Ένα κομμάτι της γυναικείας κρητικής φορεσιάς που έχει διασωθεί τόσο σε Mουσεία του εξωτερικού όσο και σε Μουσεία της Ελλάδας είναι η φούστα ή το φουστάνι ή το ρούχο ή το πο(υ)κάμισο. Ολοι αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία για να περιγράψουν ένα ένδυμα, το οποίο σε λίγες περιπτώσεις έχει διασωθεί ακέραιο, του οποίου δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τη χρήση μέσα σε ένα ενδυματολογικό σύνολο, η αξία του όμως διέσωσε το πολυτιμότερο μέρος του: τον ποδόγυρο.
Παρατηρώντας ρούχα και από άλλες περιοχές της Ελλάδας που έχουν την αντίστοιχη αναγεννησιακή μορφή καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι χρειαζόμαστε τρία επίπεδα ρουχισμού: Το εξώφορο ρούχο, το μεσόφορο ρούχο και το εσώφορο ρούχο. Θα μπορούσαμε να εικάσουμε, ακολουθώντας την παραπάνω λογική, ότι κάτω από την καρπέτα ή την κούδα ή τη σάρτζα (στην πρώιμη κρεμαστή μορφή της) φορέθηκε ένα μεσόφορο ρούχο που ακολουθεί την κοψιά του εξώφορου με πλούσια κεντημένο ποδόγυρο, ο οποίος αποκαλυπτόταν, όταν το κόκκινο ξωφόρι ανασκουμπωνόταν και από κάτω ένα τρίτο εσώφορο ρούχο που ακολουθεί και αυτό την ίδια γραμμή. Θα αποτελούσε αυτή η υπόθεση – εξήγηση και του γεγονότος ότι κανείς από τους περιηγητές που περιέγραψαν ένδυμα με το αντίστοιχο σχήμα, δεν είδε τους τόσο εντυπωσιακούς ποδόγυρους που στόλιζαν τα κρητικά αναγεννησιακά φουστάνια.
Πρόκειται για φορέματα σε υπόλευκο χρώμα από λινοβάμβακο ύφασμα, με ολοκέντητους ποδόγυρους, των οποίων το πλάτος έφτανε συνήθως τα 3,5 μέτρα και στερεώνονταν στους ώμους των γυναικών. Τα ρούχα αυτά αποτελούνταν από 5 φύλλα υφάσματος, το πλάτος του κάθε φύλλου ποίκιλε από 60 έως 70 εκατ. και ο κάθε ποδόγυρος είχε ύψος από 25 έως 70 εκατ. που είχαν κεντηθεί πριν ενωθούν μεταξύ τους όπως μαρτυρεί η ασυνέχεια του μοτίβου απ’ το ένα φύλλο στο άλλο. Φαίνεται ότι υπήρχε και δεύτερο φύλλο του ίδιου πάντα υφάσματος ραμμένο από τη μέσα πλευρά του ποδόγυρου ώστε αυτός να στέκεται καλύτερα. Κάποιες φορές υπάρχει και μία ή και δεύτερη οριζόντια πτύχωση πάνω από τον ποδόγυρο χωρίς να είναι εξακριβωμένη η χρησιμότητα της πιθανολογείται για να φουντώνει η φούστα ή για να ορίζεται ο ποδόγυρος, μπορεί κάποιο κατάλοιπο που διευκόλυνε το ανασκούμπωμα ή και ανάμνηση του βυζαντινού λώρου που δημιουργούσε κόλπο δηλαδή κοιλότητα στα ρούχα, ίσως ακόμη ένας τρόπος να αλλάζει το μήκος του ρούχου ανάλογα με τη γυναίκα που θα το φορούσε. Εντύπωση προκαλεί η σημείωση της Pauline Johnstone, που η ίδια στηρίζει σε παρατηρήσεις περιηγητών, ότι αυτός ο τύπος ρούχου δεν θα πρέπει να ήταν μακρύτερος από τη μέση της γάμπας! Στο κεντρικό φύλλο υπάρχει κατακόρυφο άνοιγμα προφανώς για να διευκολύνεται η φέρουσα κυρίως κατά την περίοδο του θηλασμού και οι σούρες ξεκινούν άλλοτε αμέσως και άλλοτε λίγο μετά απ’ αυτό το άνοιγμα, ώστε να μην δημιουργείται όγκος πάνω στην κοιλιά. Μπρος και πίσω υπάρχουν θηλιές μέσα από τις οποίες περνά κορδόνι για να κρέμεται το ρούχο απ’ τους ώμους και να στέκεται στις μασχάλες. Παράλληλα, εντοπίζεται και η πολύπτυχη λινοβάμβακη φούστα με κεντητό ποδόγυρο προσραμμένη σε εφαρμοστό αμάνικο πανωκόρμι που κλείνει πάνω στο στομάχι και αφήνει ακάλυπτο το στήθος. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει πρώτον να σημειωθεί ότι η δεκαετία που έριξε τη μέση των ρούχων ήταν η δεκαετία του 1820 και δεύτερον η ομοιότητα αυτού του ρούχου με το τούρκικο ρούχο gomlek που βλέπει ο Roderick Taylor. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το αν αυτοί οι δύο τύποι φορέματος συνυπήρξαν ή αν ο ένας διαδέχθηκε τον άλλο. Και οι δύο υποθέσεις πάντως μπορούν να δικαιολογηθούν αν παρατηρήσουμε την εξέλιξη της μόδας ή αν θεωρήσουμε ότι μία νέα μόδα δεν ήταν εύκολο να εκτοπίσει αμέσως την παλαιότερη. Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το αν το φόρεμα με πανωκόρμι φορέθηκε και χωρίς εξώφορο ρούχο, αλλά με κάποιου είδους πανωφόρι όπως “υποπτεύονταν” οι πρώτοι μελετητές, όπως διαβάζουμε στον κατάλογο της έκθεσης στην οποία αυτό παρουσιάστηκε το 1914. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε άρχισε να φοριέται ακριβώς αυτός ο τύπος ρούχου, αν δεχθούμε όλα τα παραπάνω ίσως να ακολούθησε την εμφάνιση της καρπέτας, φαίνεται όμως και συμφωνούν σε αυτό όλοι οι μελετητές ότι δεν πρέπει να επιβίωσε πέρα από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης πάντως στην Ιστορία των Σφακίων το 1888 μας λέει: «Από των ώμων κατήρχετο λευκός χιτών ποδήρης. Εξω του χιτώνος φέρουσι εξωφόριον λευκόν και τα άκρα γύρωθεν χρυσοκέντητα ή διά μετάξης ποικιλοχρόου αρίστης επεξεργασίας», χωρίς όμως να προσδιορίζει πότε οι Σφακιανές ντύνονταν έτσι.
Σημαντικές πληροφορίες ωστόσο μας δίνουν οι ίδιες οι γυναίκες που κέντησαν ή παρήγγειλαν κάποιους ποδόγυρους καθώς κάποιοι ελάχιστοι είναι ενυπόγραφοι και χρονολογημένοι. Σύμφωνα με την Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου η παρουσία των υπογραφών και των χρονολογήσεων στα κεντήματα από το 16ο αιώνα και ύστερα, οφείλεται κυρίως σε ενετική επίδραση και συναντάται συνήθως σε εκκλησιαστικά κεντήματα σπανίως δε σε κοσμικά. Ο παλαιότερος χρονολογημένος ποδόγυρος βρίσκεται στο “Metropolitan Museum” και αναγράφει 1697, ενώ δεύτερος που βρίσκεται στο ίδιο Μουσείο αναγράφει 1726. Ο πρώτος από αυτούς αναφέρει μόνο το αρχικό γράμμα του ονόματος ενώ έχουμε και δύο ποδόγυρους που βρίσκονται στο “Victoria and Albert Museum” και μας πληροφορούν για τ’ όνομα της κτητόρισσας ή της δημιουργού: ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΑ, ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ. Οι δύο αυτοί ποδόγυροι είναι χρονολογημένοι αντίστοιχα 1733 και 1757 ενώ υπάρχει στο ίδιο μουσείο και ένας τρίτος με χρονολογία 1762. Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η δημιουργός δεν ήταν απαραίτητα και η κτητόρισσα του ρούχου, κάτι που υπαγορευόταν από την οικονομική κατάσταση της ενδιαφερομένης. Υπάρχουν ποδόγυροι που είναι στενότεροι, έχουν δηλαδή ύψος 25 – 30εκατ. και οι μελετητές συγκλίνουν μάλλον στην άποψη ότι ήταν παλαιότεροι χωρίς να απαλείφονται και άλλες υποθέσεις για τη χρήση τους. Οι ποδόγυροι των οποίων το ύψος φτάνει τα 70εκατ. φαίνεται να είναι μεταγενέστεροι, όταν πια οι φόρμες μάλλον είχαν τυποποιηθεί. Ως προς το χρώμα τους υπάρχουν μονόχρωμοι σε μπλε ή κόκκινο χρώμα, συναντάμε λιγότερο συχνά δίχρωμους: κόκκινο με μπλε, κόκκινο με πράσινο και σπάνια κόκκινο με μαύρο ή κίτρινο. Συνηθέστεροι είναι οι πολύχρωμοι ποδόγυροι πάνω στους οποίους απαντώνται έως και εφτά χρώματα. Οι μελετητές δεν συμφωνούν για το ποιος χρωματικός τύπος είναι πρότερος και ποιος ύστερος, ενώ υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει ότι η μονοχρωμία προοριζόταν για τα νεαρά κορίτσια. Καταλήγουν πάντως ότι οι δύο τύποι πρέπει να ήταν σε παράλληλη χρήση. Τέλος υπάρχουν και κάποιες αναφορές για διαφορές ανάμεσα σε περιοχές ή οικογένειες, αλλά είναι μόνο υπόνοιες. Ο διάκοσμος είναι φυτικός και κυρίως άνθινος. Τις συνθέσεις συμπληρώνουν ο δικέφαλος αετός, η δεόμενη γυναίκα, το ειδύλλιο, η μονόκλωνη γοργόνα, η γοργόνα με τη διχαλωτή ουρά, ζώα, πουλιά, φίδια, μυθικά τέρατα, εραλδικά σύμβολα και χριστιανικά σύμβολα, δεν λείπουν δε σε κάποιες περιπτώσεις, οι σκηνές του γάμου ή του χορού. Κεντρικό μοτίβο αποτελεί σχεδόν πάντα ένα ανθοφόρο αγγείο. Σπανιότερος είναι ο γεωμετρικός διάκοσμος.
Οι επιδράσεις είναι βυζαντινές, οθωμανικές καθώς η δε γλάστρα ή γάστρα φαίνεται να είναι περσικής επιρροής αλλά κυρίως ιταλικής. Με τα χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο του υποβιβασμού σε άνθος δηλαδή ό,τι δεν γινόταν αντιληπτό από την μιμήτρια ή δεν ήταν ξεκάθαρο μετατρεπόταν σε λουλούδι. Η κεντρική παράσταση αναπτύσσεται ως ζωφόρος πάνω σε μία στενή ταινία που λειτουργεί ως βάση, κάποιες φορές αυτή η λωρίδα επαναλαμβάνεται και στην κορυφή του σχεδίου. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό είναι το είδος του υφάσματος που χρησιμοποιείται για αυτά τα ρούχα. Το λινοβάμβακο ύφασμα, λινό στημόνι και βαμβακερό υφάδι, αποτελεί χαρακτηριστική κρητική τεχνική. Αυτή τη συνδυαστική τεχνική συναντάμε επίσης στα κοπτικά υφάσματα όπου υφαίνονταν μαζί λινό στημόνι με μάλλινο υφάδι, στην Περσία που ύφαιναν βελούδα με μεταξωτό στημόνι και βαμβακερό υφάδι. Εκτός από το ύφασμα χαρακτηριστική κρητική τεχνική αποτελεί και ο συνδυασμός διαφόρων βελονιών. Ετσι πάνω σε έναν ποδόγυρο μπορούμε να βρούμε πολυειδής βελονιές έως και 7! Οσα απ’ αυτά τα ρούχα δεν τάφηκαν μετατράπηκαν σε εκκλησιαστικά φελόνια ή στηχάρια κατά την προσφιλή συνήθεια του δωρισμού ρούχων στην εκκλησία ή αποκόπηκε ο ποδόγυρος από το ελεύθερο κεντήματος ύφασμα, ώστε και τα δύο αυτά μέρη να καλύψουν πλέον άλλες ανάγκες ρουχισμού είτε του σπιτιού είτε της οικογενείας.
Συγχαρητηρια για το ωραίο άρθρο σας!