Στὸ µισόφωτο τοῦ σούρουπου τὸ µάτι µου πῆρε τὸν Χρῆστο νὰ περπατάει στὸ ἀπέναντι πεζοδρόµιο. Ἀπὸ τὶς κινήσεις του κατάλαβα ὅτι ἔψαχνε κάποιο µαγαζί: κοίταζε τὶς ταµπέλες, στεκόταν µπροστὰ σὲ βιτρίνες καὶ ἐρευνοῦσε τὸ ἐσωτερικό τους, πήγαινε µπρός, γύριζε πίσω – σίγουρα κάτι ἤθελε νὰ ἀγοράσει, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔβρισκε, ὅπως φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι βγῆκε ἀπὸ ἕνα µαγαζὶ µὲ ἄδεια χέρια.
Ἐπειδὴ εἶχα καιρὸ νὰ τὸν συναντήσω (φίλος εἶναι καλὸς ἀπὸ παλιά), ἔτρεξα πρὸς τὸ µέρος του µὲ κίνδυνο νὰ µὲ χτυπήσει κάποιο ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα, ποὺ δὲν ἔλεγαν νὰ σεβαστοῦν ἕναν πεζό.
-Χρῆστο! τοῦ φώναξα πλησιάζοντάς τον.
Ξαφνιάστηκε, πολὺ περισσότερο καθὼς εἶχε τὸ νοῦ του σ΄ αὐτὸ ποὺ ἔψαχνε. Μοῦ θύµισε, µάλιστα, τὴν εἰκόνα ἀνθρώπου ποὺ τὸν πετυχαίνουν ἐνῶ κάνει κάτι παράνοµο. Ἔδειξε ὅµως καὶ τὴ χαρά του σφίγγοντας τὸ χέρι µου καὶ σχεδὸν ἀγκαλιάζοντάς µε.
-Ψάχνεις νὰ βρεῖς κάποιο µαγαζί; τὸν ρώτησα.
-Ὄχι µαγαζί· τί νὰ τὸ κάµω; νὰ τὸ πάρω στὸ σπίτι µου;
Μὲ τὴν πρώτη κουβέντα του µοῦ θύµισε τὴ συνήθεια ποὺ ἔχει, πνευµατώδης καὶ ἀνοιχτόκαρδος καθὼς εἶναι, νὰ δίνει τόνο πρόσχαρο στὶς συζητήσεις του. Σκέφτηκα ὅµως καὶ ὅτι µὲ τὴν ἀπάντησή του κάτι ἤθελε νὰ µοῦ κρύψει.
-Κανεὶς ποτὲ δὲν πῆρε µαγαζὶ στὸ σπίτι του, τοῦ ἀπάντησα. Ἄλλο ἤθελα νὰ πῶ καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ὑπονὀησες.
-Γιὰ ἀστεῖο τὸ εἶπα, βέβαια. Κάτι θέλω νὰ ψωνίσω, ἀλλὰ φαίνεται πὼς βρέθηκα σὲ λάθος δρόµο.
-Πές µου τί θέλεις· ἴσως µπορέσω νὰ σὲ βοηθήσω.
Ἔριξε µιὰ µατιὰ γύρω του, γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ πὼς δὲν ὑπῆρχε κάποιος νὰ ἀκούσει. Λίγο ἀνησύχησα βλέποντάς τον.
-Εἶµαι σίγουρος πὼς δὲν µπορεῖς νὰ µὲ βοηθήσεις. Μάλλον δὲν ὑπάρχει πουθενὰ αὐτὸ ποὺ θέλω.
-Ἀποκλείεται! Σήµερα µὲ τὴν ἐξέλιξη τῆς τεχνολογίας ἔχουν φτιάξει τὰ πάντα.
-Μὰ δὲν ἔχει σχέση αὐτὸ µὲ τὴν τεχνολογία. Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τἠν ὑπηρετοῦν ἀσχολοῦνται µὲ ἄλλα – µὲ µηχανές, µὲ τὰ ἄστρα, µὲ τὸ χρῆµα. Ἔχουν παραµερίσει τὸ πιὸ σποδαῖο. Ποὺ εἶναι δίπλα τους, ἀνάµεσά τους, ποὺ ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ποὺ θὰ ὑπάρχει καὶ ὅταν τοὺς καλέσει ὁ Ἀρχάγγελος.
Ἡ περιέργειά µου φούντωσε.
-Ποιό εἶναι αὐτό, τὸ πιὸ σπουδαῖο ὅπως λές;
-Ἐσύ!
-Ἐγώ; Ποιός µὲ ξέρει ἐµένα, γιὰ ν΄ ἀσχοληθεῖ µαζί µου;
-Ναί, ἐσύ! Κι ἐγὼ καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ περπατοῦν δίπλα µας. Τοὺς βλέπεις; Περνοῦν καὶ σχεδὸν µᾶς ἀκουµποῦν, ἀλλὰ σηµασία δὲν µᾶς δίνουν· σὰν νὰ µὴν ὑπάρχουµε.
-Μὰ εἴµαστε ἄγνωστοι ἀνάµεσα σὲ ἀγνώστους. Φαντάσου τί θὰ γινόταν ἂν ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο µιὰ σκέτη “καληµέρα”. ∆ὲν θὰ ἦταν γελοῖο;
-Ἄγνωστοι εἴµαστε, ἀλλὰ εἴµαστε ἄνθρωποι!
Κατάλαβα πὼς στενοχωρήθηκε µὲ τὸν ἀντίλογό µου, ἂν καὶ ἔχει πρότυπό του τὸν Σωκράτη – γι΄ αὐτὸ καὶ δὲν δυσκολεύεται µπροστὰ σὲ ὁποιονδήποτε συνοµιλητή του.
-Συµπάθα µε, Χρῆστο, ἂν εἶπα κάτι ἄπρεπο… Ἀλλὰ ξεστρατίσαµε ἀπὸ αὐτὸ ποὺ σὲ ρώτησα. Τί θέλεις νὰ ἀγοράσεις;
Αὐτὴν τὴ φορὰ δὲν δίστασε.
-Ἕναν ἠχοβολέα!
Ἔµεινα ἄναυδος.
-Τί εἶναι αὐτό; Πρώτη φορὰ ἀκούω τὴ λέξη. Ἐγὼ ξέρω µόνο τὸν προβολέα. Καὶ τὸν ἀναβολέα, ποὺ µοῦ χειρούργησαν στὸ αὐτί. Ἄντε καὶ τὸν ὑποβολέα ποὺ ἔγραφε ἕνας δηµοσιογράφος γιὰ τὸ σινάφι του, λέει – χωρὶς νὰ ξέρω τί εἶναι… Καὶ γι΄ αὐτὸ δὲν τὸ βρίσκεις πουθενά.
-∆ική µου λέξη εἶναι· δὲν ὑπάρχει στὰ λεξικά.
-Καὶ τί θέλεις νὰ πεῖς µὲ αὐτήν;
-Ξέρεις πὼς µοῦ ἀρέσει νὰ πλάθω λέξεις ποὺ νὰ λένε ὅ,τι ἀκριβῶς θἐλω.
-Μὲ τρώει ἡ ἀγωνία!
-Ἄκου! Τὸ χωριό µου τὸ γνωρίζεις. Πότε πότε πηγαίνω, γιὰ νὰ δῶ τὰ πατρογονικά µου. Καὶ κάθε φορὰ πληγώνοµαι. Περνάει ἀπὸ δίπλα µου ὁ ἕνας συγχωριανός, περνάει ὁ ἄλλος… περνοῦν πολλοὶ ἐποχούµενοι στὸ Ι.Χ. αὐτοκίνητό τους. Καὶ ἀντὶ νὰ σταµατήσουν γιὰ νὰ ποῦµε τὶς καληµέρες µας, ρίχνουν µιὰ ἰµιτασιὸν χαιρετιστήρια µατιά, σὲ µένα τὸν συντοπίτη τους, βαρᾶνε καὶ ἕνα µπὶ µπὶ καὶ συνεχίζουν τὸ δρόµο τους.
-Θὰ ἔχουν τὶς δουλειές τους… κάπου θὰ βιάζονται νὰ πᾶνε. Καὶ µὴν ξεχνᾶς (ξέρεις φαρσὶ τὰ ἀρχαῖα ρητά), ὁ χρόνος εἶναι χρῆµα. Ποιός εἶχε πεῖ χρόνου φείδου; Μὴν τοὺς κατηγορεῖς!
-Προσπαθεῖς νὰ δικαιολογήσεις τὰ ἀδικαιολόγητα. Ἂν ὅµως ἀρχίσω νὰ σοῦ ἀραδιάζω αὐτὰ ποὺ θυµοῦµαι γιὰ τὸ πῶς ἤµαστε καὶ πῶς ζούσαµε κάποτε, τότε ποὺ τὸ σηµερινὸ ἐρηµοχώρι ἔσφυζε ἀπὸ ζωή, ἴσως βάλεις τὰ κλάµατα. Καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνει ἐδῶ αὐτό, ἐδῶ στὴ µέση τοῦ δρόµου.
-Σὲ νιώθω, Χρῆστο, καὶ καταλαβαίνω τὸν πόνο σου. Ποιά σχέση, ὅµως, ἔχουν αὐτὰ µὲ τὸν… πῶς τὸν εἶπες;…
-Ἠχοβολέα!
-Ναί… ποιά σχέση ἔχουν;
-Θὰ σοῦ ἐξηγήσω. Θὰ µποροῦσα νὰ πῶ ὅτι ψάχνω νὰ ἀγοράσω αὐτὸ ποὺ µικρὰ παιδιὰ λέγαµε καραµούζα… ἢ µαντούρα. Καὶ ὅταν ἦρθαν τὰ αὐτοκίνητα, τὸ βαφτίσαµε κλάξον καὶ ὕστερα κόρνα. Ἐξήγησα στὰ µαγαζιὰ ποὺ µπῆκα τί θέλω, ἀλλὰ δὲν µὲ καταλάβαιναν. Ἕνας ἔβαλε τὰ γέλια καὶ κάτι ψιθύριζε.
-Χάλασε ἡ κόρνα τοῦ αὐτοκινήτου σου; Πρέπει νὰ πᾶς σὲ µαγαζὶ ποὺ πουλάει ἀνταλλακτικά.
-∆ὲν µὲ κατάλαβες! Βλέποντας πῶς µὲ χαιρετοῦν κάποιοι, ἀποφάσισα νὰ τοὺς ἀνταποδίδω µὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ χαιρετισµό. Γι΄ αὐτὸ ἐπινόησα τὸν ἠχοβολέα, µικρὸ ἀλλὰ µὲ µεγάλη δύναµη ἤχου. Ἐπειδή, τὸ ξέρεις, θὰ ἤµουν ἀγενής, ἂν δὲ ἀνταπέδιδα τὸ χαιρετισµό.
-Πρωτότυπη ἰδέα. Καὶ λίγο ἀστεία! Γιὰ δίπλωµα εὑρεσιτεχνίας!
-Ἴσως… Θὰ φτιάξω εἰδικὴ ζώνη γιὰ νὰ τὸν κρεµάω στὴ µέση µου. Ὅταν περνάει κάποιος, θὰ πατάω ἕνα κουµπάκι καὶ θὰ τοῦ στέλνω τὸ δικό µου µπί µπί. Καὶ σκέφτοµαι ὅτι τουλάχιστον ἀπὸ περιέργεια θὰ σταµατᾶ – καὶ ἔτσι θὰ µποροῦµε νὰ λέµε λίγες κουβέντες.
-Σὲ θαυµάζω, Χρῆστο! Πᾶµε τώρα ἀπέναντι γιὰ καφέ, νὰ ποῦµε τὰ ὑπόλοιπα. Θὰ κεράσω ἐγώ. Ἠχοβολέα – µὴν κουράζεσαι ἄδικα – δὲν θὰ βρεῖς σὲ κανένα µαγαζί.
-Σοῦ τὸ εἶπα πιὸ πρίν. Θὰ τὸν φτιάξω µόνος µου καὶ θὰ µὲ βάλουν καὶ στὶς ἐφηµερίδες!
Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης
Φιλόλογος