Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Του πνεμάτου σύναξη στον Κάμπο

Σα τότε, παλιά, σα που τα χρόνια τα δύσκολα μα όμορφα, κείνα κει που φύγανε και τ’ αναζητούμε οι παλιοί και μόνο ακουστά ή ούτε κι αυτό τα έχουν τα κοπέλια μας, σαν τότε που λέτε, που μαζωνόμασταν καμπόσοι φίλοι γκαρδιακοί σ’ ένα σπίτι να φάμε, να πιούμε, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε, κι υστερνά να δούμε τσι ψυχές μας, τσι καρδιές, τα χνώτα και τα αιστήματά μας σωρό καμωμένα χωρίς να ξεχωρίζουμε ποιο είναι ποιανού, χωρίς έχτρητες, κουβέντες άπρεπες και παραξηγιάρικες να ακούγονται, τότε σου, που μόνο το σώμα ξεχώριζε, έτσα κι απόψε μαζωχτήκαμε κάμποσα κουζουλοκόπελα στου Σήφη το αρχοντικό, εκεί που γεννήθηκε πριν πολλές δεκαετίες και μεγάλωσε και ζυμώθηκε με τη γης και με τον άθρωπο, κι είπαμε να ξεδώσουμε, να γενούμε ντελικανήδες δασύτριχοι και ξεστηθωμένοι.
Πήραμε διπλοπροσέχοντας τα σκαλιά, μια ο καταρράχτης, μια τ’ αθριτικά, μια το λουμπάκο ή το ζάχαρο να μας φρενάρουν, κατηφορίσαμε κάμποσο, βγήκαμε σε μιαν όμορφη αυλή με κρίνα, γαρούφαλα και γαρντένιες, με μπροστά στα πόδια μας λαχανικά και φρούτα από το Σήφη και την Καίτη φροντισμένα και καρσί, πλαγιές, βουνοκορφές, φαράγγια, ‘ρειπωμένα σπίτια αρχαϊκά και νερόμυλοι κι ένας αγέρας ούριος να μην μας πάρει ούτε να παραζεσταθούμε, μηδέ και να παγώσουμε μια κι ούλοι είχαμε χαλασμένο θαρρώ το βδομηντάρη, ξαποστάσαμε.
Λάμπανε των νοικοκυραίων τα μάτια, μια αγάπη και φιλοξένια Κρητικιά μας έλουσε, νιώσαμε σαν στη Παράδεισο κατά που μολόγησε ο Θανάσης κι ο Φλεβαριάτικος ήλιος από κοντά μας ζέσταινε, δε λέγαμε να μπούμε μέσα. Μα οι μυρουδιές κι η οικοδέσποινα η Καίτη σκέτο πρόκληση, δρασκελίσαμε το κατωκάσι γιομίσαμε δέκα καρέγλες ολόγυρα τη τάβλα που ογλήγορα γιόμισε μεζέδες φαγητά σαλάτες και βαρελίσιο, του Σήφη κι αυτό, κατόρθωμα.
Κι ένα πράμα απίστευτο, άβλεπτο ετούτο τον καιρό, ετούτα τα χρόνια κι εποχές, γελούσαμε ρε παιδιά. Ό,τι και να λέγαμε, γελασιάρικο μας φαινότανε κι γλακούσαν πέρα στα όρη αστένειες και προβλήματά μας. Απόμενε μόναχα μια ευτυμία που γιόμισε την κάμαρη, ξεπόρτισε κι απλώθηκε ως πέρα τις πλαγιές με τις πεζούλες που, τότε, σπέρνανε και θερίζανε κι αλωνίζανε, να σάξουν ψωμιά, να ταΐσουν στόματα πολλά. Γιατί τότε κάνανε παιδιά οι αθρώποι, να βαστήξουν ολόρθη τη Κρήτη, θέλανε.
Έβανε τα γυαλιά του ο νοικοκύρης και σα γνήσιος Κρητικός κίνησε τσι μαντινάδες τσι καλωσοριστικές.
Χίλια καλωσορίσατε, χίλια και δυο χιλιάδες
στο Κάμπο με τα λούλουδα και με τις πρασινάδες….
Πήρε στερνά κι ο ΜυτιληνοΚρητικοΓιώργης που αγαπά τούτο τον τόπο με πάθος, αράδα…
Στο σπίτι τούτο που ‘ρθαμε, χίλια καλά να ρθούνε.
να ζήσουν οι πρωταίτιοι, κι όσοι παραβρεθούνε…
Πε ο ένας, πε ο άλλος, τελειωμό δεν είχε μα οι μυρουδιές αντιμάχονταν, ενικήσανέ μας, βαλθήκαμε πιάτα ν’ αδειάζουμε ποτήρια να τσουγγρίζουμε.
– Εβίβα το πρώτο, ο Σφηναριώτης,
– Άσπρο πάτο ο Εννιαχωριανός,
Μοίραζε φιλιά και καλολογήματα ο ΘανασοΔειχτάκης, ακλούθα κι ο Αρετουλάκης ο Σωτήρης κι…
– Ευλογημένο νάναι, θυμούντονε ο παπά Νικολής το χρέος του.
Κι άντε απ’ την αρχή τα Χαρτζουλάκια σαν κοπέλι και κοπελιά στο ανάγκασμα.
– Πίντε και τρώτε άρχοντες, εσκουντούσανέ μας, το πιστεύαμε κι εμείς, ακονίζαμε τσι μασέλες, αδειάζαμε, μα ρεγουλαρισμένα, πιάτα και ποτηράκια, ώσπου λύθηκαν κι άλλο γλώσσες και καθωσπρεπίστικα τερτίπια, ζεστάθηκ’ η κάμαρης, μίκρανε, δε μας έπαιρνε ο τόπος, και γίνηκε μια θολούρα που σκέπασε όλους εμάς που, βαρίσκαμε, να σπάσουν τα ποτήρια. Και βαριανασαίναμε ώσπ’ άνοιξ’ ο ουρανός, ήβγανε οι προγόνοι ούλοι, να γελούν και να χαίρονται και να γκαρδιώνουν την παρέα στα ριζίτικα να αντιφωνούν που άξιος απόγονος ράτσας μερακλήδων ο Σήφης πρωτάρχισε.
Ήθελα και να κάτεχα
τη στέλιωση του κόσμου
το πώς εγίνηκεν η γης
και πώς εθεμελιώθει
ο ήλιος στην ανατολή
στη δύση το φεγγάρι
και τ’ άστρα εις τον ουρανό
κι η πλάση των ανθρώπων..

Κι ήρτε στο νου μου ο ποιητής στη Σάντα Μπάρμπαρα προ είκοσι χρόνια όταν χορεύαμε δυο κοπέλια του Ζορμπά το συρτό και θάμαξέ μας,που βροντοφώναξε:
– Τώρα κατάλαβα γιατί οι Έλληνες δε μιλούν για αγάπη. Με το χορό, και τα κορμιά τους την εκφράζουν.
Και στήθηκαν ρε κοπέλια ολόγυρα βρακόφοροι, με γερά σφιγμένα τα κρουσένια κεφαλομάντηλα, τα θεριά που βαστήξανε στα χέρια και μας παραδώκανε την Κρήτη λεύτερη, ακούγανε, γελούσανε χαιρόντουσαν για τους αβλαστούς τωνε. Κι απομείνανε ετά να μας θωρούνε ώσπου ταΐσαμε το μουλάρι που ‘λεγ’ ο Καζαντζάκης και γιομίσαμε τα σωθικά μας λεβεντιά και νόημα ζωής.
Μιας ζωής που δε γνωρίζει κρίσεις και τεχνολογίας τις άγκυρες. Την αρκούνε τση μάνας γης τα δώρα.
Δοξάζω το Θεό που μ’ έριξε μια αργατινή έπαέ, στση Κρήτης την αγκαλιά.

*gkamvysellis@yahoo.gr


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα