Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024

Ποίηση και Μουσική: τα ανεκτίμητα δώρα των Μουσών

Μνήμη Καίτης Χωματά

Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΛΟΥΠΑΣΗΣ* 

Στο πρωτόλειο του Δ. Σολωμού με τον τίτλο «Ο οδηγός» υπάρχουν και οι στίχοι: «Κάθε ρείθρο ερωτεμένο, / κάθε αύρα καθαρή, / κάθε δέντρο εμψυχωμένο / με το φλίφλισμα ομιλεί. / Κι όπου πλέον μοναχιασμένοι / είναι οι βράχοι σιγαλοί / Μῆνιν ἄειδε θε ν’ ακούσης / να σου ψάλλη μια φωνή».
Οι περισσότεροι θα θυμούνται από τα γυμνασιακά χρόνια τους ότι οι λέξεις «μῆνιν ἄειδε» είναι οι πρώτες της Ιλιάδας. Θα θυμούνται γενικότερα ότι τόσο η Οδύσσεια όσο και η Ιλιάδα αρχίζουν με επίκληση της Μούσας από τον Όμηρο. Το ίδιο συμβαίνει στα έργα του Ησιόδου («Θεογονία», «Ἔργα καὶ Ἡμέραι») αλλά και σε μικρότερης έκτασης επικά ποιήματα. Σε ένα από αυτά («Ὕμνος εἰς Μούσας καὶ Ἀπόλλωνα») υπάρχουν οι στίχοι (που περιλαμβάνονται και στη «Θεογονία») «ὄλβιος ὅν τινα Μοῦσαι / φίλωνται· γλυκερή οἱ ἀπὸ στόματος ρέει αὐδὴ» (είναι ευτυχής εκείνος που οι Μούσες αγαπούν. Από το στόμα του κυλάει φωνή γλυκειά). Η Σαπφώ σε ένα στίχο της που έχει σωθεί έγραφε με καμάρι: οι Μούσες «δοξαστή με κάμαν δίνοντάς μου τα έργα τα δικά τους».
Στο διάλογο του Πλάτωνος «Ἴων» ο Σωκράτης μιλάει με θαυμαστό τρόπο για τους ποιητές: σαν άλλες μέλισσες, επισκέπτονται τις κοιλάδες και τους κήπους των Μουσών και από τις μελιστάλακτες κρήνες που συναντούν αντλούν τα ποιητικά μέλη τα οποία κατόπιν προσφέρουν στους άλλους ανθρώπους. Ποιητής δηλαδή γίνεται κάποιος αφού προηγουμένως καταστεί «ἔνθεος», και μόνον τότε. Κάθε ποίημα είναι «εὕρημα Μουσῶν», γι’ αυτό, συμπληρώνει ο Σωκράτης, «οὐκ ἀνθρώπινά ἐστιν τὰ καλὰ ταῦτα ποιήματα οὐδὲ ἀνθρώπων, ἀλλὰ θεῖα καὶ θεῶν» και οι ποιητές δεν είναι τίποτε άλλο από «ἑρμηνεῖς», δηλαδή διερμηνείς, των θεών.
Πρώτος ο Ησίοδος είχε μιλήσει για εννέα Μούσες, θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Δία, παρέθεσε δε και τα ονόματά τους. Γεννήθηκαν στην Πιερία, τις συναντάμε στον Όλυμπο, αλλά κατοικία τους ήταν ο Ελικώνας. Σ’ αυτό οφείλεται το ότι χαρακτηρίζονταν άλλοτε Πιερίδες, άλλοτε Ολυμπιάδες, άλλοτε Ελικωνιάδες. Συντρόφευαν τον Απόλλωνα, συνόδευαν συχνά τις Χάριτες στο τραγούδι με τις υπέροχες φωνές τους, φορούσαν στα μαλλιά στεφάνι από λουλούδια.
Η αντίληψη ότι η έμπνευση είναι δώρο θεϊκό στους ποιητές εντάσσεται ασφαλώς σε ένα γενικότερο πλαίσιο, στο οποίο συναντάμε πλήθος περιπτώσεων κατά τις οποίες τα αγαθά, υλικά και άυλα, είναι δωρεές του θεού (/των θεών) προς τους ανθρώπους. Η ποιητική έμπνευση όμως ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα. Σχετίζεται με τη διαδικασία κατά την οποία ο ποιητής ξεκινώντας από τα αισθητά και χρησιμοποιώντας εργαλείο που είναι γνωστό σε κάθε άνθρωπο, δηλαδή τον γλωσσικό κώδικα, ακολουθεί πορεία που τον ανεβάζει εκεί όπου μόνον εκλεκτοί μπορούν να φτάσουν. Βλέπει τον κόσμο στο σύνολό του τυλιγμένον με τέλειο ένδυμα, αντλεί από την όψη του και από την ουσία του δύναμη που εξωτερικεύεται με τα πιο δυνατά συναισθήματα. Κατά τον Καβάφη, εκεί πάνω οδηγεί τον ποιητή μια σκάλα, «της ποιήσεως η σκάλα», την οποία οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να ανέβουν. Στη μυθοπλασία της ύστερης ελληνικής αρχαιότητας συναντάμε τον Πήγασο, φτερωτό άλογο που έπαιρνε τους ποιητές στην πλάτη του και πετούσε μαζί τους προς τον ουρανό.
Προφανώς, ο λόγος είναι για κάθε αληθινό ποιητή, για όποιον δηλαδή είναι «με το δικαίωμά του πολίτης εις των ιδεών την πόλη». Σε αντίθεση με τους κατά φαντασίαν «ποιητές», τους «τυχοδιώκτες» όπως χαρακτηρίζει και στηλιτεύει ο Καβάφης, αυτός έχει επίγνωση του ότι «είναι υψηλή, πολύ υψηλή της ποιήσεως η σκάλα», γι’ αυτό και ο αγώνας του είναι αδιάκοπος και αποβλέπει πάντοτε στην κατάκτηση έστω και λίγων από τα «δώρα πιερικά».
Αγωνίζεται σμιλεύοντας τη γλώσσα. Είναι γλώσσα ίδια με των άλλων ανθρώπων, της έχει δώσει όμως φτερά για δυνατά φτερουγίσματα. Αν και αυτό θυμίζει τα «ἔπεα πτερόεντα» (φτερωτά λόγια) της ομηρικής φρασεολογίας, θα πούμε ότι είναι κάτι πολύ περισσότερο και μεγαλύτερο ο ποιητικός λόγος. Είναι ένα από τα τέλεια δημιουργήματα της ανθρώπινης σκέψης, μια από τις πιο γοητευτικές εκφράσεις του ψυχικού κόσμου. Κορύφωση αποτελεί η σύνδεσή της με τη μουσική, τέχνη που επίσης δίδαξαν, σύμφωνα με τη Μυθολογία, στους ανθρώπους ο Απόλλων και οι Μούσες (σ’ αυτές, εξ άλλου, οφείλει και το όνομά της). Κατά τον Πίνδαρο, στα προστάγματα της μουσικής πείθονται άνθρωποι και θεοί, ακόμη και η φωτιά του φοβερού κεραυνού και ο βασιλιάς των πουλιών, ο αετός, που χαλαρώνει και αποκοιμάται γέρνοντας τις φτερούγες, καθώς κάθεται πάνω στο σκήπτρο του Δία.
Το πάντρεμα της μουσικής με την ποίηση φαίνεται να είναι μάλλον απαίτηση που πηγάζει από τη φύση μας παρά επινόηση. Από το αποτέλεσμα που προκύπτει μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι πρόκειται για ένα από τα ευγενέστερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Από τότε δηλαδή που η ύλη έπαψε να είναι το μοναδικό συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης ξεκίνησε, με μπροστάρηδες κάποιους «ένθεους», η πορεία στην οποία χρωστάμε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας.
Χρωστάμε όμως, εμείς οι υπόλοιποι, και ευγνωμοσύνη σ’ εκείνους που συναρμολόγησαν τη μια λέξη με την άλλη, και σ’ εκείνους που πήραν τους ήχους και τους έκαμαν μελωδία, για να ντύσουν τον ποιητικό λόγο και να μας παραδώσουν τραγούδι. Και δεν εννοώ οποιονδήποτε συνδυασμό λόγου και μουσικής, αλλά μόνον εκείνο που έχει το χάρισμα και τη δύναμη να ξεριζώνει τα αγκάθια που έχουν φυτρώσει γύρω μας και μέσα μας και στη θέση τους να φέρνει δημιουργήματα που ημερεύουν την ψυχή μας και τη σπρώχνουν προς τη θύρα του παραδείσου. Δεν εννοώ τα υποπροϊόντα που κάποιοι επιτήδειοι εμφανίζουν στην αγορά, για να ξεγελάσουν τους περαστικούς και να αρπάξουν τον οβολό τους, αλλά μόνον εκείνα που χάρη στη μεγαλοσύνη τους θα υπάρχουν και αύριο και μεθαύριο και για πάντα. Δεν εννοώ, ακόμη, όσα ακούσματα προτείνουν ψεύτικες παραδοχές, αλλά μόνον όσα λένε την αλήθεια για τη δίψα και για την αγωνία της ψυχής μας μπροστά στις ανηφοριές της ζωής.
Χρωστάμε πολλά και σ’ εκείνους που φέρνουν μέχρι τις σωματικές αισθήσεις μας με υλική περίπου μορφή την ποίηση και τη μουσική. Είναι όσοι με τη φωνή τους ερμηνεύουν το λόγο τον ποιητικό και όσοι με τη σπουδή πάνω σε μουσικό όργανο παίρνουν από το χαρτί τη σύλληψη του μουσουργού και τη μετατρέπουν σε τερπνό ήχο. Μοιραζόμαστε τότε μαζί τους αίσθηση ευφροσύνης και αγαλλίασης, καθώς βρισκόμαστε, έστω και προσωρινά ή σαν από τύχη, σ’ έναν κόσμο προορισμένο, λες, για κάποιους τυχερούς και μόνο γι’ αυτούς. Η μνήμη μας σημαδεύεται από αυτές τις εμπειρίες τόσο δυνατά, ώστε ακόμη και μετά από πολλά χρόνια αναπολούμε τις ώρες του παρελθόντος που είχαμε την ευλογία να βιώσουμε.
Στις μέρες μας σαν να ήταν γραφτό να ζήσουμε και να απολαύσουμε την άνθηση αυτού του μεγάλου, του ουράνιου δώρου. Συνθέτες μουσικής με το χάρισμα της ένθεης ευαισθησίας έσκυψαν με τρυφεράδα, με αγάπη και με δέος πάνω σε ποιήματα, έργα άλλων αξιοθαύμαστων δημιουργών, τα στόλισαν με τη δική τους μουσική έμπνευση και τα παρέδωσαν σε όλους μας για τα ονειρικά ταξίδια μας.
Όλα αυτά είναι, στο σύνολό τους, κομμάτι από τη ζωή μας, κομμάτι από τον εαυτό μας. Ορίζουν σε κάποιο βαθμό και την ταυτότητά μας. Έρχονται από το κοντινό ή και το πιο μακρινό παρελθόν (το προσθέτω αυτό έχοντας στο μυαλό μου τόσο τις ρίζες του λαϊκού πολιτισμού μας όσο και τη μεγαλειώδη βυζαντινή μουσική), είναι όμως ένα διαρκές, σχεδόν ατελεύτητο παρόν. Μας δίνουν απαντήσεις για διλήμματα μεγάλα σαν κι αυτά που υψώνονται και τώρα μπροστά μας. Ασφαλώς, δεν προσφέρουν ούτε λύση στα οικονομικά προβλήματά μας ούτε διέξοδο στις κοινωνικές εντάσεις και αναστατώσεις. Προσφέρουν όμως κάτι άλλο, εξ ίσου σπουδαίο: είναι η υπόμνηση της ιδιοσυστασίας μας, στα θεμέλια της οποίας έχουν από παλιά απλωθεί «εἰς κράτος καὶ στερέωμα» υλικά που δε φθείρονται από το χρόνο. Υλικά που αποτελούν το απαύγασμα της διανοητικής ανέλιξης όχι μόνο των δημιουργών τους αλλά και του λαού από τον οποίο αυτοί προήλθαν.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο (υποστηρίζω ότι) πρέπει να προσέχουμε, να ακούμε τη φωνή των ποιητών – είναι σαν το οξυγόνο που δε φαίνεται με τα μάτια, ζωή όμως δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Και να εξευγενίζουμε τη ζωή μας τιμώντας όπως του αξίζει το στερέωμα των μουσικών ήχων – είναι η καμπάνα που δε μας αφήνει να παραδοθούμε άβουλα όντα στη θαλπωρή ενός χωρίς νόημα και σκοπό, ολέθριου ύπνου.

ΥΓ. Εκτός από την Καίτη Χωματά, που από τη δεκαετία του 1960 συνέβαλε με την αισθαντική φωνή της στο να γίνει η Ποίηση τραγούδι για όλο τον κόσμο, τιμή και ευγνωμοσύνη δικαιούνται όλοι όσοι ανήκουν στη χορεία των «ένθεων» δημιουργών. Είτε είναι ακόμη ανάμεσά μας είτε βρίσκονται στη χώρα των μακάρων, κοσμούν και θα κοσμούν για πάντα την πιο εκλεκτή γωνιά του πνευματικού εθνικού βίου μας.

*φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα