Γράφει ο δρ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. ΠΡΩΙΜΟΣ*
Ενας μεσήλικας κάθεται μπροστά από ένα τραπέζι, έξω από το καφενείο. Το δεξί του χέρι ξαποσταίνει πάνω στο τραπέζι. Δεν έχει ακόμα βγάλει το καπέλο του και μάλλον φορά ρούχα δουλειάς. Ηλιοκαμένο πρόσωπο, μεγάλα εκφραστικά μάτια, θεληματικό στόμα που χάνεται κάτω από το μαύρο μουστάκι μιας νεότητας που ακόμα αντιστέκεται στον ήδη περασμένο χρόνο. Κοιτάζει τον θεατή κατάματα με τη σοβαρότητα και την ηρεμία ενός ανθρώπου που από καιρό διαισθάνεται πλέον τι να περιμένει από τη ζωή του. Πίσω του μια οροσειρά και λίγα αχνά σύννεφα σε αυτόν τον τόπο που σε πείσμα του πεπρωμένου του, κάθε μέρα είναι μια γιορτή από φως και χρώμα.
Εχει σημασία το όνομα του μοντέλου; Μάλλον όχι. Ενδιαφέρει ο τίτλος του έργου; Ούτε κι αυτός.
Το σχέδιο της Μάρως Γυπάκη φαίνεται μέσα από το διαφανές χρώμα της υδατογραφίας που έχει στεγνώσει, γρήγορο, αδρομερές, κατάλληλο για τα μοντέλα της, ανθρώπους που δεν έχουν όλο τον χρόνο του κόσμου στη διάθεσή τους. Τα χρώματα ζωντανά, έντονα, μεσογειακά, πάλλονται στις αχτίδες του ήλιου και στο μάτι του θεατή. Στα καφενεία που αρέσκεται να ζωγραφίζει η Γυπάκη, οι άνθρωποι είναι σοβαροί, δεν πολυενδιαφέρονται να ποζάρουν, ούτε τους νοιάζει να πουν κάτι στην προσωπογραφία τους το οποίο θα μείνει ενδεχομένως στην αιωνιότητα. Με κάποιες εξαιρέσεις, δεν ενδιέφεραν μάλλον ποτέ την ιστορία της τέχνης αλλά ούτε και αυτούς τους ενδιέφερε η τέχνη και η ιστορία της.
Είναι άνθρωποι κοινοί. Μεσήλικες. Χωρίς πολλά λόγια. Ενίοτε συνεχίζουν αυτό που κάνουν χωρίς να τους μέλλει η παρουσία της ζωγράφου. Και αυτή τους ζωγραφίζει γρήγορα, με την πυρετώδη προσήλωση, το άγχος και την ευλάβεια της αναπαράστασης που είχαν οι ζωγράφοι πριν ανακαλυφθεί η φωτογραφία και η ζωγραφική αρχίσει να ψάχνει τα ίδια της τα μέσα περισσότερο από την εξωτερική πραγματικότητα. Γι’ αυτό τα πρόσωπα πολλές φορές είναι ατελείωτα: η ζωγράφος ισχυρίζεται ότι δεν την ενδιαφέρουν τόσο οι λεπτομέρειες όσο η ατμόσφαιρα της σκηνής. 1 Μολονότι εργάζεται με προσχέδια και κάποτε με φωτογραφίες και ολοκληρώνει τις συνθέσεις στο εργαστήριο, οι υδατογραφίες της έχουν την ποιότητα και τη βιασύνη που χαρακτηρίζει τη δουλειά εκ του φυσικού. Το φως αποδίδεται ρεαλιστικά και το χρώμα αφαιρετικά και μάλλον αυθαίρετα χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στην τονικότητα αλλά με έμφαση στην ατμόσφαιρα που κομίζει η σκηνή και με έναν υπαινικτικό και ελάχιστο εξπρεσιονισμό που η Γυπάκη επιτρέπει στον εαυτό της, μάλλον κατ’ εξαίρεση. Κατ’ εξαίρεση διότι η ζωγράφος είναι ολότελα δοσμένη στο αντικείμενό της, στους ανθρώπους του καφενείου. Το πιστεύει σε τέτοιο βαθμό ώστε το αντικείμενο να κυριαρχεί πάνω στη ζωγραφική και σε οποιεσδήποτε ανησυχίες αφορούν στα μέσα της. Κάνει πρώτα και πάνω από όλα ζωγραφική: αυτό που βλέπει κανείς δηλαδή, αυτό είναι όλο, χωρίς εννοιολογικές προεκτάσεις και με μια καθαρότητα που φέρει εντός της κάτι το δροσερό.
Ακόμα και τα λάδια της η Γυπάκη τα μεταχειρίζεται σαν ακουαρέλες, αναδεικνύοντας τη διαφάνεια, την ατμόσφαιρα για την οποία η υδατογραφία είναι τόσο ενδεδειγμένη. Ολοκληρώνοντας την ατμόσφαιρα, ενίοτε δίνει ρόλο και στον τυχαίο παράγοντα ο οποίος θεσπίζει ζωγραφικές αξίες και αποχρώσεις, ανεξάρτητες του αντικειμένου. Οι αξίες και αποχρώσεις αυτές έχουν ωστόσο μια ιδιαίτερα διακριτική παρουσία∙ σχεδόν περνούν απαρατήρητες και παραχωρούν τη θέση τους στους θαμώνες του καφενείου τους οποίους η ζωγράφος βλέπει χωρίς να κοιτάζει 2 σα να συνιστούσαν τα τελευταία δείγματα ενός αυθεντικού πολιτισμού που αισθάνεται υποχρεωμένη να διασώσει μέσω του χρωστήρα της. Η ζωγραφική της Γυπάκη συνδέεται με το κίνητρο για επανιδιοποίηση της ταυτότητας στο οποίο αναφέρεται η Lucy Lippard για συγκεκριμένες καλλιτεχνικές περιπτώσεις του περιφερειακού μεταμοντερνισμού όπως το Μεξικό. 3 Η φευγαλέα κίνηση και η πρόσκαιρη στάση, η φυσική και μηχανική μιας ταυτότητας στην οποία το πρόσωπο δεν έχει σημασία είναι στο επίκεντρο των αναζητήσεων της Γυπάκη: ενάντια σε όσους βιάστηκαν να προαναγγείλουν τον αφανισμό της ζωγραφικής η καλλιτέχνης αντιτείνει την αδιάκοπη περιπτωσιολογία της, χωρίς κορεσμό, ένδειξη μιας τέχνης που αντιστέκεται αλλά και μιας άγριας και αδυσώπητης χαράς στην κοινωνία με τα εικαστικά μέσα.
*διδάσκων στο Πολυτεχνείο Κρήτης
και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο