Τρίτη, 16 Απριλίου, 2024

Επιστροφή

Μεσόγειος. Ελλάδα. Θεοφάνεια 2017

Στη μνήμη
Εκείνων που φορώντας
τα ελληνικά φτερά
Υψώθηκαν πάνω
από τον ήλιο
Λαμπάδες καιόμενες
σε πυρ αναστάσιμο

Διέσχισε τον αιώνα και τη χιλιετία ντυμένη μια μάζα φωτός ,σαν την ουρά ενός κομήτη, φωτιά και αύρα γαλακτώδης. Πήρε και λίγη αλισάχνη προχωρημένου χειμώνα ,κάποια αβρά αγγίγματα στα μαλλιά της ,ανάμνηση της μητέρας και μπήκε στο πλοίο. Έπρεπε να περάσει θάλασσα. Την είχαν ορμηνέψει ‘’Θα φτάσεις στο φαράγγι με τον οψιδιανό ,παντού λάμπει το μαύρο πέτρωμα .Μετά θα δεις τον δρόμο με τους καλαμιώνες ,ύστερα η φύση αλλάζει ,πολλά δέντρα και γαλαζοπράσινη θάλασσα ,πλατείες με βοή από τους ανθρώπους και τα πειράγματά τους. Πέρνα μα μην σταθείς !Μόνο πιες νερό από τη βρύση στο εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ ,εκείνος θα σε γνωρίσει .Ύστερα θα μπεις στον ελαιώνα .Μην γελαστείς και τους μιλήσεις !Οι ελιές μοιάζουν με γυναίκες ,μακριά μαλλιά και πράσινα φορέματα .Λικνίζονται στον άνεμο και θαρρείς πως περπατούν . Μόλις περάσεις το μετόχι ,στο ξέφωτο είναι το σπίτι ,μπροστά του το πέλαγος.’’ Έφτασε! Στις τσέπες της το μεγάλο κλειδί ,παλαιικό ,σιδερένιο ,στην κεφαλή του σχημάτιζε μια καρδιά. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα. Ευρύχωρη κουζίνα με τη στέρνα για τους καιρούς της λειψυδρίας .Έσυρε τα φορέματά της κουρελιασμένα ,ο περίγυρος της φούστας ξηλωμένος ,οι δαντέλες αξιολύπητες. Αποκαμωμένη σωριάστηκε στον ξύλινο καναπέ ,σκαλιστός με άσπρα κεντητά μαξιλάρια Έκλεισε τα μάτια της ,ενώ ο νους της γυρνούσε στα περασμένα ,σαν να γύριζε το φύλλο στον μίσχο ,ο καρπός στον δέντρο .Σε λίγο άνοιξαν οι ουρανοί και καταρράκτες γυάλιζαν στις συρμές του βουνού. Ανήμερα των Θεοφανείων ,μετά από μισόν αιώνα οδοιπορίας ,έφτασε μόνη στο πατρογονικό σπίτι σε μια γωνιά στη Μεσόγειο. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη ,τα μαλλιά της ανακατωμένα ,μιαν έξαψη στο πρόσωπο και βλέμμα λαγαρό από την κούραση. Απίθωσε στο μπαούλο το πέπλο από το νυφικό της σαν να άφησε κάτι ξένο και ανώφελο. Τα δάση των γάμων και πώς να ξεφύγει κανείς ;Τελετές για να ξορκίσουν την εκδίκηση των εμποδισμένων ερώτων; Τώρα γνωρίζει πως αν διαβείς κάποια σύνορα δεν σε αγγίζει πια ο αποχωρισμός. Στον παλιό κόσμο ,αυτόν που άφησε πίσω της, θυμάται πολλά κλειδιά ,ακόμα περισσότερα δάκρυα κι αφράτο χώμα που όλα κάποτε τα σκέπαζε κι άφηνε μόνο την οδύνη .Θυμάται ακόμη και μια πανίσχυρη λέξη , όπλο ακατανίκητο στα χέρια των περισσότερων ,τη νοοτροπία. Αυτή καθόριζε τις τύχες των ανθρώπων ,αντρών και γυναικών .Διδαγμένη και ολέθρια ,βγάζει την ψυχή από το γνήσιο σώμα της ,την ενδύει σιδηρά ενδύματα ,ακυρώνει τις χάρες του Θεού .Τώρα θέλει να κρατήσει μόνο το γρήγορο τρέξιμο των ποδιών της , τα άλματα , την απόφασή της να μην ανήκει ,το ‘’δεν παραδίνομαι’’ των παιδικών παιχνιδιών. Μπορείς να το φωνάξεις ακόμα και την ύστατη στιγμή , όταν σε αφήνουν γυμνή και ανυπόδητη.
– Ο καιρός αγρίευε, στις αλυκές έσπαζαν αφρισμένα κύματα .Ευτυχώς η φωτιά δυνάμωνε κι η παγωνιά έφευγε ,ενώ μια θαλπωρή άρχισε ν’ απλώνεται .Το σπίτι κρατούσε παλιές χαρές ,φυλαγμένες στις γωνιές του. Άρχισε να διακρίνεται το φως του φάρου ,στο ακρωτήρι, από εκεί περνούν τα καράβια, κοντά στη νησίδα Ιέραξ .Κοφτερή χαράδρα η μνήμη, ήθελε να την ανέβει, να βγει στην κορυφή, ν’ αναπνεύσει. Μια μακρινή φωνή τη σταμάτησε ’’Μην ανέβεις !Μείνε εκεί! ’’Υπάκουσε κι άρχισε να σκέφτεται τη διαδρομή που έπρεπε να κάνει την άλλη μέρα γιατί έμαθε πως οι βοσκοί έκλεισαν τα περάσματα με πλέγματα κι ο δρόμος είχε νεροφαγώματα .Ίσως έπρεπε να μην είναι μόνη, όμως η αλήθεια της δεν μοιράζεται κι αν την φανερώσει, έτσι πορφυρή που είναι, θα υψωθεί περίεργα ξένη στις αγοραίες αισθήσεις κι η αλήθεια είναι γυναίκα!
Τακτοποίησε κάτω κι ανέβηκε στον οντά να κοιμηθεί ,άναψε το μικρό τζάκι στο δώμα. Στο κεφάλι της είχε ακόμη τα στέφανα, παράξενο που δεν τα πρόσεξε κανείς .Αλλάζοντας μονολογούσε ’’ Νυφικά , μαύρα ρούχα κι ένα κόκκινο φόρεμα στα όνειρα μας .Η Μεσόγειος με τα ακατάλυτα πένθη της που αλέθουν τα πάντα στο πέρασμά τους, κανείς δεν ξεπέρασε την καταγωγή του, θρήνοι και γάμοι .Ένας ασίγαστος καημός να τρώει κάθε χάραμα τα σωθικά των αντρών ,να γίνεται σκιά στην όποια χαρά των γυναικών .’’Με τέτοιες σκέψεις πάλευε κι αποκοιμήθηκε με μιαν αίσθηση πλησμονής γιατί ήταν πολύ κοντά σ’ αυτό που πλάγιαζε δεκαετίες τώρα στον βυθό της θάλασσας ,απρόσιτο και γιγάντιο .Την ήλκυε με αφάνταστη δύναμη και την έφερε κοντά του με δική της ακλόνητη απόφαση. Λίγο πριν να χαράξει τον ονειρεύτηκε, πως άπλωνε τα χέρια της κι αυτός ξεμάκραινε ,ανάμεσά τους άνοιγε βάραθρο. Της φώναξε΄΄ Ήθελα να σε φιλήσω ,αλλά δεν κάνει ’’,τότε ξύπνησε ταραγμένη. ‘’Τώρα είμαι μεγαλύτερή του, πολύ μεγαλύτερή του’’ σκέφτηκε και ξαναβυθίστηκε στη λύτρωση του ύπνου.
Ξεκίνησε πολύ πρωί ,η διαδρομή είχε τις δυσκολίες της .Έφτασε στο ακρωτήρι του Μάνητα πάνω από τα γκρεμνά του Σταυρού ,εκεί που μέσα στη θάλασσα αναβλύζει μικρός πίδακας γλυκού νερού. Ευθεία η νησίδα Ιέραξ ,το σχήμα της σαν γεράκι έτοιμο να εφορμήσει στη λεία του ∙μελανή ,βραχώδης ,λεπίδα καρφωμένη στο πέλαγος .Ένα σύννεφο σκίασε το βλέμμα της, πήρε την ανθοδέσμη από το αυτοκίνητο κι άρχισε να κατεβαίνει .Την απόθεσε στο νερό. Κόκκινα τριαντάφυλλα, χωρίς περιτύλιγμα ,δεμένα με μπλε κορδέλα ,τα ρεύματα γρήγορα θα την οδηγούσαν στον κάβο κι ύστερα στ’ ανοικτά. Άρχισε ν’ ανεβαίνει κι έριξε πίσω της μια τελευταία ματιά. Στα βάθη της ύπαρξής της γεννιόταν ένας παράξενος ήχος ,σαν υπόκωφος θόρυβος ,κατάλαβε ,ο δικός της Μινώταυρος, πλαγιασμένος στον βυθό, βρυχάται ,όπως κάθε χρόνο που πληρώνει τον φόρο της…
Το βράδυ ,δίπλα στη φωτιά ο νους της ταξίδεψε σε καλοκαίρι της πρώτης νιότης .Γέλια κι αγκαλιές σε κρυστάλλινα νερά ,μεστά φιλιά ,πυκνές φυλλωσιές ονείρων και ξάστεροι ουρανοί .Ο έρωτας, ένα τοπίο χωρίς αιχμές, ευλογημένη δωρεά αρμονίας! Άνοιξε ένα ξύλινο κουτί γεμάτο επιστολές μιας άλλης εποχής , διάβασε μερικές, αποστολέας ήταν εκείνη .Της παραδόθηκαν σαν ένα τραγικό υστερόγραφο. Από το πρωί ταξιδεύει σε επώδυνες μνήμες και τώρα τα αφανέρωτα δάκρυα μιας ζωής ,η κραυγή που ποτέ δεν ακούστηκε, όλα αυτά προβάλλουν αντιστάσεις ,διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά, σφάλισε τις πόρτες αφού σκέπασε με στάχτη ό ,τι είχε απομείνει από τη φωτιά . Περασμένα μεσάνυχτα και ξαφνικά ένιωσε έναν παράξενο ενθουσιασμό γιατί βρήκε τρόπο να αγγίξει λίγο φως, έστω μια λάμψη στο σκοτάδι της απώλειας. Βγαίνοντας από το σπίτι είδε πως χόρευαν αραιές νιφάδες .Οδήγησε προσεκτικά προτιμώντας τον παλιό δρόμο δίπλα στη θάλασσα και κοντά σε σπίτια. Σε μιαν ώρα περίπου έφτασε στη χιονισμένη πόλη ,πέρασε το Δημαρχείο και στάθμευσε στο τέλος της κεντρικής λεωφόρου. Περπάτησε ως τη μικρή πλατεία ,στάθηκε μπροστά στο Ηρώον, μια αναθηματική μαρμάρινη πλάκα σε ασύμμετρα επίπεδα, κεκλιμένη, τοποθετημένη στο μέσον μιας πρωτότυπης και καλαίσθητης σύνθεσης από χλόη, φυτά και δέντρα .Το χιόνι τα είχε σκεπάσει όλα ,ακόμη και τα λαξευμένα ονόματα. Έβγαλε τα γάντια και με γυμνά χέρια το απομάκρυνε από εκεί ακριβώς που έπρεπε ,τα μάτια κι όλο το κορμί της ακινήτησαν με τεράστια απαντοχή σ’ ένα όνομα κι η ανάσα της έγινε γρήγορη .Έσκυψε και χάιδεψε πολλές φορές το μικρό όνομά του ,το διάβαζε φωναχτά και χόρταινε η ακοή της .Έφερε τα δάχτυλα στα χείλη ,τα φίλησε απαλά κι ένιωσε πως έλαβε δύναμη, παράδοξη μετάληψη άλλων αχράντων μυστηρίων .Σηκώθηκε κι ακούμπησε στο χαμηλό τοίχωμα, από κάτω θέριευε το χειμωνιάτικο πέλαγος. Ο νέος άντρας που το όνομά του η γυναίκα αναζήτησε αυτή τη νύχτα για να συλλαβίσει τη συμφορά της , εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία κατέπεσε με μαχητικό αεροσκάφος ως χειριστής του στη θαλάσσια περιοχή ,λίγα μίλια δυτικά της νησίδας ΄΄Ιέραξ΄΄ .Τί κράτησε τότε ο παγερός βυθός και τί τους άφησε για να θρηνήσουν; Τα στέρεα χέρια ,τα μαύρα μαλλιά και τα φλογερά μάτια χάθηκαν και πού να έθεταν οι αγαπημένοι του το νόμισμα το χρυσό για να διαβεί τον Αχέροντα; Όλα τα σκέπασε η ελληνική σημαία. Ετάφη στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ελάχιστη παρηγοριά των γονιών του.
Από την πατρογονική κατοικία της μπορούσε να βλέπει τη μισητή νησίδα, το πέρασμα των καραβιών κι ακόμα μακρύτερα .Τον τόπο τον αρνήθηκε, σε όλη τη ζωή της ταξίδευε και φυγάδευε τον εαυτό της. Το βυθισμένο σκάφος του μοιραίου αεροπλάνου σιδερένιο και μοχθηρό την αναζητούσε παντού. Τίποτα και κανείς δεν την έδεσε έτσι όσο αυτό το υγρό μνήμα. Κόκκινα τριαντάφυλλα στα νερά της Μεσογείου σαν και τα άλλα που της έστελνε στην Αθήνα όταν σπούδαζε. Η Μεσόγειος ,κήποι και θάλασσες. Εργόχειρα ερωτευμένων κοριτσιών και φυλαγμένα μυστικά. Γρήγορο κολύμπι, ζεστά καλοκαίρια. Μαύρο πουκάμισο, φλεγόμενη κρύπτη στα φυλλοκάρδια, καφενέδες κι ανομολόγητες απουσίες . Ποιός εξαπατά τον έρωτα; Κι αν τα καταφέρει, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου ,αποκαλύπτεται και τιμωρείται. Η Μεσόγειος ,στιλπνές λάμψεις και χελιδονίσματα σε γαλαζοπράσινα νερά .Οι ποιητές θα πιάνουν τις στιγμές της και θα τους αρνείται το όλον. Ομορφιά που θα διαφεύγει ες αεί ,αυτή θα χαρίζεται στους αγνούς ,στους ανεπιτήδευτα ωραίους. Η θλίψη, μινωικό ενώτιο με γαλάζια χάντρα στην χτεσινή κορασιά. Δεν βαφτιστήκαμε σε κολυμπήθρα, αλλά πρώτα στα νερά της Μεσογείου .Ένας άντρας και μια γυναίκα ενώθηκαν με δεσμούς άφθαρτου γάμου, δίχως μάρτυρες ,τελετές και γαμήλια τραγούδια. Η γνήσια μύηση δεν τα χρειάζεται γιατί ριζώνει στο παραδείσιο άβατο της ψυχής. Δεν χάνει ποτέ φυλλωσιές και άνθη , δέντρο αειθαλές .Τώρα όμως εκείνη επέστρεψε στις συγγένισσές της ,τις αμυγδαλιές του παππού στο αλώνι ,επέστρεψε στην αλήθεια της .Εδώ ο αγέρας έχει τα χαιρετίσματα από κάποιον που αγάπησε και της στέλνει φιλιά από το επέκεινα ,σημάδια στους κελαϊδισμούς των πουλιών , στο θρόισμα της νερατζιάς.
– Λίγο πριν το πρώτο φως ξεκλείδωνε τη βαριά εξώθυρα. Μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι ένιωσε πως δεν είναι μόνη, μια μυρωδιά από φύκια απλωνόταν στον χώρο και αναρρίγησε σαν άκουσε ανεπαίσθητα βήματα .Στράφηκε και την είδε. Όρθια μπροστά της ,δαιμόνια και πανώρια. Κλαδιά ,φύλλα και ρίζες τα ενδύματά της. Αθύρματα , παιχνίδια του βοριά στα μακριά σκουροκάστανα μαλλιά .Στις παρειές έπεφταν σγουρά και τη στεφάνωναν με χάρη. Μεγαλομάτα με φρύδια σπαθιά, χείλη σφραγισμένα, εδώριζαν μιαν εύγλωττη σιωπή . Οργισμένη άφοβα της μίλησε ‘’Εξαργύρωσες πολλές φορές τα δικαιώματά σου πάνω μου .’Αλλα λάφυρα από εμένα δεν θα λάβεις .Βιάστηκες να ανέβεις .Ο σκαιός σύζυγός σου θα σε αναζητήσει .Εσύ θα επιστρέφεις μόνο στον κάμπο της Θρίας.’’ Έτσι είπε στην Περσέφασσα που αφού ακούμπησε κάτι στο τραπέζι, χάθηκε αφήνοντας θαλασσινό αγέρα στο πέρασμά της . Έτρεξε να δει, ένα μικρό λευκό όστρακο, δώρημα τρυφερής ανάμνησης , αμέσως το φώλιασε στην αγκαλιά της .Ορατές και αόρατες αλυσίδες που τους έδεναν σείστηκαν σε στεριά και θάλασσα. Αρχή και τέλος θλιβερού μίτου, βαθύ μοιρολόι και θρήνος σιγανός .Τότε η γυναίκα φώναξε δυνατά και τα τζαμιλίκια του οντά έτριξαν’’ Ποιος είπε πως οι θυγατέρες δεν κρατούν τα περάσματα;’’ Εκεί ,σε μιαν άκρη της Μεσογείου ακούστηκε ωκεάνιος λυγμός .Κάτι που δεν ετάφη ποτέ ούτε σε γη ,ούτε σε θάλασσα ,ο ισχυρός και υπερφίαλος ,ο κραταιός έρωτας, η αδάμαστη μνήμη ,το λανθάνον στα μύχια της ψυχής ,το αφανέρωτο, το ‘’για πάντα’’, το ‘’ποτέ’’, ‘’το όλον’’, στο τέλος η απόφαση. Αυτά κι άλλα τόσα έλαβαν πικρή δικαίωση με αυτήν την επιστροφή ,την ημέρα των Θεοφανείων του τρέχοντος έτους σε μιαν άκρη της Μεσογείου, σε ελληνική στεριά και θάλασσα. Κοιτάζοντας με πυρετώδες βλέμμα κι άγονη προσμονή τη μοιραία νησίδα, η γυναίκα αφού έβγαλε τα στέφανα των άλλων γάμων από το κεφάλι της ,κρατώντας τις παλαιές επιστολές και το μικρό όστρακο ,ψιθύρισε με όλες τις δυνάμεις της ‘’δ ι κ α ι ο σ ύ ν η’’. Ναι !…Αυτό είπε …’’ δ ι κ α ι ο σ ύ ν η’’….
T E Λ Ο Σ

 

Με το διήγημα ‘’Η Επιστροφή’’ συμμετείχα στον Πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος ‘’Γιώργος Σεφέρης’’ που διοργάνωσε(2016-2017) η έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Palermo από κοινού με την Ελληνική Κοινότητα Σικελίας ,’’Τρινακρία’’ και με τον Εκδοτικό Οίκο ‘’Νόστος-Εdizioni La Zisa ‘.’
Η υπόθεσή του αφορά το αφανέρωτο πένθος μιας γυναίκας που εκφράζεται επιστρέφοντας σε τόπο καταγωγής και νεανικών αναμνήσεων.
Σήμερα ημέρα εορτής της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας 8-11-2022 δημοσιεύεται για πρώτη φορά στις σελίδες των φιλόξενων Χανιώτικων Νέων ,ως μια μικρή λογοτεχνική ψηφίδα στην ιερή μνήμη των Πεσόντων Ελλήνων Αεροπόρων.

***Πρόσωπα , γεγονότα ,τοπωνύμια είναι απολύτως φανταστικά .Στη συγγραφική πρόθεση πρώτο μέλημα υπήρξε ο σεβασμός στη μνήμη των ηρωικά πεσόντων Ελλήνων αεροπόρων ,των οποίων ο κατάλογος είναι επώδυνα μακρύς.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα