28.4 C
Chania
Παρασκευή, 18 Ιουλίου, 2025

Ζώντας μέσα στον τουρισμό της παλιάς πόλης των Χανίων

Λίγοι πλέον, µεγάλης ηλικίας οι περισσότεροι, αλλά επίµονοι. ∆εν αποχωρίζονται το πατρικό τους, το σπίτι που έχτισαν ή ανακαίνισαν µε πολύ κόπο. Ζώντας ανάµεσα στο πολύβουο πλήθος της θερινής σεζόν, δίνουν ζωή στην παλιά πόλη τον χειµώνα. Αποτελούν όµως µια µικρή µειοψηφία στις γειτονιές του Τοπανά, της Εβραϊκής, του Κολόµπο, της Σπλάντζιας, αφού οι επισκέπτες είναι πολύ περισσότεροι. Για τη ζωή -ανάµεσα στον τουρισµό- µας µιλούν και µας αφηγούνται ιστορίες από το παρελθόν και το παρόν της παλιάς πόλης.

Μ. & Κ. ΚΟΥΡΙ∆ΑΚΗ
Οι πολυφωτογραφηµένοι…

Είναι ίσως το πιο πολυφωτογραφηµένο ζευγάρι της παλιάς πόλης. Στο τέρµα της Ζαµπελίου, ο Κυριάκος και η Μαρία Κουριδάκη ζουν από το 1966. Καθηµερινά θα τους δεις να κάθονται στην είσοδο του σπιτιού τους να πίνουν τον καφέ τους, να βλέπουν τηλεόραση, να συνοµιλούν µε φίλους και γνωστούς. Οι τουρίστες τους χαιρετούν, τους χαµογελούν, τους φωτογραφίζουν… «Ο πατέρας µου αγόρασε το σπίτι, ήταν ερείπιο το ρίξαµε όλο και το ξαναφτιάξαµε», θυµάται η κα Μαρία και συνεχίζει. «Τότε η γειτονιά ήταν όλο οικογένειες! Πολλά παιδιά, τώρα δυστυχώς είµαστε λίγοι. Τουρίστες; ∆εν υπήρχαν τέτοια πράγµατα, άνθρωπος δεν υπήρχε. Ούτε ξενοδοχείο ούτε τίποτα, ούτε οι Χανιώτες έρχονταν για βόλτα όπως τώρα».
Ο κ. Κυριάκος εργαζόταν στον Ναύσταθµο και η πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής ήταν εργάτες, υπάλληλοι, επαγγελµατίες κάθε είδους. Θυµούνται µία – µία της οικογένειες που ζούσαν γύρω. Ο Γιαβάσης µε τα καλτσούνια, ο Ελευθερίου µε τη µεταφορική, ο Μανωλικάκης ο δικηγόρος, ο Μαρκουλάκης, ο Ντουντουλάκης, …«τώρα είµαστε εµείς, ο Γιάννης Παπαδούλης, ο Φραγκονικολάκης απέναντι. Αν δεν υπήρχαν οι λίγοι κάτοικοι θα ήταν νεκροταφείο η παλιά πόλη, γιατί το χειµώνα φεύγουν όλοι, κλείνουν οι πανσιόν, τα ξενοδοχεία, τα µαγαζιά στα ισόγεια».

Όλα αυτά τα χρόνια το ζευγάρι έχει αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις µε τους επισκέπτες. «Και αν έχουµε πιει τσικουδιές µαζί τους», λέει ο κ. Κυριάκος και εξηγεί, «πίνουµε µια τσικουδιά, περνάνε τους κερνάµε, χαίρονται µας βγάζουν φωτογραφίες» και συνεχίζει η κα Μαρία «µας αρέσει να τους περιποιούµαστε, να πιάνουµε κουβέντα. Προχθές, έκανα χυλοπίτες και τις είχα απλώσει για να στεγνώσουν, περνούσαν και µε ρωτούσαν “σπαγκέτι”; Ένας Έλληνας µου λέει “µπράβο χρυσοχέρα” και δώστου φωτογραφίες. Μια άλλη µέρα έκανα κόλυβο για των ψυχών, ένα γκρουπ που περνούσε απ’ έξω και η ξεναγός σταµάτησε και τους εξηγούσε τι ήταν αυτό, γιατί το φτιάχνουµε, από τι υλικά».
Αναπόφευκτο το ερώτηµα… θα φεύγατε ποτέ από εδώ; «Εδώ είναι το σπίτι µου, παρόλο που µε ζορίζουν οι σκάλες γιατί είναι πάνω τα υπνοδωµάτια και πρέπει να ανέβω να βάλω το πλυντήριο, δεν θέλω να φύγω. ∆εν µπορώ να πάω αλλού, το έχω ζήσει το σπίτι αυτό», είναι η απάντηση της κας Μαρίας και συµφωνεί και ο σύζυγός της. Το µοναδικό πρόβληµα που αντιµετωπίζουν είναι οι βαλίτσες ή µάλλον καλύτερα η µετακίνησή τους. «Είναι 3 – 4, τα ξηµερώµατα αλλάζουν τα δωµάτια φεύγουν ή έρχονται και σέρνουν τις βαλίτσες στο πλακόστρωτο και στα σκαλιά και κάνουν ένα δαιµονισµένο θόρυβο. Αυτό είναι το µοναδικό που µε ενοχλεί», εξοµολογείται η κα Μαρία.
Και ο επίλογος της συζήτησής µας ανήκει στον κ. Κυριάκο: «Οι µόνιµοι κάτοικοι είναι οι στυλοβάτες της παλιάς πόλης! Πρέπει ο ∆ήµος, οι Αρχές να µας στηρίζουν, να δίνουν κάποιες διευκολύνσεις ειδικά για το πάρκινγκ».

Μ. ΛΙΑΝΟΥ
«Σε διαµέρισµα; Μην µου το λες καθόλου!»

Οδός Σορβόλου, ένας στενός δρόµος κοντά στη Σπλάντζια. Κτήρια ανακατασκευασµένα µε επιγραφές που ορίζουν τη νέα τους χρήση. Ενοικιαζόµενα δωµάτια, σουίτες, ξενοδοχεία… Στο τέλος του δρόµου ένα µικρό αλλά φροντισµένο σπίτι. Εκεί συναντάµε την κα Μαρία Λιανού, την ώρα που ετοιµάζει το φούρνο της για το ταψί µε το κοτόπουλο µε µπάµιες.
«Παντρεύτηκα εδώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, µετά φύγαµε να δουλέψουµε στη Γερµανία, γυρίσαµε πίσω στις αρχές του ’70. Αν είχε τουρισµό τότε; Εδώ;», λέει.
Θυµάται το κλίµα της γειτονιάς. «Υπήρχαν πολύ καλές σχέσεις ανάµεσά µας, αγαπηµένες, στήριζε η µια οικογένεια την άλλη. Τώρα από τους µόνιµους κατοίκους µόνο εγώ µένω εδώ. Όλα τα σπίτια έχουν γίνει ξενοδοχεία, ενοικιαζόµενα. Και µε τους τουρίστες καλές σχέσεις έχω, τους λέω ένα καληµέρα», αναφέρει.
Η ίδια δεν σκέφτεται ποτέ να αποχωρήσει από το παλιό της σπίτι. «Να πάω σε διαµέρισµα; Μην µου το λες καθόλου, ούτε να το σκέπτοµαι δεν θέλω. ∆εν έχω θέµα εδώ, δεν έχει φασαρία, περνάω µια χαρά», καταλήγει και συνεχίζει το µαγείρεµά της.

Ε. ΚΟΡΝΙΖΑΚΗ – Ε. ΣΑΡΑΝΤΗ
Βεγγέρα απογευµατινή

Βεγγέρα απογευµατινή, η οδός Γάµπα στον Τοπανά δροσίζεται από το αεράκι και τη σκιά των κτηρίων. Μια παρέα γυναικών κάθεται στα τραπεζάκια και κουβεντιάζει. Ανάµεσά τους η κα Ελένη Κορνιζάκη που µένει στην οδό Ζαµπελίου, λίγα µέτρα παραπέρα, αλλά ήλθε να επισκεφθεί τις φίλες της.
«Εγώ έχω µια χαρά σχέση µε τους τουρίστες. Με χαιρετάνε, µε φωτογραφίζουν, είναι πολύ καλοί, µόνο όταν µεθάνε ορισµένοι γίνονται ενοχλητικοί αλλά ποιος όταν µεθάει είναι καλός;», αναρωτιέται. Θυµάται να καθαρίζει φασολάκια και να ετοιµάζει τα όσπρια και να γίνεται αντικείµενο προσοχής από τους τουρίστες.
«Εγώ στην παλιά πόλη ήλθα στις αρχές του ’70. Τότε ήµασταν γεµάτη γειτονιά, πολλά µικρά παιδιά, ωραίο το κλίµα, άψογες οι σχέσεις, η µια γειτόνισσα να δίνει ένα πιάτο φαγητό στην άλλη. Μόνο ωραίες αναµνήσεις έχω! Και τώρα περνάω καλά, µε τον τουρισµό, αλλά είναι αρνητικό που έχουµε µείνει λίγοι κάτοικοι», σηµειώνει.
Πολύ ζωντανός άνθρωπος και η κα Ευαγγελία Σαράντη, διαβάζει πολύ κι έχει πολλές ιστορίες να θυµηθεί από τη γειτονιά. Μας λέει µία – µία τις οικογένειες που ζούσαν τη δεκαετία του ’60 όταν ξεκίνησε να ζει στη οδό Α. Γαµπά. «Ήταν ένα µελίσσι η γειτονιά, πολλά παιδιά, 3 – 4 σε κάθε σπίτι. Πότε ήλθε ο τουρισµός; ∆εν το θυµάµαι αλλά σιγά-σιγά έγιναν περισσότεροι οι επισκέπτες και τώρα είναι η πλειοψηφία στην παλιά πόλη. Μια χαρά τα περνάω µαζί τους, έχουµε πολύ καλές σχέσεις, δεν µας ενοχλούν», είναι τα λόγια της.
Θα αποχωριζόσασταν, τη ρωτάµε, το σπίτι σας για να πάτε να ζήσετε αλλού; «Αποκλείεται µόνο όταν θα µε πάνε στον Άγιο Λουκά, µια και καλή», είναι η απάντηση της.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ
Η αλλαγή που ξεκίνησε το ’80

Ο νεότερος από τους συνοµιλητές µας είναι ο 51χρονος Ευάγγελος Τσουράκης, που διατηρεί ένα µπακαλικάκι επί της οδού Θεοτοκοπούλου. «Τέλη δεκαετίας του ’70 – αρχές ’80, θυµάµαι µπορεί να ήµασταν και… 80 παιδιά. Μια φορά παίζαµε κρυφτό δεν προλαβαίναµε να παίξουµε δεύτερο! Υπήρχε ο φούρνος του Λευτέρη, το χασάπικο εδώ κοντά, το δικό µας το µπακάλικο ήταν πιο κάτω από το 1964 το είχε ο παππούς µου, µετά η µαµά µου, έπειτα εγώ. Το πρώτο ξενοδοχείο µετά το “Ξενία” ήταν το El Greco. Τότε, τα πρώτα χρόνια οι πρώτοι τουρίστες ήταν Έλληνες. Ο ξένος τουρισµός κάπως σωστά ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 µε rooms for rent, apartments, studio», δηλώνει.
Από την αρχή της δεκαετίας του ’90 η γειτονιά άλλαξε τελείως πρόσωπο. Οι παλιές κατοικίες έγιναν ενοικιαστικά, τα ισόγεια καταστήµατα κάθε είδους για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. «Άλλαξαν πολύ οι εποχές. Αν είναι καλύτερα τώρα ή τότε; Τι να σου πω, άλλες εποχές. ∆εν µπορώ να πω ότι έχω παράπονο, απλά οι µόνιµες οικογένειες θα είναι… 5 εδώ γύρω; Το χειµώνα το κλείνω το µπακάλικο γιατί δεν έχει γειτονιά, δεν µπορεί να συντηρηθεί το µαγαζί. Αφού το 99,8% των πελατών µου το καλοκαίρι είναι ξένοι», είναι τα λόγια του.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα