Σεβρών, χωρίς το Βενιζέλο γίνεται Ελλάδα της οπισθοδρόμησης, εξελίσσεται με μαθηματική ακρίβεια σε Ελλάδα της παρακμής και του εκφυλισμού που δε θα αργήσει να έλθει. Η περίοδος αυτή είναι η καλύτερη απάντηση στον ιστορικό προβληματισμό: πώς ο παράγοντας άνθρωπος, πώς το έμψυχο υλικό μπορεί να προσδώσει δυναμική σ’ ένα τόπο να τον ωθήσει μπροστά ή πώς μπορεί να τον σύρει προς τα πίσω, να τον καταποντίσει.
Οι νέοι νόμοι των μετανοεμβριανών Κυβερνήσεων του 1921 “περί εισαγωγής ως αναγνωστικών βιβλίων εις τα Δημοτικά σχολεία των καταλληλοτέρων εις την πρό του 1917 εγκεκριμένων”, δείχνουν την ατολμία και αντιδραστική συμπεριφορά ανθρώπων που εθελοτυφλούν στα ουσιώδη προβλήματα της εποχής.
Σ’ αυτή την αθλιότητα της εκπαιδευτικής αντιμεταρρύθμισης, θα απαντήσουν οι βάρδοι του Δημοτικισμού ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, με το δημοσίευμά του “Πριν καούν”, αλλά και ο Δ. Γληνός θα ειρωνευθεί, θα σαρκάσει περισσότερο την συμπεριφορά αυτών των ανθρώπων παρά τα μέτρα με μια φράση παρμένη από τα αναγνωστικά που οι ανατροπείς ξαναχρησιμοποίησαν: “Οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, οι όφεις ιύζουσιν”.
Δυστυχώς για τη γλώσσα μας, την Εκπαίδευση, όπως και για το Έθνος, έχουν έρθει οι πιο ακατάλληλοι άνθρωποι στην πιο κρισιμότερη στιγμή της νεότερης ιστορίας μας. Η απουσία του Βενιζέλου, των ανθρώπων του και της ζωοδότρας πολιτικής του για το Έθνος, είναι εμφανής. Ο Εθνάρχης, κάτοχος αρίστης παιδείας πίστευε στη δύναμη της Εκπαίδευσης, στον αναγεννητικό και αναμορφωτικό ρόλο της για τη χώρα. Χαρακτηριστική η φράση του ως πρωθυπουργός: «Πρέπει να ξέρετε ότι την Εκπαιδευτικήν μας μεταρρύθμισην την λογαριάζω ως τον μεγαλύτερον τίτλον τής πρωθυπουργίας μου και σαν την μεγαλύτερη υπηρεσία μου εις την πατρίδα».
Με τέτοια “πιστεύω”, με τέτοιες αρχές, με τέτοιους εργάτες, η Ελλάδα είχε κάνει μια λαμπρή πορεία, ένα άλμα μέχρι το 1920, παρά τις αντιξοότητες, παρά τον εθνικό διχασμό. Η προσοχή και η ευθύνη με την οποία επέλεξε τους κατάλληλους συνεργάτες του ο Ελ. Βενιζέλος θυμίζει την Ιουστινιάνεια Εποχή του Βυζαντίου.
Τοποθετεί σε πρώτη φάση για τη μεταρρύθμιση του 1917-1920 εξέχουσες μορφές, ονομαστές προσωπικότητες, όπως τα μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Δελμούζο, Γληνό, Τριανταφυλλίδη) και σε δεύτερη φάση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929 τον Κων/νο Γόντικα και τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Η εκπαιδευτική πολιτική του Βενιζέλου, όπως και κάθε πολιτική είναι μία πολιτική αποτελεσμάτων και ουσίας. Μπορεί να κατηγορήθηκε το 1911 ότι στο Σύνταγμα περιέλαβε ως επίσημη γλώσσα του Κράτους την καθαρεύουσα από τους φορείς του Εκπαιδευτικού Ομίλου που επειγόταν για γλωσσική μεταβολή και εκπαιδευτική αλλαγή, αλλά οι περιστάσεις το επέβαλλαν, προείχαν τα εθνικά θέματα που έπρεπε να διευθετηθούν, κρινόταν η τύχη του αλύτρωτου Ελληνισμού.
Τα πυρά που δέχθηκε το 1911 ο Βενιζέλος για ψευδομεταρρύθμιση στο γλωσσικό, στο εκπαιδευτικό θέμα από τον Δ. Γληνό είναι αξιοσημείωτα: «Συνετρίβει κάθε ηθική και πνευματική αναγέννηση του Έθνους, η ανόρθωσή σου είναι κουραφέξαλα».
Το 1913 όμως που ωριμάζουν οι συνθήκες, ο Βενιζέλος επιλέγει τον Δ. Γληνό, τον επικριτή του, προκειμένου να πετύχει την ανόρθωση ενός πεθαμένου εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο φιλελεύθερος προσανατολισμός του Βενιζέλου είναι πρόδηλος και η ρήξη του με τη νοοτροπία του παρελθόντος απόλυτη. Δεν επιχειρεί όμως βιαστικές ενέργειες και εσπευσμένους χειρισμούς, προετοιμάζει τις συνθήκες να γίνουν κατάλληλες. Δράττει της ευκαιρίας μόλις οι συνθήκες το επιτρέπουν και πετυχαίνει το επιδιωκόμενο έργο του. Είναι η φιλοσοφία του πολιτικού ρεαλισμού που ενδημεί μέσα του, προσφέροντας πολύτιμο έργο σε κάθε περίσταση για την πατρίδα μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΕΛΤΑ Π.Σ., “Τα καινούργια αναγνωστικά μας” (1919), Δελτίο Εκπ/κού Ομίλου, Τόμος 2.
ΔΗΜΑΡΑΣ Α., “Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε”, Τόμ. Β’, Αθήνα, 1972.
ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, “Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως εθνικός ηγέτης”, εκδ. Σμυρνιωτάκη, Αθήνα, 1997.
ΚΕΦΑΛΛΗΝΟΥ ΕΥΓ., “Νεοελληνικά αλφαβητάρια” Εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα, 1995.
ΚΟΡΔΑΤΟΣ Γ., “Ιστορία του Γλωσσικού μας ζητήματος”, ΙΕΕ, Τόμος ΙΕ.
ΙΣΗΓΟΝΑΣ Α.Μ., “Ιστορία της παιδείας”, Ρόδος 1958.
ΛΕΦΑΣ ΧΡ., “Ιστορία της Δημοτικής Εκπαίδευσης”, Αθήνα, 1942.
ΠΑΠΑΝΟΣ Κ., “Χρονικό – Ιστορία της ανωτάτης μας Εκπαίδευσης”, Αθήνα, 1970.
ΤΖΟΥΜΕΛΕΑΣ Σ. – ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Π., “Η εκπαίδευσή μας στα τελευταία 100 χρόνια”.
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κ., “Εξάρτηση και αναπαραγωγή, ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα 1830-1922”, Αθήνα, 1977.
ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ Α., “Ο εκπαιδευτικός Δημοτικισμός και Γλωσσικός συμβιβασμός του 1911”, Ιωάννινα, 1977. “Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι”, Αθήνα, 1977.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα