Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόµενο να αναθεωρήσει το Σύνταγµα σε σχέση µε τη µονιµότητα των δηµοσίων υπαλλήλων. Στις σφυγµοµετρήσεις της κοινής γνώµης οι πολίτες εµφανίζονται να συµφωνούν σε ποσοστά συντριπτικά, της τάξης του 70%.
Η ελληνική κοινωνία δείχνει να είναι πεπεισµένη πως θα οδεύσει σε καλύτερους και πιο παραγωγικούς δρόµους αν αποτάξει από πάνω της το αιωνόβιο χαρακτηριστικό της µονιµότητας των δηµοσίων υπαλλήλων. Είναι όµως στ’ αλήθεια έτσι;
Ας δούµε µερικά στοιχεία. Τεχνηέντως στη δηµόσια συζήτηση δεν έχει µπει η παράµετρος πως η άρση της µονιµότητας θα αφορά ΜΟΝΟ τους νεοεισερχόµενους. Επίσης δεν συζητιέται πως η µονιµότητα των τωρινών ∆ηµοσίων υπαλλήλων αίρεται στις περιπτώσεις που υποπίπτουν σε πειθαρχικά παραπτώµατα.
Την απόφαση παίρνουν συµβούλια που έχουν στην πλειοψηφία τους µέλη τοποθετηµένα από την κυβέρνηση. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόµα… πιο βαθύ ίσως…
Σήµερα κυρίως στα νοσοκοµεία και λίγο λιγότερο στα σχολεία παρατηρείται η έλλειψη επιστηµονικού προσωπικού κι ας τρέχουν µε συχνή περιοδικότητα προκηρύξεις προσλήψεων.
Το επιστηµονικό προσωπικό (γιατροί, νοσηλευτές, δάσκαλοι, καθηγητές, κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι) σε όλο και µεγαλύτερο ποσοστό δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον µπροστά στο ενδεχόµενο της εργασίας του, σε ένα δηµόσιο ίδρυµα υγείας ή παιδείας. Πρωτίστως οι αµοιβές, αλλά και σε ισχυρό ποσοστό οι εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, αποτρέπουν τους νέους επιστήµονες και επιστηµόνισσες του τόπου από το να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους πολίτες µέσα από τις δηµόσιες δοµές.
Για να γίνω πιο συγκεκριµένος και να καταλάβει ο καθένας τι είναι αυτό που συµβαίνει, αναφέρω το απλό παράδειγµα της µισθοδοσίας. Ένας εκπαιδευτικός αν αποφασίσει να αποδεχθεί την πρόσληψη του στη δηµόσια εκπαίδευση θα αµείβεται µε 794€ το µήνα για 12 µισθούς το έτος. Αντιστοίχως αν επιλέξει µια εργασία ως ανειδίκευτος χειρονάκτης εργαζόµενος, για παράδειγµα οδοκαθαριστής σε µια εταιρία που συνεργάζεται µε ένα ∆ήµο, θα αµείβεται µε 745 € (Καθαρά) για 14 µισθούς το έτος (περίπου 10% µεγαλύτερες αποδοχές σε σχέση µε την αµοιβή του ως επιστηµονικό προσωπικό!).
Το µόνο τεχνοκρατικό χαρακτηριστικό που είναι ελκυστικό στην εργασία για το δηµόσιο είναι εκείνο της µονιµοποίησης του υπαλλήλου και της συνεχούς εργασίας (αν φυσικά δεν υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώµατα) έως τη συνταξιοδότησή του.
Σε περίπτωση που µια µελλοντική αναθεώρηση του συντάγµατος άρει τη δυνατότητα µονιµοποίησης, το ενδιαφέρον κάλυψης των παραπάνω θέσεων θα µηδενιστεί. Η ιδιωτική πρωτοβουλία θα έρθει τάχιστα να καλύψει το κενό που θα δηµιουργήσουν οι δοµές µηδενικής στελέχωσης.
Όσοι βιαστούν να πανηγυρίσουν στο ενδεχόµενο µιας τέτοιας εξέλιξης θα πρέπει να ξανασκεφτούν τα όσα προσφέρουν οι δηµόσιες δοµές ΣΕ ΟΛΟΥΣ χωρίς υποσηµειώσεις, αστερίσκους και ψιλά γράµµατα. Ίσως βοηθηθούν, αναλογιζόµενοι την σύγκριση δηµόσιων και ιδιωτικών δοµών υγείας και παιδείας στην περίοδο της πανδηµίας. Από την άλλη είναι άραγε έτοιµη η ελληνική κοινωνία να πληρώνει ( έστω και µερικώς χρηµατοδοτούµενη από το κράτος µε κουπόνια) για την υγεία και την εκπαίδευση στους ιδιωτικούς φορείς που θα δηµιουργηθούν; δεν το νοµίζω. Η άρση της µονιµότητας βάζει στο κάδρο του κινδύνου πολλά από τα δεδοµένα που έχει σήµερα ένας νέος και µια νέα που αποφασίζουν να χτίσουν µαζί τη ζωή τους στην Ελλάδα…
Στη λαχτάρα για ένα καλύτερο µέλλον όταν οι πολίτες της χώρας ρωτιούνται : «Συµφωνείτε µε την άρση της µονιµότητας των ∆ηµοσίων υπαλλήλων;» αρπάζουν µε ορµή το τυρί αλλά δεν βλέπουν τη φάκα…
*Ο Βασίλης Παπαστάµος είναι εκπαιδευτικός