» Munir Hachemi (µτφρ. Λουίς Εντοάρντο Τόρες, Σωτήρης Παρασχάς, εκδόσεις αντίποδες)
Όταν έπιασα στα χέρια µου το µυθιστόρηµα του Μουνίρ Ατσέµι, γεννηµένου στη Μαδρίτη το 1989, µε το όµορφο κοκκινοκίτρινο εξώφυλλο –οι στοιβαγµένες πλαστικές καρέκλες σηµαίνουν καλοκαίρι µε τον τρόπο τους–, διάβασα το οπισθόφυλλο, κάθε γραµµή πρόσθετε προσδοκίες και επιθυµία ανάγνωσης, ώσπου έφτασα στη φράση κλειδί «επιρροές του Μπόρχες και του Μπολάνιο», καµία ψυχραιµία, θα ήταν το επόµενο βιβλίο, δεν ολοκλήρωσα καν την ανάγνωση του οπισθόφυλλου, ήξερα όσα ήθελα να ξέρω, είχα αρκετά υλικά για να σχεδιάσω έναν ακόµα ορίζοντα προσδοκιών, θελκτικό και υποσχόµενο, ασχέτως τι θα συνέβαινε αργότερα.
Και αν οι επιρροές του Μπόρχες αποτελούν πια αναπόσπαστο µέρος της παγκόσµιας λογοτεχνίας, στοιχεία του σύµπαντός του µπορούν να εντοπιστούν ακόµα και εκεί που ο ίδιος ο εκάστοτε συγγραφέας δεν το φαντάζεται, επιρροή που έχει περάσει πια στο λογοτεχνικό ασυνείδητο, το ίδιο ισχύει και µε άλλους σπουδαίους του παρελθόντος, όχι όµως και για πιο πρόσφατους ογκόλιθους, όπως ο Μπολάνιο, που η συνεισφορά τους ακόµα µελετάται, ακόµα βρίσκεται υπό διερεύνηση, σε διαδικασία χωνέµατος. Τα τελευταία χρόνια εµφανίζονται διάφοροι συγγραφείς στους οποίους εντοπίζεται µια επιρροή µπολανική, κυρίως στον τρόπο µε τον οποίο διαπραγµατεύονται την αποτύπωση του ζοφερού περίγυρου, αλλά και, ίσως ακόµα πιο χαρακτηριστικά, τον τρόπο µε τον οποίο η λογοτεχνία είναι παρούσα από άκρη σε άκρη, ο Μπολάνιο, συνοπτικά και βιαστικά, αυτά τα δύο στοιχεία ήρθε να µεταβάλλει πλήρως, τον ρεαλισµό –το απόλυτο κακό– και την ενδοκειµενική χρήση της λογοτεχνίας. Και αυτό το τελευταίο ήταν παρόν από την πρώτη κιόλας αράδα:
«Τη µέρα που γνώρισα τον φίλο µου τον Χ µου είπε πως όταν ήταν µικρός είχε επινοήσει µια θεωρία της αφήγησης που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή. ∆εν είναι καθόλου πρωτότυπη η ιδέα ότι οι ιστορίες έχουν µια ταξινοµική λειτουργία, ότι επιβάλλουν στο πραγµατικό µια τάξη ή µια ιεραρχία. Το πραγµατικό ωστόσο είναι µια άγρια επικράτεια, µια ζούγκλα ή µια έρηµος, ένας τόπος που δεν µπορεί κανείς να χαρτογραφήσει. Κάθε φορά που το άγριο εισέβαλλε στη ζωή του, ο φίλος µου ο Χ διηγούνταν κάτι, µια ιστορία, οποιαδήποτε, δεν είχε σηµασία ό,τι και να ‘ταν».
Ακόµα και αν δεν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο, οι πρώτες αυτές γραµµές θα ήταν αρκούντως αποκαλυπτικές των προθέσεων του Ατσέµι, ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου, «Τεχνητή αναπνοή», δάνειο από το οµώνυµο αριστούργηµα ενός ακόµα σπουδαίου, του Ρικάρντο Πίλια, θα υπογράµµιζε εµφατικά τη δήλωση προθέσεων. Χωρίς ιστορία όµως, όποια πρόθεση θα έµενε άχρηστη στο ράφι. Αυτή είναι η ιστορία τεσσάρων νεαρών που άφησαν τη Μαδρίτη για να ταξιδέψουν µε αυτοκίνητο ως τη νότια Γαλλία µε σκοπό να δουλέψουν σεζόν στον τρύγο. ∆ουλειά εποχική, σκληρή αλλά καλά αµειβόµενη, µια πρόκληση, µια περιπέτεια, ένα πλήρες πακέτο, έτσι έµοιαζε. Όταν θα φτάσουν ωστόσο εκεί, µια έκπληξη τους περιµένει, λόγω ανοµβρίας τα κλήµατα δεν έκαναν καρπό, ο τρύγος µαταιώθηκε. Νεαροί και αποφασισµένοι, δεν θα κάνουν πίσω, θα επιµείνουν, θα επισκεφτούν µια εταιρεία ανθρώπινου δυναµικού, θα ζητήσουν µια άλλη καλοπληρωµένη δουλειά, κάπως έτσι ξεκινάει η περιπέτεια.
Στο Παγοδρόµιο, µυθιστόρηµα του Μπολάνιο στον ίσκιο των σπουδαίων έργων του, σε πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκεται ο φύλακας ενός κάµπινγκ κατά τους χειµερινούς µήνες, δουλειά που και ο Μπολάνιο είχε κάνει για ένα διάστηµα. Στα Ζωντανά πλάσµατα οι τέσσερις νεαροί θα µείνουν σε ένα κάµπινγκ, δίπλα σε οικογένειες και συνταξιούχους, διαρκώς σε σύγκρουση µε τον ιδιοκτήτη, διαρκώς υπό την απειλή της έξωσης, αναπόσπαστο µέρος της συνολικής εµπειρίας. Ο αφηγητής-επίδοξος συγγραφέας, ακολουθώντας ίσως τη θεωρία της αφήγησης που ο φίλος του ο Χ είχε µοιραστεί µαζί του όταν γνωρίστηκαν, τηρεί ένα ιδιότυπο ηµερολόγιο περιπέτειας, πότε τυπικό, ακολουθώντας τη χρονική ακολουθία των ηµερών και πότε παρεµβάλλοντας κοµµάτια κάπου ανάµεσα στην πρόζα και στον στοχασµό, σ’ ένα αποτέλεσµα, θαυµαστό πώς, σφιχτοδεµένο και λειτουργικό, παρά τον υβριδικό και πειραµατικό χαρακτήρα του, παρά την πάνδηλη παρουσία του Μπολάνιο (κυρίως) και του Μπόρχες (δευτερευόντως), τόσο ως επιρροή όσο και ως διακειµενική αναφορά.
Ας πω πρώτα κάτι κλισέ: ∆εν είναι διόλου απλό ή εύκολο να γράψει, ή να επιχειρήσει κάποιος να γράψει, κατά Μπολάνιο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο Μπουκόφσκι, αµέτρητοι άντρες επίδοξοι συγγραφείς πίστεψαν πως µε λίγο αλκοόλ και κάποιες κακές λέξεις θα είχαν ικανό καύσιµο ως τη δόξα, όµως όχι, προφανώς όχι. Τούτου λεχθέντος, συνεχίζω. Η ύπαρξη µιας τόσο ευδιάκριτης επιρροής αποτελεί µια παγίδα διπλή. Από τη µια θέτει έναν πήχη κοντά στον Θεό, από την άλλη µέρος του αναγνωστικού κοινού θα απογοητευτεί από το γεγονός πως ο Μπολάνιο δεν ζει πια, θα θεωρήσει υποκατάστατο κάθε αντίστοιχη απόπειρα. ∆εν είναι απλό να αντιπαρατεθείς µε τις ίδιες σου τις προσδοκίες, άτιµο πράγµα. Όση προσδοκία δηµιούργησε µέσα µου το µπολανικό στοιχείο, άλλη τόση επιφύλαξη γέννησε.
Χρειάστηκε να περιµένω κάποιες µέρες µετά την φρενήρη ανάγνωση, να συντελεστεί ένας πρώτος µεταβολισµός, να πάρει τις διαστάσεις του µέσα µου, αν τις έπαιρνε τελικά, και τις πήρε. Και αυτό έγινε, σκέφτοµαι, όχι µόνο επειδή είχε µια καλή ιστορία να αφηγηθεί, όχι µόνο επειδή δηµιούργησε ένα ενδιαφέρον αφηγηµατικό άλτερ έγκο, όχι µόνο εξαιτίας των πολλών διακειµενικών αναφορών, αλλά επειδή ο Ατσέµι ήρθε αντιµέτωπος µε οξυδέρκεια και αποφασιστικότητα απέναντι στο κακό, απέναντι στο σύγχρονο, επειδή όσα είχε να πει, πέρα από τον ιδιοφυή τρόπο να το κάνει, είχαν νόηµα και αξία να ειπωθούν, και αυτό ίσως είναι το πλέον µπολανικό στοιχείο του βιβλίου, ο πολιτικός χαρακτήρας, η µη αναχωρητική λογοτεχνία, ο λαϊκός χαρακτήρας της, το εδώ και το τώρα, το συγκεκριµένο και όχι το αφηρηµένο. Ο Ατσέµι δεν έµεινε στην επιφάνεια του µπολανικού σύµπαντος. Συγγραφείς, όπως ο Μπολάνιο, εκτός όλων των άλλων που προσφέρουν, δίνουν και µια νέα χαραµάδα θέασης του κόσµου, και ο Ατσέµι µέσα από µια τέτοια µπολανική χαραµάδα αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, και µέσα στην απλοχωριά του µπολανικού σύµπαντος, ακόµα ένα χαρακτηριστικό των σπουδαίων είναι πως δεν µας εγκλωβίζουν, κατάφερε να αναφερθεί σε πολλά περισσότερα από την ιστορία των τεσσάρων νεαρών.
Όσο οι µέρες περνούν, η σκιά του Μπολάνιο αποµακρύνεται από τα Ζωντανά πλάσµατα, όχι γιατί δεν υπάρχει η επιρροή, κάθε άλλο, αλλά γιατί, τελικά, ο Ατσέµι κατάφερε να καταστήσει την επιρροή αυτή γόνιµη, να την οικειοποιηθεί όσο αυτό είναι δυνατόν, να µην υποχωρήσει κάτω από το βάρος. Είναι χαζή η όποια απόπειρα σύγκρισης του Ατσέµι, του κάθε Ατσέµι, µε τον Μπολάνιο, δεν έχει νόηµα, δεν έχει αξία, δεν. Ο Μπολάνιο, στα λίγα χρόνια που έζησε, άφησε παρακαταθήκη ένα σύµπαν, µε µεγάλους και εντυπωσιακούς πλανήτες, αλλά και µε µικρότερα αστέρια, ένα σύµπαν στο οποίο υπάρχει χώρος για να καρφωθούν και άλλα σώµατα που θα γεµίσουν τον θόλο, τα Ζωντανά πλάσµατα είναι ένα από αυτά, υπήρξαν και άλλα, θα ακολουθήσουν ακόµα περισσότερα. Ένας ογκόλιθος, εκλαµβάνεται ως τέτοιος γιατί εµφανίστηκε και εµπλούτισε, άνοιξε δρόµους, φώτισε γωνιές, έδειξε έναν άλλο τρόπο, αλλά ούτε και αυτός ο ογκόλιθος έζησε και έγραψε εν κενώ, µην το αµελούµε αυτό.
Τα Ζωντανά πλάσµατα είναι ένα ωραίο βιβλίο, αναπόσπαστο µέρος µιας λογοτεχνίας που µου αρέσει πολύ, σύγχρονο και φρέσκο, καλή λογοτεχνία µε εµφανή αλλά ενσωµατωµένα τα νήµατα.